Δικηγόροι στο αυτόφωρο – Ένα ακόμα ράπισμα και ένα ακόμα μήνυμα (του Κ. Παπαδάκη)
Η εγκύκλιος του Αντιεισαγγελέα Αρείου Πάγου κ. Δημήτριου Παπαγεωργίου (αριθμός. 2/13-1-2021) αποτελεί αναμφισβήτητα δικαίωση της καθολικής διαμαρτυρίας πολιτών, δικηγόρων, δικηγορικών συλλόγων και πολλών άλλων φορέων του νομικού και όχι μόνο κόσμου και της αξίωσής τους για σεβασμό του δικηγορικού λειτουργήματος από τις κατασταλτικές αρχές τουλάχιστον την ώρα που ασκείται, με αφορμή με τις πρόσφατες συλλήψεις δικηγόρων.
Τα κυριότερα θετικά σημεία της παραπάνω εγκυκλίου είναι συνοπτικά τα εξής :
1) Η κατηγορηματική πεποίθηση ότι εξακολουθεί να ισχύει και μετά την θέσπιση του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ΚΠΔ) η ειδική διάταξη του άρθρου 39 παρ. 3 του Κώδικα περί Δικηγόρων, (ν. 4194/2013) σύμφωνα με την οποία
“Δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία στα πλημμελήματα, που φέρεται να έχει διαπράξει δικηγόρος. Δικηγόρος που συλλαμβάνεται οποιαδήποτε ημέρα και ώρα δεν κρατείται, αλλά οδηγείται αμέσως ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών”.
Η έμφαση στο περιεχόμενο της διάταξης αυτής αποτελεί κατά την γνώμη μου την λυδία λίθο για την ερμηνεία των ελλείψεων της παραπάνω εγκυκλίου, που θα επισημανθούν μετά την εξάντληση των θετικών της σημείων.
2) Η έντονη επισήμανση της δυνατότητας που παρέχει στον εισαγγελέα το άρθρο 279 παρ. 1 Κ.Π.Δ. να αφήνει ελεύθερο τον συλληφθέντα ακόμα και με τηλεφωνική εντολή.
3) Η υπόμνηση στους εισαγγελείς ποινικής δίωξης του υπηρεσιακού καθήκοντος να βρίσκονται σε ετοιμότητα κάθε ώρα και κάθε μέρα εργάσιμη ή γιορτινή να δεχθούν τον συλληφθέντα δικηγόρο, που πρέπει να οδηγείται αμέσως ενώπιόν τους.
4) Η παραδοχή ότι ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου ως νομικού παραστάτη του πολίτη αναμφίβολα προσθέτει θετικά στοιχεία στην προσωπικότητά του, που πρέπει να αξιολογούνται κατά την παραπάνω διαδικασία.
5) Η διαφοροποίηση από τις προηγούμενες γνωμοδοτήσεις Εισαγγελέων Αρείου Πάγου (8/2011 και 1/2001) που δεν παρείχαν την δυνατότητα απελευθέρωσης του συλληφθέντος δικηγόρου με τηλεφωνική εντολή, αλλά μόνο μετά την προσαγωγή στον εισαγγελέα, ενώ περιέπλεκαν και την δυνατότητα προσαγωγής από την Εισαγγελέα Πρωτοδικών στον Εισαγγελέα Εφετών, η οποία συνέτεινε στην επιμήκυνση του χρόνου κράτησης.
Είναι προφανές ότι η εξαίρεση από την αυτόφωρη διαδικασία περιλαμβάνει και την «προδικασία» της αυτόφωρης διαδικασίας, παρά το ότι η εγκύκλιος εξαντλείται στην αναφορά της διαδικασίας μετά την προσαγωγή στον Εισαγγελέα (άρθρα 418 επ. ΚΠΔ).
Ωστόσο, η σύλληψη οποιουδήποτε προσώπου ιδιαζούσης ή μη δωσιδικίας για διάπραξη αυτόφωρου αδικήματος, περιλαμβάνει την διαδικασία των άρθρων 245 παρ. 2 ΚΠΔ, που έπεται στη σύλληψης και προηγείται της προσαγωγής στον εισαγγελέα. Αρα την αυτεπάγγελτη προανάκριση, η οποία περιλαμβάνει και την κλήση του συλληφθέντος δικηγόρου σε απολογία.
Η υποχρέωση της αστυνομίας να ειδοποιήσει αυτοστιγμεί τον Εισαγγελέα Υπηρεσίας Πρωτοδικών όμως την υποχρεώνει ταυτόχρονα να παραλείψει κάθε άλλη μη επείγουσα προανακριτική ενέργεια (σχηματισμός δικογραφίας, κλήση του συλληφθέντος σε απολογία κλπ). Αλλωστε αυτό δείχνουν οι διατυπώσεις της διάταξης του άρθρου 39 παρ. 4 του Κ.Δ. που η γνωμοδότηση επικαλείται :
α) «…..δεν ακολουθείται η αυτόφωρη διαδικασία» : Αναφέρεται στο σύνολο αυτής και όχι μόνο στο τι συμβαίνει μετά την προσαγωγή στον εισαγγελέα, αλλά και πριν από αυτήν.
β) «…δεν κρατείται, αλλά οδηγείται αμέσως ενώπιον του αρμοδίου Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών» : «Αμέσως» σημαίνει χωρίς την παρεμβολή οποιασδήποτε άλλης διαδικασία, ενώ η φράση δεν κρατείται υποδεικνύει εμφατικά και την παράλειψη κάθε προανακριτικής πράξη που στηρίζεται στην αυτόφωρη διαδικασία σε βάρος του εξαιρουμένου από αυτήν.
