Δημοσιοποιούμε την τοποθέτηση του συμβούλου της Εναλλακτικής Θανάση Καμπαγιάννη στην από 27/9/2022 συνεδρίαση του ΔΣ του ΔΣΑ με θέμα τα ζητήματα των ασκουμένων. Την τοποθέτηση του έτερου συμβούλου Δημήτρη Σαραφιανού μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ.
ΚΑΜΠΑΓΙΑΝΝΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ: Ο λόγος, για τον οποίο, θεωρώ κι εγώ, ότι θα έπρεπε να ακούσουμε πρώτα τους φορείς, είναι γιατί την προηγούμενη φορά δεν υπήρχαν συγκεκριμένες προτάσεις. Ο λόγος για τον οποίον κάναμε τη διακοπή, ήταν επειδή είχαν ερωτηθεί, κι εσείς θυμάμαι συγκεκριμένα κύριε Πρόεδρε, να ρωτάτε τον εκπρόσωπο της ΕΑΝΔΑ “ποιά είναι συγκεκριμένα η τοποθέτησή σας;”. Δεν υπήρχε τοποθέτηση τότε και πλέον υπάρχουν κάποια διαμορφωμένα κείμενα. Κι εγώ, γι’ αυτό το λόγο, θεωρώ ότι πρέπει να υπάρξει ακρόαση πριν, ούτως ή άλλως εσάς θα σας ακούσουμε τελευταίο ως Πρόεδρο.
Τώρα, η δική μου η άποψη είναι ότι συγκρούονται δύο αντιλήψεις στο ζήτημα και των Ασκούμενων και των νέων Συναδέλφων. Η μια αντίληψη, η οποία λέει ότι το βασικό πρόβλημα στους Δικηγορικούς Συλλόγους και στη δικηγορία είναι το πρόβλημα του πληθωρισμού των Δικηγόρων και η άλλη η αντίληψη, η οποία λέει ότι το πρόβλημα είναι πρόβλημα ρύθμισης. Εγώ συντάσσομαι με τη δεύτερη. Θεωρώ ότι το αποφασιστικό ζήτημα είναι το ζήτημα της ρύθμισης και όχι του πληθωρισμού. Όσον αφορά τον πληθωρισμό των Δικηγόρων, είναι δυνατό να βρει κάποιος κείμενα και τοποθετήσεις του 1890, στα οποία κείμενα υπάρχουν Σύμβουλοι των προπλασμάτων, εν πάση περιπτώσει, των τότε Δικηγορικών Συλλόγων και των Δικηγόρων που λένε ότι “είμαστε πάρα πολλοί”. “Οι Δικηγόροι είναι πάρα πολλοί”. Ήδη, δηλαδή, από τα πρώτα Διοικητικά Συμβούλια του 1910 και του 1920, υπάρχει η παρατήρηση ότι είναι πάρα πολλοί οι Δικηγόροι. Αυτό είναι μια ιδεολογική τοποθέτηση, όσον αφορά τη δικηγορία.
Το πρόβλημα της δικηγορίας δεν είναι ο πληθωρισμός. Το πρόβλημα είναι ότι πρόκειται για ένα παντελώς αρρύθμιστο πεδίο, το πεδίο στο οποίο καλούνται να εργαστούνε, ξεκινώντας οι Ασκούμενοι και στη συνέχεια οι νέοι Συνάδελφοι. Και, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1990 και μετά, σ’ αυτό το αρρύθμιστο πεδίο έρχεται να προστεθεί το ζήτημα της ταξικής διαστρωμάτωσης, γιατί το Δικηγορικό Σώμα ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, είναι ένα κοινωνικό Σώμα, το οποίο διαστρωματώνεται ταξικά, ολοένα και περισσότερο, και ειδικά το ξέρουμε τι συμβαίνει σήμερα με τις μεγάλες Δικηγορικές Εταιρείες και τα μεγάλα Δικηγορικά γραφεία.
