Η Εναλλακτική Παρέμβαση στις εκλογές του ΔΣΑ

Νοέμβριος 2021

Ημερομηνία:

Μοιραστείτε:

Ίση αμοιβή για ίση εργασία και κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού της άσκησης (του Γ. Βλάχου)

Ίση αμοιβή για ίση εργασία και κατάργηση της άσκησης. Ορισμένοι στόχοι για την εξάλειψη του αναχρονιστικού θεσμού της δικηγορικής άσκησης (του Γιώργου Βλάχου)

Τις τελευταίες εβδομάδες είναι στην ατζέντα του δικηγορικού συλλόγου της Αθήνας ευτυχώς το μεγάλο ζήτημα των όρων εργασίας των ασκούμενων συναδέλφων. Φαίνεται να έχει γίνει πια κατανοητό ότι οι εξευτελιστικοί μισθοί και οι απίθανες συνθήκες εργασίας των νέων μας συναδέλφων έχουν φτάσει σε σημείο μη επιστροφής.

Το βασικό σημείο διεκδίκησης για τους ασκούμενους συναδέλφους, και το επάγγελμα εν γένει, από τη δική μας πλευρά είναι ένα καθεστώς όπου η μοναδική νόμιμη και τυπική προϋπόθεση για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος θα είναι η απόκτηση τίτλου σπουδών από Νομική Σχολή. Χωρίς οποιοδήποτε ενδιάμεσο στάδιο είτε χρονικό είτε εξεταστικό. Δηλαδή το πτυχίο της Νομικής Σχολής να κατοχυρώνει ένα άμεσο επαγγελματικό δικαίωμα, που τυπικά θα είναι το δικαίωμα εγγραφής σε οποιονδήποτε δικηγορικό σύλλογο και συνακόλουθα το δικαίωμα έναρξης επαγγελματικής δραστηριότητας.

Η θέση αυτή στηρίζεται στην αρχή της ελευθερίας επιλογής επαγγέλματος. Οπωσδήποτε η «αγορά» και οι συνθήκες εργασίες κρίνουν εν τέλει κατά ποσό αυτή η επιλογή είναι αποδοτική για τον καθένα, ωστόσο από τη δική μας πλευρά οφείλουμε να διεκδικούμε κάθε απόφοιτος να έχει αυτή τη δυνατότητα, να διαλέξει μόνος του τι θα (ξεκινήσει να) κάνει.

Αυτό το σημείο διεκδίκησης είναι ο ένας δρόμος ο οποίος οδηγεί στη θέση για την αναγκαιότητα κατάργησης του θεσμού της άσκησης στο δικηγορικό επάγγελμα.

Ο δεύτερος δρόμος που μας οδηγεί στη διεκδίκηση της κατάργησης του θεσμού της άσκησης είναι η ίδια η πραγματικότητα και οι συνθήκες εργασίας των συναδέλφων κατά τη διάρκεια αυτού του θεσμού.

Και μόνο το γεγονός ότι ο θεσμός αυτός παραμένει επί εκατό χρόνια αρρύθμιστος νομοθετικά επιβεβαιώνει αυτό που είναι προφανές στην πραγματική ζωή. Ότι δηλαδή η εργασία του ασκούμενου δικηγόρου είναι μια κακοπληρωμένη, αν όχι απλήρωτη, εκμετάλλευση της εργασιακής του δύναμης. Χωρίς να συζητάμε για τις ιδιαίτερες συνθήκες που συναντούν οι συνάδελφοι σε προσωπικό επίπεδο στα γραφεία που εργάζονται. Δεν μπορεί, λοιπόν, παρά να είναι θέση μας ότι δεν μπορούμε να συναινούμε σε έναν θεσμό, ο οποίος, πέραν των άλλων, θεμιτοποιεί τις παραπάνω συνθήκες.

Πρέπει όμως να κάνουμε ορισμένες παραδοχές σχετικά με την «άσκηση».