Τι νόημα άλλωστε θα είχε η σπουδή σχηματισμού «ολοκληρωμένης» δικογραφίας για μια υπόθεση που εξ ορισμού είναι βέβαιο ότι δεν επείγει αφού δεν επιτρέπεται, άρα δεν πρόκειται να δικαστεί στο αυτόφωρο την επόμενη μέρα ο κατηγορούμενος τον οποίον αφορά ;
Αλλά ακόμα και η διατύπωση του άρθρου 245 παρ. 2 ΚΠΔ, που υποχρεώνει την αστυνομία να ενημερώνει αμέσως τον εισαγγελέα στις περιπτώσεις που διενεργεί ανακριτικές πράξεις χωρίς εισαγγελική παραγγελία, συντείνει στην ερμηνεία αυτήν.
Η εγκύκλιος δεν διευκρινίζει εάν παρεπόμενες υποχρεώσεις που απορρέουν από την σύλληψη (π.χ. υποχρέωση σήμανσης άρθρου 27 Π.Δ. 342/1977) εφαρμόζονται τελικά και στα πρόσωπα, τα οποία αποκλείονται από την αυτόφωρη διαδικασία.
Ακόμα, ο συντάξας εισαγγελέας επισημαίνει ως παράδειγμα προς αποφυγή σύλληψης δικηγόρου την περίπτωση «καταμήνυσης δικηγόρου, που υποκρύπτει κίνηση αντιπερισπασμού εκ μέρους αντιδίκου του εντολέως του συλληφθέντος δικηγόρου, προκειμένου να αφοπλιστεί ο αντίπαλος του», περίπτωση που όμως συμβαίνει αρκετά σπάνια, εξαιτίας του ότι αυτού του είδους οι «κινήσεις αντιπερισπασμού» προϋποθέτουν νομικό σχεδιασμό από άλλους δικηγόρους και ευτυχώς τέτοιοι πολλοί δικηγόροι δεν υπάρχουν.
Αντίθετα, στην πλειονότητα των περιπτώσεων συλλήψεων δικηγόρων που σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων τους (η κατά κυριολεξία γίνεται ακριβώς επειδή τα ασκούν), αυτουργός του σχεδιασμού είναι πάντα οι κατασταλτικές αρχές και οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι. Αυτοί είναι που διαθέτουν την πολυτέλεια της σώρευσης και σχεδιαστικών και εκτελεστικών λειτουργιών και μηχανισμών εν ταυτώ. Και τους ενεργοποιούν όταν ενοχλούνται από την άσκηση των δικηγορικών καθηκόντων διότι θέλουν να τα αποδυναμώσουν για μην αποκρούονται οι αυθαιρεσίες τους. Σύσταση όμως τέτοια προς τους αστυνομικούς όμως δεν διατυπώνεται από τον ποινικό προϊστάμενό τους.
Δοθείσης ευκαιρίας, θα πρέπει να επισημανθεί, ότι η θέσπιση της ρύθμισης ιδιάζουσας δωσιδικίας για τους δικηγόρους, καθώς και άλλα πρόσωπα που κατονομάζονται στο άρθρο 111 παρ. 6 ΚΠΔ και 39 παρ. 4 Κώδικα Δικηγόρων (δικαστές και εισαγγελείς κυρίως) δεν αποτελεί, όπως εσφαλμένα πολλοί νομίζουν, προνομιακή μεταχείριση υπέρ των προσώπων αυτών, αλλά σίγουρα δυσμενή, διότι αποκαθιστά την αναλογία της ισορροπίας της ποινικής τους αντιμετώπισης, αφού τους επιβάλλει να κρίνονται ακόμα και για ήσσονα αδικήματα από δικαστικούς λειτουργούς μείζονος (μέγιστης σε βαθμίδα δικαιοδοσίας ουσίας) κατά τεκμήριο συγκρότησης και εμπειρίας και έτσι να αποφεύγονται περιπτώσεις εσφαλμένων αθωωτικών αποφάσεων, εξαιτίας της τυχόν υπεροχής των νομικών γνώσεων των προσώπων αυτών ως κατηγορουμένων απέναντι σε μικρότερης βαθμίδας δικαστές.
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω η σχολιαζόμενη εγκύκλιος και όπου ακόμα δεν το διατυπώνει ρητά αποκαθιστά σε σημαντικό βαθμό και με πληρότητα την νομική τάξη των πραγμάτων, ανατέμνει τις ισχύουσες διατάξεις στον χρόνο, εξαντλεί τις πηγές της θεωρίας και αρθρογραφίας που μνημονεύει και επιτάσσει έστω και όχι πανηγυρικά τον σεβασμό με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζεται ο δικηγόρος από τις δημόσιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων του. Αποδίδει την ιδιαίτερη αξία του θεσμικού και κοινωνικού ρόλου των δικηγόρων που αντανακλά τον σεβασμό στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των πολιτών που εκπροσωπεί και υπερασπίζεται και τη νομική υποχρέωση όλων των Αρχών να τον σέβονται, από την οποία υποχρέωση απορρέει και η απαγόρευση σύλληψης δικηγόρου εξαιτίας της άσκησης των καθηκόντων του.
Αποτελεί ένα ακόμα ράπισμα στην χωρίς φραγμούς και όρια κατασταλτική μανία του Υπουργείου «Προστασίας του Πολίτη» που οδήγησε πρόσφατα στα γεγονότα που αποτέλεσαν την αφορμή για την έκδοσή της.
Και ένα ακόμα μήνυμα ότι κανένας αγώνας δεν πάει χαμένος. Οι δικηγόροι μένουν όρθιοι απέναντι στην καταστολή και τις αυθαιρεσίες. Έστω και με τίμημα τη σύλληψή τους.
Αλλωστε, όπως λέει και ο ποιητής «αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, πως θα γενούνε τα σκοτάδια φώς ;»
n