Απέναντι σ’ αυτήν την ταξική διαστρωμάτωση, το “ταμπούρωμα” των Δικηγορικών Συλλόγων πίσω από μια λογική Επιστημονικής Ανεξαρτησίας, ότι, εδώ πέρα δηλαδή, το βασικό ζήτημα είναι το ζήτημα της Επιστημονικής Ανεξαρτησίας, η οποία Ανεξαρτησία είναι κατάκτηση, αλλά έχει γίνει ένα πρόσχημα, προκειμένου να υπάρχει μια ζούγκλα εργασιακή για τους νέους Συναδέλφους και τις νέες Συναδέλφισσες: έχει οδηγήσει στο ότι, αυτήν τη στιγμή, ένας νέος Επιστήμονας πρέπει να δεχτεί ότι θα μπει στην αγορά εργασίας με χειρότερους όρους από έναν νέο εργάτη ή εργάτρια. Δηλαδή, αυτό, το οποίο, για έναν νέο εργάτη και μια νέα εργάτρια, είναι δεδομένο, ότι έχω έναν κατώτατο μισθό, υπάρχει εν πάση περιπτώσει μια Εθνική Συλλογική Σύμβαση με όλες τις καταρρεύσεις που έχουν γίνει του Εργατικού δικαίου, ο νέος Επιστήμονας και η νέα Επιστημόνισσα δεν το έχει σαν δεδομένο. Και ο λόγος για τον οποίο δεν το έχει σαν δεδομένο, είναι, ότι απέναντί του, του επισείεται, ότι “εσύ είσαι Επιστημονικά ανεξάρτητος”, “πως είναι δυνατόν να είσαι Επιστημονικά ανεξάρτητος και να θέλεις να έχεις τις πρόνοιες του Εργατικού δικαίου”; Και θεωρούμε, ότι αυτό είναι μια τεράστια διαστροφή. Δεν είναι δυνατόν να ξεκινάμε, να χρησιμοποιείται η Επιστημονική ανεξαρτησία που είναι όντως μια κατάκτηση, την οποία θα πρέπει να την προασπίσουμε οτιδήποτε και να γίνει – το τι σημαίνει ότι ο Δικηγόρος είναι Ανεξάρτητος – στο ότι υπάρχει μια εργασιακή ζούγκλα.
Αυτή η εργασιακή ζούγκλα ξεκινάει από την κατάσταση του Ασκούμενου. Και για εμάς, το βασικό πρόβλημα της κατάστασης του Ασκούμενου είναι ότι είναι μια πρώτη μαθητεία του Δικηγόρου, του νέου Δικηγόρου και της νέας Δικηγόρου, ότι θα είναι σ’ αυτό το επάγγελμα με όρους αναξιοπρεπείς. Οι δεκαοκτώ μήνες μαθητείας και άσκησης του Δικηγορικού επαγγέλματος είναι μήνες μαθητείας στην αναξιοπρέπεια, είναι μήνες μαθητείας στην “τσάμπα δουλειά”, είναι μήνες μαθητείας στο “ΣΚΛΑΒΟΠΑΖΑΡΟ”. Κι άρα, αυτού την τύπου την μαθητεία δεν είναι δυνατόν να τη δεχτούμε. Αν δεν είναι δυνατόν, αν δεν μπορούμε να προσφέρουμε μια ρύθμιση στον κόσμο, ο οποίος μπαίνει στο επάγγελμα, αν δεν μπορούμε να ρυθμίσουμε το συγκεκριμένο πεδίο, τότε η μαθητεία, αυτού του τύπου η άσκηση, θα πρέπει να καταργηθεί. Αυτή είναι η δική μας τοποθέτηση και είναι τοποθέτηση από θέση αρχής, αν δεν υπάρξει η δυνατότητα ρύθμισης.