Είναι αναγκαία η «άσκηση» για την απόκτηση πραγματικών (όχι νομικών/τυπικών) δεξιοτήτων για την ενασχόληση με το δικηγορικό επάγγελμα; Η απάντηση είναι όχι. Ό,τι μαθαίνει κανείς στην άσκηση μπορεί να το μάθει και ως επαγγελματίας. Εξάλλου ο χρόνος της άσκησης είναι τόσος που ούτως ή άλλως ο ασκούμενος έρχεται σε επαφή με ένα μέρος μόνο της επαγγελματικής δραστηριότητας του δικηγόρου, είτε ως προς τα αντικείμενα είτε ως προς τη διαχείριση των υποθέσεων. Επίσης, σε πλείστες περιπτώσεις η σχέση εργοδότη-ασκούμενου κατά τη διάρκεια της άσκησης είναι τέτοια που προσφέρει ελάχιστα στον ασκούμενο. Σε καλύτερη περίπτωση, προσφέρει επαφή με περιορισμένα αντικείμενα. Οι διάφορες όψεις του δικηγορικού επαγγέλματος και η διαδοχή των υποθέσεων, επίσης, συνιστούν ούτως ή άλλως μία διαδικασία συνεχούς «κατάρτισης», που ποτέ δεν είναι στάσιμη. Και για πολλούς ακόμη λόγους, δεν μπορεί παρά να καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η περίοδος άσκησης τελικά δεν σχετίζεται με την απόκτηση κάποιων «μίνιμουμ» δεξιοτήτων για την πραγματική ενασχόληση με τη δικηγορία. Συμπερασματικά, διάνοια δεν μπορεί να λεχθεί ότι η περίοδος της άσκησης προσφέρει κάτι περισσότερο απ’ ό,τι θα προσέφερε η απευθείας μετά το πτυχίο είσοδος στο επάγγελμα.

Έπειτα, ποιο νόημα έχουν οι εξετάσεις μετά την ολοκλήρωση του 18μήνου της άσκησης για την είσοδο στον εκάστοτε δικηγορικό σύλλογο, είτε πανελλαδικές είτε όπως αλλιώς; Θεωρητικά, για τους απολογητές τους, οι εξετάσεις πιστοποιούν την επάρκεια των γνώσεων του υποψήφιου δικηγόρου ώστε να μπορεί να ασκήσει το επάγγελμα. Τι ποιο άσχετο από την πραγματικότητα; Ο ασκούμενος που έκανε 18 μήνες σε ένα δικηγορικό γραφείο ασχολούμενο με εργατικό δίκαιο πιθανότατα δεν έχει επαφή μετά από 18 μήνες με την ποινική δικονομία κ.ο.κ.. Αλλά ακόμη και σε όχι τόσο εξόφθαλμες περιπτώσεις, όταν φτάνει η ώρα των εξετάσεων, γίνεται προφανές ότι οι συνθήκες δουλειάς μετά από 18-20 μήνες δεν μπορούν να αποτυπωθούν σε μία διαδικασία εξέτασης σε μαθήματα. Ούτε έχει και νόημα για το δικηγορικό επάγγελμα. Ούτε εξασφαλίζει κάποια δήθεν επάρκεια. Λάθη θα γίνονται και μετά από 40 χρόνια δικηγορίας. Πόσο μάλλον αντιδεοντολογικές συμπεριφορές.

Την εικόνα για το αν είναι και για ποιον αναγκαίος ο θεσμός της άσκησης σήμερα τη δίνουν οι τοποθετήσεις της μερίδας εκείνης των συναδέλφων οι οποίοι ως κύριο πρόβλημα του δικηγορικού κλάδου τα τελευταία 100 χρόνια ανακηρύσσουν τον πληθωρισμό συναδέλφων. Η επιχειρηματολογία τους παραμένει απαράλλακτη ότι πρέπει το δικηγορικό επάγγελμα να είναι κλειστό, να ασκείται από ορισμένο ή έστω περιορισμένο αριθμό επαγγελματιών και αυτοί που εισέρχονται σε αυτό να μειωθούν δραστικά σε αριθμό με οποιοδήποτε τρόπο.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή είναι μία ελιτίστικη, συντεχνιακή και ταξικά μεροληπτική αντίληψη. Ξεκινάει από τη θέση ότι ο ρόλος του δικηγόρου ως ενδιάμεσου μεταξύ κράτους πολίτη και ως αναγκαίου μοχλού για τη διεκπεραίωση υποθέσεων αστικών, διοικητικών, ποινικών και άλλων, είναι ένα εργαλείο προς αξιοποίηση για τη δημιουργία μίας κοινωνικής ομάδας με χαρακτηριστικά ελίτ. Αυτή η προνομιακή οπτική οδηγεί χωρίς άλλο σε δύο θέσεις ως την απόκτηση του επαγγελματικού δικαιώματος του δικηγόρου: αφενός, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποδίδεται επαγγελματικό δικαίωμα στον απόφοιτο απευθείας, αφετέρου, όσο πιο πολλά φίλτρα τόσο το καλύτερο.

Για τη λογική αυτή η περίοδος της άσκησης δεν απλώς αναγκαία ως φίλτρο, αλλά είναι και ανεπαρκής. Γι’ αυτό και οι θιασώτες αυτής της λογικής δεν παύουν να εφευρίσκουν κάθε είδους φίλτρα, ούτως ώστε οι απόφοιτοι των νομικών σχολών και να αποτρέπονται να μπουν στο στίβο του δικηγορικού επαγγέλματος, οι ίδιοι οι δικηγόροι να εξωθούνται από αυτό και η δικηγορική εργασία να συγκεντρώνεται με ενός είδους «μονοπωλιακό» τρόπο σε κατεστημένα γραφεία. Οπωσδήποτε η λογική αυτή συνάδει και είναι παράλληλη με μια γενικότερη αντίληψη για την απομάκρυνση/αύξηση του κόστους της διαδικασίας της απονομής δικαιοσύνης για την πλειοψηφία των πολιτών.

Εξάλλου μόνο με την παραπάνω λογική μπορεί να ερμηνευθεί η παραδοξότητα να υπάρχει και χρονικό διάστημα 18μήνου υποχρεωτικής «μαθητείας» και εξετάσεις (και κάποτε υπήρχαν και «υποχρεωτικές» παραστάσεις). Αν δηλαδή είναι αναγκαία η περίοδος της άσκησης για να «μάθει» ο ασκούμενος το επάγγελμα στην πρακτική του εφαρμογή, γιατί να δίνει και εξετάσεις στη θεωρία, ξανά μετά τα 40-50 μαθήματα του πτυχίου.

Από την άλλη πλευρά λοιπόν, η θέση για την αναγκαιότητα κατάργησης του θεσμού της άσκησης πρέπει να μας οδηγεί με ευθύ τρόπο να απορρίπτουμε κάθε «υποχρεωτικότητα» στην άσκηση. Αυτή, παλιότερα, πέραν του 18μήνου και των εξετάσεων, έπαιρνε τη μορφή και των «40 υποχρεωτικών παραστάσεων», θεσμός τόσο γελοίος που καταργήθηκε ακριβώς επειδή είχε γελοιοποιηθεί. Σήμερα η «υποχρεωτικότητα» έχει ενισχυθεί με την αύξηση των εξεταζόμενων μαθημάτων και τα συνεχή περιστατικά σκλήρυνσης της επιτήρησης. Και συζητείται τα τελευταία 6-7 χρόνια στους κύκλους των ηγεσιών των Συλλόγων η ακόμη μεγαλύτερη σκλήρυνση του ρυθμιστικού πλαισίου της άσκησης. Έχει προταθεί αυτή να συνοδεύεται από υποχρεωτικά σεμινάρια με ενδιάμεσες εξετάσεις, με υποχρεωτική εργασία σε δικηγορικά γραφεία κ.λπ. στην περίοδο του 18μηνου και όχι εικονική έκτιση του χρόνου, αύξηση του χρόνου άσκησης στα 2 έτη κ.α.. Ταυτόχρονα, οι ίδιοι κύκλοι οραματίζονται και «πιστοποιήσεις δικηγορικών δεξιοτήτων» ακόμη και για ήδη δικηγόρους, σε τομείς δικαίου, επαγγελματικά αντικείμενα κ.α., που θα αποκλείουν μη «πιστοποιημένους» από την ενασχόληση με αυτά, ή ακόμη και εξετάσεις για την προαγωγή από πρωτοδίκαις σε εφέταις και Α.Π.. Καθώς και άλλα πολλά για τη ριζική αναμόρφωση του κλάδου.

Έχοντας τα παραπάνω υπόψη λοιπόν πρέπει να κρίνουμε τι είναι το πλέον αναγκαίο για τους ασκούμενους συναδέλφους σήμερα, παράλληλα με τη διεκδίκηση της κατάργησης του θεσμού και της απόδοσης επαγγελματικού δικαιώματος δικηγόρου στον πτυχιούχο Νομικής. Συνεπώς το πλαίσιο των διεκδικήσεών μας για τους ασκούμενους συναδέλφους στη σημερινή συγκυρία πρέπει να εμφορείται από τις αφετηριακές θέσεις ότι όσο περισσότερη ελευθερία στις επιλογές του αποφοίτου νομικής, τόσο το καλύτερο, όσο καλύτερες οι θεσμισμένες συνθήκες για τον ασκούμενο τόσο το καλύτερο, μέχρι την κατάργηση του θεσμού.