Από την άλλη πλευρά, εμείς θέλουμε να υπάρξει ρύθμιση, γιατί πραγματικά υπάρχει ο νόμος έτσι όπως είναι και θα πρέπει να συζητήσουμε για το τι θα λέει ο καινούργιος Κώδικας Δικηγόρων. Το ζήτημα, είναι, πως ρυθμίζουμε έστω, τουλάχιστον με μια δικιά μας απόφαση σήμερα τα πράγματα. Εμείς λοιπόν, θεωρούμε, ότι θα πρέπει να υπάρξουνε μια σειρά από πρόνοιες. Η πρώτη πρόνοια, είναι σε σχέση με το μισθό και θεωρούμε, ότι ο μισθός, η αποζημίωση, θα πρέπει να τίθεται σε συνάρτηση με το μισθό του κατώτατου εργάτη. Θεωρούμε ότι θα πρέπει να υπάρχει μια τέτοιου τύπου σύνδεση και δεν θα πρέπει να μας φοβίζει αυτού του τύπου η σύνδεση. Και άρα το ζήτημα του κατώτατου μισθού. Το δεύτερο, είναι η εισφορά, η οποία, θα πρέπει να πληρώνεται, η εισφορά της υγείας, από τον Εργοδότη. Το τρίτο, είναι το ζήτημα του ωραρίου, το οποίο, μπαίνει προφανέστατα, ως ανώτατο. Δεν μπαίνει γιατί, θα έχει ο Δικηγόρος ωράριο; Προφανέστατα, θα πρέπει να προασπίσουμε την Επιστημονική Ανεξαρτησία του Δικηγόρου, τη δυνατότητά του να έχει δικούς του πελάτες, να βλέπει τη δική του πελατεία. Να μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να καθορίζει τις δουλειές του. Αλλά, θα πρέπει να ρυθμίσουμε ένα ανώτατο όριο του τι σημαίνει ωράριο, πέρα από το οποίο θα πρέπει να ισχύουν οι όροι της υπερωρίας, της υπερεργασίας κατ’ αναλογίαν εφαρμογής των διατάξεων του Εργατικού δικαίου. Τέταρτον, το ζήτημα των ημερών άδειας και όλων των ρυθμίσεων γύρω από την άδεια και της αποζημίωσης απόλυσης. Θεωρούμε, ότι αυτά, θα πρέπει να τα ζητήσουμε και ως Νομοθετική κατοχύρωση. Θα πρέπει, δηλαδή στην Επιτροπή για τον Κώδικα Δικηγόρων, τη Νομοπαρασκευαστική, να θέσουμε αυτές τις απόψεις.
Την ίδια στιγμή, θα πρέπει να τα πάρουμε απόφαση σήμερα εδώ, σαν Δικηγορικός Σύλλογος και θα πρέπει να τα περιφρουρήσουμε με Πειθαρχικές διαδικασίες, δεν γίνεται διαφορετικά. Θα πρέπει με κάποιον τρόπο να αρχίσουμε να δημιουργούμε ένα καλό παράδειγμα, το τι σημαίνει, ότι ο Ασκούμενος είναι ένας εργαζόμενος, ο οποίος, έχει δικαιώματα και θα πρέπει ο ίδιος να μπορεί να στραφεί προς το Σύλλογο και να τα προασπίσει, να προασπίσει τις συγκεκριμένες πρόνοιες. Ξέρω ποιο είναι το αντεπιχείρημα. Το αντεπιχείρημα είναι, ότι, άμα το ρυθμίσουμε το συγκεκριμένο πράγμα πάρα πολύ, τότε, θα έχουμε πρόβλημα: πως είναι δυνατόν να βρίσκονται θέσεις για άσκηση; Αν υπάρχει τέτοιου τύπου πρόβλημα, τότε, δεν μπορούμε να μιλάμε για τη συνέχιση του καθεστώτος της άσκησης. Αν δηλαδή, αυτήν τη στιγμή σ’ ένα παντελώς αρρύθμιστο πεδίο, θεωρούμε ότι, το να βάλουμε πεδία ρύθμισης, το να βάλουμε διατάξεις ρύθμισης σ’ αυτό το πράγμα, θα σημάνει ότι δεν είναι δυνατόν, να λειτουργήσει το καθεστώς, καλύτερα να καταργηθεί το καθεστώς της άσκησης, παρά να μιλάμε για οτιδήποτε άλλο. Δηλαδή, εγώ ακούω πάρα πολύ αρνητικά το αντεπιχείρημα, το οποίο, λέει, ότι όσο περισσότερο το ρυθμίσεις… Σ’ ένα παντελώς αρρύθμιστο πεδίο θα φοβηθούμε τη ρύθμιση; Είναι σαν να έχεις, ας πούμε, ένα καθεστώς, στο οποίο, γίνονται χιλιάδες εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης ή οτιδήποτε και εσύ λες, ότι, θα βάλουμε τώρα ρύθμιση, “θα ποινικοποιήσουμε το φλερτ;”. Αυτό είναι δηλαδή το ζήτημα; Είναι πρόβλημα υπέρ-ρύθμισης, αυτό το οποίο έχουμε, αυτό με το οποίο είμαστε αντιμέτωποι; Δεν το πιστεύουμε καθόλου αυτό. Πέραν από αυτήν την άποψη, από εκεί θα πρέπει να ξεκινάει μια εκμάθηση και μια πραγματική μαθητεία των νέων Συναδέλφων και των νέων Συναδελφισσών, ότι μπαίνουν σ’ ένα επάγγελμα, στο οποίο θα έχουνε εργασιακές κατακτήσεις.
Όσον αφορά τους νέους Συναδέλφους και τις νέες Συναδέλφισσες, τους νέους Δικηγόρους πλέον, αν και δεν είναι θέμα της παρούσας εισήγησης και του παρόντος θέματος που συζητάμε, θεωρούμε ότι το άρθρο 48 είναι το πιο σκανδαλώδες άρθρο, που έχει υπάρξει στον Κώδικα Δικηγόρων. Το άρθρο, δηλαδή, του Συνεργάτη, το οποίο, στην πραγματικότητα αφήνει παντελώς αρρύθμιστο το πεδίο, προκειμένου πραγματικά να υπάρχει “ΣΚΛΑΒΟΠΑΖΑΡΟ” στα Δικηγορικά γραφεία και στις Δικηγορικές Εταιρείες πρέπει να καταργηθεί. Πρέπει να καταργηθεί, να υπάρξουν οι διατάξεις της Έμμισθης εντολής, μέχρι να υπάρξει μια καινούργια ρύθμιση στον Κώδικα Δικηγόρων, όπου πραγματικά υπάρχουν παραδείγματα Κωδίκων Δικηγόρων στο εξωτερικό – και ο Γαλλικός και ο Ισπανικός – όπου προβλέπεται ακόμα και σύμβαση. Όπου υπάρχει παραπομπή στην υπογραφή σύμβασης, προκειμένου να ρυθμιστεί το ζήτημα των Δικηγόρων, οι οποίοι δρούνε με εξαρτημένη, εντός εισαγωγικών, εργασία και θα πρέπει να τα δούμε αυτά τα πράγματα και να μην τα φοβηθούμε προασπίζοντας ταυτόχρονα την Επιστημονική Ανεξαρτησία του Δικηγορικού επαγγέλματος.
Εμείς, μια τέτοιου τύπου πρόταση, μια τέτοιου τύπου ρύθμιση, είμαστε διατεθειμένοι να την ψηφίσουμε, παρότι έχουμε σαν θέση αρχής την τοποθέτηση, ότι αυτήν τη στιγμή με τον τρόπο, με τον οποίο είναι τα πράγματα, το συγκεκριμένο καθεστώς θα πρέπει να καταργηθεί.