Πρώτα απ’ όλα είναι η ελευθερία επιλογής. Όποιος έχει εγγραφεί ως ασκούμενος πρέπει να μπορεί να επιλέξει ο ίδιος αν θα εργαστεί ως ασκούμενος κατά τη διάρκεια του 18μήνου ή όχι, χωρίς να επηρεάζει η επιλογή αυτή τη διάνυση του 18μήνου. Επί της ουσίας η ελευθερία αυτή υπάρχει σήμερα και πρέπει να τη διαφυλάξουμε. Θα ήταν αντιφατικό από τη μία πλευρά να διεκδικούμε την κατάργηση της άσκησης επειδή είναι ένας άχρηστος και εκμεταλλευτικός θεσμός και από την άλλη να δεχθούμε υπό οποιαδήποτε συνθήκη να είναι υποχρεωτική η πραγματική παροχή εργασίας ασκούμενου για την απόκτηση επαγγελματικού δικαιώματος δικηγόρου. Τυχόν αποδοχή οποιασδήποτε μορφής υποχρεωτικότητας σε σχέση με το θεσμό της άσκησης σήμερα, όπου ήδη είναι υποχρεωτική η έκτιση του 18μήνου και οι εξετάσεις (χωρίς να είναι απαραίτητο να αποδεικνύονται παραστάσεις ή πραγματική εργασία), θα δικαίωνε ακριβώς ολόκληρο το πλαίσιο της κατεστημένης λογικής: ότι οι απόφοιτοι νομικής «δεν ξέρουν» και μόνο μέσω της άσκησης θα «μάθουν», ότι υπάρχει πληθωρισμός στο επάγγελμα και άρα πρέπει να υπάρχουν φίλτρα, ότι πρέπει να πιστοποιούνται αν αποκτήθηκαν δεξιότητες στο 18μηνο με εξετάσεις, ότι είναι θεμιτό να υπάρχει σε αυτόν τον επαγγελματικό κλάδο μία περίοδος όπου θα παρέχεται εργασία ίσης αξίας με αυτή του δικηγόρου αλλά όχι ίσης αμοιβής κ.ο.κ..

Έπειτα, για τους ασκούμενους συναδέλφους που επιλέγουν να εργαστούν και να εκτίσουν το 18μηνο πρέπει να διεκδικούμε υποχρεωτική κατώτατη αμοιβή, σε όλη την χώρα. Η αμοιβή πρέπει να καθορίζεται με βάση την αξία της εργασίας και με δεδομένο ότι ο ασκούμενος είναι ήδη απόφοιτος πανεπιστημιακής σχολής, και ενδεχομένως κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου. Η παλαιότερη σύνδεση της αμοιβής του ασκούμενου με αυτή του έμμισθου δικηγόρου του Δημοσίου κινούνταν στη σωστή κατεύθυνση ως ρύθμιση. Το αίτημα σήμερα για κατώτατη αμοιβή 600 ευρώ καθαρά είναι δίκαιο αίτημα, κι όμως το ποσό αυτό είναι χαμηλό με τις σημερινές συνθήκες. Μαζί με την κατώτατη αμοιβή, απολύτως κρίσιμη είναι και η κατοχύρωση κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων, αποζημίωση σε περίπτωση καταγγελίας της σχέσης, υποχρέωση προειδοποίησης κ.ο.κ..

Ταυτόχρονα, επειδή η χρονική περίοδος του θεσμού της άσκησης ακολουθεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, αμέσως μετά το πανεπιστήμιο, πρέπει να διεκδικούμε και ευνοϊκές ρυθμίσεις για όσους συναδέλφους ακολουθούν και μεταπτυχιακές σπουδές, όπως π.χ. υποχρεωτικές σχετικές άδειες για την εξεταστική κ.ο.κ..

Αντίστοιχα, προκύπτει το ερώτημα των ωρών εργασίας. Είναι σαφές ότι για κάποιον που αμείβεται με μισθό, οι ώρες εργασίας του πρέπει να αντιστοιχούν σε αυτόν. Δεν είναι δυνατόν όποιος αμείβεται με μισθό να έχει τις ίδιες ώρες εργασίας με αυτόν που αμείβεται με βάση τη χρέωση της εργασίας του αυτελώς ή χρονοχρέωση. Πρέπει να ισχύει η αρχή ίση αμοιβή για ίση εργασία και στο επίπεδο αυτό, επομένως τα 600 ευρώ ή όποιο ποσό κατώτατης αμοιβής πρέπει να αντιστοιχούν σε ένα ανώτατο μηναία χρόνο εργασίας. Κάθε παραπάνω χρόνος εργασίας πρέπει να αμείβεται ανάλογα.

Οι παραπάνω είναι ορισμένες ελάχιστες κατοχυρώσεις για τους ασκούμενους συναδέλφους ώστε αυτοί να μπορούν να ζήσουν από την εργασία τους και να μπορούν να έχουν, όσο το δυνατόν, τη δυνατότητα επιλογής μία επαγγελματικής σταδιοδρομίας.

Ωστόσο προκύπτει αναπόδραστα το ερώτημα του τρόπου εφαρμογής τέτοιου είδους ρυθμίσεων.

Στο βαθμό που αφενός το δικηγορικό επάγγελμα ρυθμίζεται νομοθετικά και αφετέρου οργανώνεται με βάση τα νπδδ Δικηγορικοί Σύλλογοι, είναι σαφές ότι μπορεί να διεκδικηθεί παράλληλη κατοχύρωση. Από τη μία πλευρά πρέπει να διεκδικηθεί νομοθετική κατοχύρωση στον Κώδικα Δικηγόρων των παραπάνω προτεινόμενων ρυθμίσεων, έστω και με παραχώρηση αρμοδιότητας στους Συλλόγους ως προς τα ποσοτικά μεγέθη. Από την άλλη πλευρά, οι δικηγορικοί σύλλογοι έχουν τη δυνατότητα ακόμη και χωρίς νομοθετική παρέμβαση να ρυθμίσουν τα του οίκου τους. Άλλωστε και η δική μας παρέμβαση σε αυτούς πρέπει να στοχεύει πρώτα απ’ όλα.

Οι δικηγορικοί σύλλογοι και τα πανελλαδικά τους όργανα έχουν την αρμοδιότητα να αποφασίσουν μέτρα για την κατοχύρωση των εργασιακών συνθηκών των ασκούμενων, είτε με αποφάσεις δ.σ. είτε, ακόμη καλύτερα, με αποφάσεις γ.σ.. Το ερώτημα είναι κατά πόσον οι Σύλλογοι θα υπερβούν τη συντεχνιακή αντίληψη, όπως παραπάνω περιγράφηκε, και θα ρυθμίσουν τα δικαιώματα του ασκούμενου ως υποχρεώσεις του εργοδότη δικηγόρου, και σε περίπτωση μη τήρησης ως πειθαρχικά ελεγκτέες παραβάσεις.

Ήδη υφίστανται στους συλλόγους οι Επιτροπές Ασκούμενων, έχοντας όμως έναν μόνο στενό γραφειοκρατικό χαρακτήρα. Πρέπει να διεκδικούμε η Επιτροπή Ασκούμενων να ενισχυθεί σε προσωπικό (δηλαδή σε Συμβούλους), να τηρεί μητρώο και κυρίως να έχει το δικαίωμα να κάνει κανονικό έλεγχο, είτε μετά από καταγγελία είτε και δειγματοληπτικά, όπως αντίστοιχα η Επιθεώρηση εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Και όποιος εργοδότης δεν συμμορφώνεται με την όποια ρύθμιση ισχύει, θα υφίσταται πειθαρχική δίωξη.

Εν κατακλείδι, οφείλουμε να διεκδικούμε οι ασκούμενοι συνάδελφοι να αντιμετωπίζονται σήμερα (έστω και παρά το νόμο) από τους Συλλόγους ως ισότιμοι με τους εν ενεργεία δικηγόρους. Διότι οι ασκούμενοι συνάδελφοι αποτελούν ένα πολύ μαζικό και ζωντανό τμήμα του επαγγέλματος, είναι σκληρά εργαζόμενοι πάνω στο αντικείμενο και αντιμετωπίζουν εξίσου με όλους τις προκλήσεις της επαγγελματικής καθημερινότητας. Η κατάργηση της άσκησης θα είναι η δικαίωση αυτής της ανομολόγητης από πολλούς πραγματικότητας.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημοφιλή