Η Εναλλακτική Παρέμβαση στις εκλογές του ΔΣΑ

Νοέμβριος 2021

Ημερομηνία:

Μοιραστείτε:

Η εισαγγελική παρέμβαση για Πολάκη: ένα ακόμη επεισόδιο προς το δυστοπικό κράτος των υποκλοπών (της Αν. Σταυροπούλου)

Η εισαγγελική παρέμβαση για την ανάρτηση Πολάκη είναι ένα ακόμη επεισόδιο στην πραγμάτωση του δυστοπικού κράτους των υποκλοπών (της Αναστασίας Σταυροπούλου)

Με αστραπιαία ταχύτητα η Εισαγγελία κινήθηκε για να εκκινήσει προκαταρτική έρευνα μια μία ανάρτηση εν ενεργεία βουλευτή στο facebook. Στον αντίποδα, από το 2019 έχει καταγγελθεί, και από το καλοκαίρι έχει ομολογηθεί ότι παρακολουθούνται με παράνομα μέσα πολιτικά πρόσωπα και δημοσιογράφοι και η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου έχει κυρίως απασχοληθεί με όσους το δημοσιοποίησαν. Η ίδια δικαιοσύνη έφτασε στο σημείο να εμποδίζει την έρευνα για την αποκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών με την Γνωμοδότηση Ντογιάκου.

Είναι πασίγνωστο ότι ο Π. Πολάκης είναι από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που υπηρέτησαν και εκπροσώπησαν μέχρι τέλους τη μνημονιακή προσαρμογή και τη συνθηκολόγηση του 2015. Αυτό σημαίνει ότι υπό καμία εκδοχή δεν μπορεί να εκπροσωπεί μια πολιτική επικίνδυνη ή ανατρεπτική για το σύστημα.

Αυτό σημαίνει πολλά για την εισαγγελική παρέμβαση που εκκίνησε προκαταρτική εξέταση σε βάρος του για ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με υποτιθέμενα αδικήματα της «διέγερσης πολιτών σε διάπραξη εγκλημάτων» και της «βίας κατά δικαστικών λειτουργών». Αδικήματα ανύπαρκτα φυσικά, αφού απλή ανάγνωση της ανάρτησης προκύπτει ότι δεν διεγείρεται ούτε προκαλείται κανείς αναγνώστης σε οποιοδήποτε αδίκημα, και φυσικά ουδεμία πράξη βίας υπάρχει.

Σημαίνει ότι ο αναβαπτισθείς από την τετραετία Μητσοτάκη κρατικός μηχανισμός δεν ανέχεται πλέον ούτε την πιο συστημική, εντός του μνημονιακού πλαισίου, αντιπολίτευση. Και ότι το κυβερνών κόμμα έχει καταστήσει την δικαιοσύνη εξάρτημα των πολιτικών και προεκλογικών του σχεδιασμών.

Αυτές οι εξελίξεις εύλογα δεν αφήνουν αδιάφορο τον κόσμο της αριστεράς και των κοινωνικών αγώνων, και όλο αυτό το ευρύτατο κοινωνικoπολιτικό ακροατήριο που εδώ και τέσσερα χρόνια έχει δώσει συγκρούσεις ενάντια στον κατασταλτικό παροξυσμό και την ακύρωση δημοκρατικών ελευθεριών. Αν ο δικαστικός μηχανισμός «ενεργοποιείται» για να ποινικοποιήσει τη δήλωση εν ενεργεία βουλευτή της αξιωματικής αντιπολίτευσης, υπάρχει όριο στην μεταχείριση που μπορούν να δεχτούν απλοί πολίτες, αγωνιστές και συνδικαλιστές;

Μια κατεύθυνση που θα έλεγε ότι αυτές οι εξελίξεις είναι αντιθέσεις απλώς του συστήματος που δεν μας αφορούν είναι όχι μόνο λάθος, επειδή διαψεύδεται από την πραγματικότητα, αλλά και επειδή ακυρώνει τη μοναδική δυνατότητα που έχουμε για την ανατροπή της πολιτικής της δημοκρατικής εκτροπής που υλοποιείται συστηματικά και μεθοδευμένα: τη λαϊκή κινητοποίηση και τη λαϊκή παρέμβαση.

* Ο επιχειρούμενος μετασχηματισμός του δικαστικού σώματος

Είναι προφανές ότι στο δικαστικό μηχανισμό επιχειρείται εδώ και καιρό μια αντιδραστική «αντεπανάσταση». Όχι ότι ποτέ το δικαστικό σώμα ήταν φίλα προσκείμενο στα λαϊκά συμφέροντα ή στη δημοκρατική έκφραση. Πρόκειται για ένα πεδίο που εκ φύσεως και παραδοσιακά επικρατεί ένας συντηρητικός ιδεολογικός συσχετισμός, πράγμα λογικό, αφού η λειτουργία, εξουσία και νομιμοποίησή του συναρτάται με το σύστημα της ποινικής καταστολής. Αυτό είναι, όμως, διαφορετικό, από την διευρυμένη «κινητικότητα» που παρατηρείται στο δικαστικό μηχανισμό τα τελευταία χρόνια, με σκοπό την μετατροπή του σε ένα συμπαγή μηχανισμό καταστολής πρακτικών (έως και πλέον απόψεων), επιβολής πολιτικών, οριοθέτησης και «εκκαθάρισης» της κοινωνικοπολιτικής ζωής.

Αυτή η διαδικασία δεν ξεκίνησε φυσικά τώρα. Ξεκίνησε ως αποτέλεσμα της μαζικής λαϊκής κινητοποίησης του αντιμνημονιακού κινήματος. Ειδικά μετά την μνημονιακή συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, πήρε τη μορφή της ποινικής σκλήρυνης και του ρεβανσισμού απέναντι στο λαϊκό κίνημα και τις ριζοσπαστικές πρακτικές που κλόνισαν το ελληνικό πολιτικό σκηνικό κατά την φλογερή πενταετία 2010-2015. Η χιονοστιβάδα διώξεων συγκεκριμένων πρακτικών, όπως των αγώνων των κατοίκων στην Κερατέα, ή των αγώνων ενάντια στους πλειστηριασμούς, πήρε μια συστηματοποιημένη μορφή. Ασφαλώς, πήρε έναυσμα από την μεταβολή του πολιτικού συσχετισμού, τη μνημονιακή νομοθεσία και την νομοθετική ποινική σκλήρυνση (ιδιώνυμο αδίκημα για πλειστηριασμούς κ.ά.). Συνεπώς, η σκλήρυνση του δικαστικού μηχανισμού ήταν μια υπαρκτή διαδικασία, που ακολούθησε την ήττα του λαϊκού ΟΧΙ και την ταχύτατη αποδιάρθρωση σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο της πλατιάς αντιμνημονιακής λαϊκής συμμαχίας.

Η άνοδος της κυβέρνησης Μητσοτάκη στην εξουσία σηματοδότησε μια μοναδική ευκαιρία για το σύστημα εξουσίας. Την ευκαιρία μιας συνολικής μεταβολής του κρατικού μηχανισμού με κυρίαρχο σκοπό να αποτραπεί σε μια επόμενη ρωγμή της ιστορίας, να ξεσπάσει ξανά ένα τέτοιο κοινωνικό πολιτικό δυναμικό, όπως αυτό που κλόνισε τους αρμούς της ενωσιακής, εκσυγχρονιστικής στρατηγικής του ελληνικού κεφαλαίου. Η στρατηγική του «τέλους της μεταπολίτευσης» είναι ακριβώς αυτός ο μετασχηματισμός του κρατικού μηχανισμού από την κορφή ως τα νύχια με σκοπό μια ιστορική ήττα για τις λαϊκές τάξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι επί τέσσερα χρόνια το ζήτημα της δημοκρατίας είναι στο επίκεντρο των κοινωνικών αγώνων. Είναι το σημείο καμπής για τη στρατηγική της ολιγαρχίας σήμερα, που έχει αποχαλινωθεί πάνω στο άρμα του πιο πιστού πολιτικού της εκφραστή, της ελληνικής δεξιάς, που μπορεί διαχρονικά να εκπροσωπεί τις πιο επιθετικές στρατηγικές λόγω του ιδεολογικού της προσανατολισμού, των ιστορικών σχέσεων με τα σώματα ασφαλείας, εκκλησία και σειρά μηχανισμών και του ιστορικού της εκλογικού μπλοκ.

Ξεκίνησαν με την επίθεση στις κατακτήσεις που επιτρέπουν σε κάθε κοινωνικό κίνημα, να εκφραστεί, να αναπνεύσει, και να αναπτυχθεί: το δικαίωμα στη διαδήλωση, την απεργία, το συνδικαλισμό, το πανεπιστημιακό άσυλο κλπ. Συνέχισαν με την στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας, τη γιγάντωση των ειδικών σωμάτων, των ειδικών φρουρών, την ενίσχυση του εξοπλισμού και κυρίως την πολιτική ενθάρρυνση για την αποχαλίνωση της αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας. Πάντοτε η αστυνομία ήταν σώμα εχθρικό προς τις λαϊκές διεκδικήσεις. Τώρα είναι ένας ανεξέλεγκτος μηχανισμός παραβίασης δικαιωμάτων και ατιμώρητης βίας. Κατέλυσαν κάθε έννοια ελευθερίας του τύπου συγκροτώντας επίσημο μηχανισμό δωροδοκίας του τύπου από την κυβέρνηση.

Η επιχείρηση μεταμόρφωσης του κρατικού μηχανισμού κλιμακώθηκε με τη θέση σε εφαρμογή ενός ασύδοτου και εγκληματικού μηχανισμού παρακολουθήσεων που κινείται από τον πιο στενό πρωθυπουργικό κύκλο. Η παρακολούθηση ενός εκτεταμένου δικτύου στελεχών και αξιωματούχων σε όλα τα πόστα του κρατικού μηχανισμού, από δημοσιογράφους και τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, μέχρι τον αρχηγό των ενόπλων δυνάμεων και ασφαλώς και δικαστικών αξιωματούχων, είναι η ποιοτική τομή που μπορεί να θέσει ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό στην υπηρεσία του κυβερνώντος κόμματος. Τα αποτελέσματα ενός τέτοιου παρακρατικού δικτύου, αν δεν αποκαλυφθεί και αν δεν ξηλωθεί η νομοθεσία που το προστατεύει, θα είναι ο εναγκαλισμός, έως και πλήρης έλεγχος, των πιο κρίσιμων κρατικών και συνταγματικών λειτουργιών, του κατασταλτικού, δικαστικού μηχανισμού, του τύπου, από το κυβερνητικό κόμμα που ασκεί την εκτελεστική εξουσία.

Σε αυτή τη διαδικασία μετασχηματισμού του κράτους αποκτά αναβαθμισμένο ρόλο το δικαστικό σώμα. Η πρακτική του δικαστικού σώματος, με αιχμή τις Εισαγγελίες, συχνά ακολουθεί, ή και επιταχύνει, την κυβερνητική στρατηγική της οριοθέτησης ελευθεριών, της επανανοηματοδότησης και περιορισμού δικαιωμάτων. Τα παραδείγματα είναι αμέτρητα και δεν περιορίζονται καν στο ότι έχουν επικυρωθεί ακραίες συνταγματικά νομοθετικές παρεμβάσεις, όπως η απαγόρευση διαδηλώσεων ή η πανεπιστημιακή αστυνομία. Από τις δίκες και την επικύρωση των προστίμων για τις απαγορεύσεις των διαδηλώσεων 17 Νοέμβρη και 6 Δεκέμβρη 2020, μέχρι το στήσιμο βιομηχανίας διώξεων σε βάρος διαδηλωτών και η νομιμοποίηση κάθε είδους αυθαιρεσίας και στημένης κατηγορίας από την ασφάλεια με το να στέλνονται οι υποθέσεις σωρηδόν σε δίκες. Μάλιστα, η Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών έχει σε τέτοιο βαθμό συστηματοποιήσει το ρόλο της ως μεσάζοντα διαβίβασης των στημένων, copy paste, κατηγοριών της ΓΑΔΑ στο ακροατήριο, που έχει ετοιμάσει και έτοιμο προδιατυπωμένο (!) έγγραφο παραπομπής στο ακροατήριο με το «πακετάκι» των κλασσικών «αδικημάτων πορείας» που πάνε μαζί με τη σύλληψη πολίτη σε διαδήλωση.

Πολλές φορές οι εισαγγελικές αρχές, όχι απλώς συνεπικουρούν, αλλά πυροδοτούν την ένταση και την ποινική στοχοποίηση συνδικαλιστικών πρακτικών ή της ελευθερίας, του λόγου όπως με τις πρωτοφανείς υποθέσεις εισαγγελικών παρεμβάσεων σε βάρος φοιτητών και συνδικαλιστικών παραστάσεων διαμαρτυρίας για δήθεν «ομηρία» ή την πρωτοφανή ποινική δίωξη σε βάρος των υπερασπιστών δικαιωμάτων όπως του Π. Δημητρά, για κακουργηματικές κατηγορίες, που νομιμοποιεί το ακροδεξιό υπόβαθρο της ταύτισης οποιοδήποτε θεσμικού προσώπου ή ακτιβιστή καταγγέλλει την πολιτική των επαναπροωθήσεων με «εθνικό προδότη» και «πράκτορα του Ερντογάν».

Αλλά και πέραν της ποινικής σκλήρυνσης, μόλις πρόσφατα, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, με αστραπιαία ταχύτητα, με την απόφασή της για τη νομιμοποίηση των Εταιρειών Διαχειρίσεως Απαιτήσεων εκ δανείων και πιστώσεων, έδωσε το πράσινο φως στη νομιμοποίηση και συνέχιση χιλιάδων διαδικασιών εκτέλεσης κι εκποίησης λαϊκών κατοικιών και περιουσιών, επικρότησε την αποθράσυνση των αδηφάγων κερδοσκοπικών funds. Και μόνο το γεγονός ότι ένα δικαστικό σώμα 65 Ανώτατων Δικαστών αφιέρωσε λιγότερες από 15 ημέρες για να κρίνει επί ενός σύνθετου νομικού ζητήματος τεράστιου κοινωνικού ενδιαφέροντος, που δίχασε την νομολογία του Δικαστηρίου, αλλά και το ανθρωπίνως αδύνατο της ενδελεχούς εξέτασης δικογράφων χιλιάδων σελίδων που βρίσκονταν στο φάκελο της υπόθεσης σε τόσο λίγο χρόνο, αρκούν για να υποσκάψουν το κύρος αυτής της αιφνιδιαστικής απόφασης.

Οι εξελίξεις αυτές δεν είναι ασύνδετες με το γεγονός ότι η δικαιοσύνη απειλεί με ποινικοποίηση του πολιτικού λόγου βουλευτή. Ο βαθμός της διάβρωσης είναι τέτοιος που καθιστά κύκλους της δικαιοσύνης, όχι απλώς τους πιο πρόθυμους εφαρμοστές της ρεβανσιστικής επίθεσης στην κοινωνία, αλλά μέχρι και προσαρτήματα της κυβερνητικής ατζέντας.

Σε τελική ανάλυση, ανά ιστορική περίοδο, μια σειρά κρατικών μηχανισμών είχαν την πρωτοκαθεδρία στην εφαρμογή και προώθηση πολιτικών, ιδίως των πιο επιθετικών πολιτικών όπως στο μετεμφυλιακό κράτος, την πρωτοκαθεδρία είχαν οι πιο συμπαγείς ιδεολογικά και κοινωνικοταξικά μηχανισμοί: Παλάτι – στρατός- ΚΥΠ – σώματα ασφαλείας συγκροτούσαν τον κορμό και την υπόσταση του σκληρού πυρήνα του κράτους. Φυσικά δεν είμαστε σε αυτά τα επίπεδα. Όμως και αυτές οι ιστορικές καταστάσεις κάπως έγιναν πραγματικότητα και ειδικά για την περίοδο που μιλάμε, για το ρόλο του στρατού δεν αρκούσε στρατιωτική ήττα του εαμικού μπλοκ και ο πολιτικός ρόλος του στρατού στην κυβέρνηση και τη δικαιοσύνη. Ο μετασχηματισμός συνεχίστηκε και μετεμφυλιακά με τις εκκαθαρίσεις στο στρατό, ακόμη και απλώς μη ακραιφνών δεξιών, με προβοκάτσιες όπως στη δίκη των αεροπόρων. Αλλά και με το παιχνίδι του απόλυτου ελέγχου κέντρων εξουσίας που οδήγησε στην αποστασία, το κοινοβουλευτικό πραξικόπημα για τον έλεγχο του στρατού και την δικτατορία.

Προφανώς δεν υπάρχει κάποιος τέτοιος κίνδυνος σήμερα. Υπάρχει όμως ορατός ο κίνδυνος της εκτροπής από έναν ορισμένο κοινωνικοπολιτικό συσχετισμό που αποτυπώθηκε συνταγματικά ως θεμέλιο της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Συσχετισμός ενσωμάτωσης φυσικά μιας άλλης, ανατρεπτικής προοπτικής για τις λαϊκές τάξεις, αλλά και οριοθέτησης των πολιτικών, που σαράντα χρόνια βασίζονταν στον πολιτικό αποκλεισμό της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Σήμερα, ο χώρος της δικαιοσύνης αναδύεται ως ο μηχανισμός εκείνος στον οποίον επενδύουν ώστε -φυσικά στο πλάι των κατασταλτικών μηχανισμών-, να υλοποιήσει πιο αποφασιστικά αυτό το γύρο εκκαθάρισης του κρατικού μηχανισμού από τις κοινωνικές πιέσεις. Αυτή η πορεία, έχει πολύ δρόμο ακόμη, έχει αντιφάσεις και φυσικά δεν σημαίνει ότι το δικαστικό σώμα είναι καθολικά ελεγχόμενο ή συμπαγές σε μια αντιδραστική πορεία. Αντιθέτως, στάσεις όπως αυτή της απερχόμενης διοίκησης της ΕΝΔΕ που δεν είναι κομματικές, αλλά πιστές σε στοιχειώδεις αρχές, περισώσουν την τιμή του δικαιοδοτικού θεσμού και δείχνουν ότι δεν έχει ολοκληρωθεί ο επιχειρούμενος εναγκαλισμός. Σημαίνει, ότι υπάρχουν στο εσωτερικό του, πολιτικές τάσεις που ευθυγραμμίζονται πρόθυμα με την θεσμική σκλήρυνση της εκτελεστικής εξουσίας, πορεία που θα σημάνει τελικά και την απαξίωση του κύρους της δικαιοσύνης, στο όνομα του οποίου διεξάγεται αυτή η «σταυροφορία».

* Προστασία του κύρους της δικαιοσύνης;

Το ζήτημα δεν είναι τι θα γίνει με τον Πολάκη. Το ζήτημα είναι πως ιδεολογικά επενδύεται η συγκεκριμένη κίνηση της εισαγγελικής παρέμβασης ως «προστασία της δικαιοσύνης και των δικαστικών λειτουργών» και ως προστασία από το «λαϊκισμό». Και αυτή η διαδικασία δεν ξεκίνησε τώρα. Λίγος καιρός έχει περάσει από την καμπάνια υπεράσπισης των ΜΜΕ στην απόφαση αποφυλάκισης του Λιγνάδη, που δέχτηκε οξεία κριτική στα σόσιαλ μίντια και ιδίως στη νεολαία, ως προς την μεροληψία και την επιλεκτικότητά της σε σχέση με την αυστηρότατη μεταχείριση που αντιμετωπίζουν πολίτες για πολύ ελαφρύτερα αδικήματα, ιδίως σε υποθέσεις που αφορούν σε πολιτικές πρακτικές. Η ανάγκη του συστήματος να υπερασπιστεί το δικαστικό σώμα έφτασε στο πρωτοφανές σημείο η ΠτΔ, να παραβιάσει τη γενικώς διακοσμητική παρουσία της και να καταγγείλει σε εκδήλωση του Προεδρικού Μεγάρου για την αποκατάσταση της δημοκρατίας την κριτική που γίνεται στην απόφαση για την αποφυλάκιση του άλλοτε εκλεκτού της κυβέρνησης Λιγνάδη.

Είναι, όμως, η ίδια αυτή η αναγωγή της δικαιοσύνης και των αποφάσεών της σε «ιερό τοτέμ» που δεν πρέπει να δέχονται κριτική, που απειλεί τα μέγιστα τη δημοκρατική αρχή και την ίδια την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Από τη στιγμή που η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης ταυτίζεται με την ποινικοποίηση της κοινωνικής κριτικής, και όχι με την ανεξαρτησία της από την εκτελεστική εξουσία και την οικονομική και πολιτική ελίτ, έχει ήδη ακυρωθεί ένα βασικό κομμάτι του φιλελεύθερου πυρήνα που διέπει το μεταπολιτευτικό σύνταγμα και που θεσπίζει την δικαιοσύνη ως εγγυητή των δικαιωμάτων και συνταγματικών ελευθεριών, ελεγκτή της εκτελεστικής εξουσίας, και όχι το αντίστροφο.

Από τι απειλείται σήμερα η δικαιοσύνη; Από το δημόσιο έλεγχο και τη λογοδοσία, ή από τον επικίνδυνο εναγκαλισμό με ένα κρατικό καθεστώς που αποδεδειγμένα παρακολουθεί κρατικούς λειτουργούς αρχειοθετώντας «σκελετούς στην ντουλάπα», και προαναγγέλλει ή και παραγγέλνει προγραφές υπερασπιστών δικαιωμάτων, αγωνιστών, νεολαίων, δικηγόρων;

Η πολιτική έκφραση αυτού του αντιδραστικού μετασχηματισμού που επιχειρείται στο δικαστικό σώμα είναι η λαλίστατη νέα ηγεσία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων που χαρακτήρισε την ανάρτηση του βουλευτή Πολάκη «συνταγματική εκτροπή». Είναι η ίδια ηγεσία που πριν λίγες ημέρες αποκάλεσε τον προηγούμενο Πρόεδρο Χρ. Σεβαστίδη «υποστηρικτή τρομοκρατών» και αποφάσισε την … ανάκληση και διαγραφή από την ιστορία (!) της απόφασης της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με την οποία είχε απευθύνει έκκληση για την υπόθεση της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα για τη προστασία του αγαθού της ζωής κρατουμένου. Δηλώσεις και κινήσεις που εμπλέκουν την δικαιοσύνη σε ένα εμφυλιοπολεμικό δημόσιο λόγο και τη μετατρέπουν σε βασικό πόλο νομιμοποίησης μιας εμπρηστικής και ρεβανσιστικής πολιτικής σάρωσης κεκτημένων.

Από τι «περιφρουρείται» η δικαιοσύνη με αυτές τις ενέργειες; Από την απαξίωση του κύρους της; Μα είναι αυτές οι εξελίξεις που κόβουν και το τελευταίο νήμα εμπιστοσύνης που έχει απομείνει στην κοινωνία για την δικαιοσύνη και την λειτουργία της, γιγαντώνοντας την οπτική της κοινωνίας για την μια δικαιοσύνη κακοφορμισμένη, ταξικά μεροληπτική υπέρ πάντοτε των ισχυρών, και τυφλή μόνο ως προς τις κραυγαλέες αδικίες σε βάρος των θυμάτων της οικονομικής, αλλά και κάθε είδους εκ μετάλλευσης.

Περιφρουρείται από την κοινωνική κριτική, περιφρουρεί την δυνατότητά της να αυθαιρετεί, περιφρουρεί ένα ολόκληρο σύστημα πολιτικών και οικονομικών σχέσεων, που την σφιχταγκαλιάζει. Η τωρινή συζήτηση έρχεται από παλιά. Στόχος είναι να στιγματίσουν ως «οχλοκρατία», «λαϊκισμό» κλπ. κάθε κοινωνική κριτική στα ανώτερα κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού και της εξουσίας. Η επίθεση αυτή στην κοινωνική κριτική πάντοτε συσχετίζεται σε τελική ανάλυση με το μεγάλο αντιμνημονιακό κίνημα 2010-2012, που στοχοποιείται άμεσα ή έμμεσα, όταν βρυχώνται οι μηχανισμοί, κονδυλοφόροι και οι κύκλιοι της εξουσίας καταγγέλλοντας το «λαϊκισμό». Με οργανωμένο, λασπολογικό και συντονισμένο τρόπο, κάθε πιθανή όψη αμφισβήτησης εντάσσεται στο ίδιο ψευδές, κατασκευασμένο και αντιδημοκρατικό αφήγημα ότι είναι οι πλατείες που δήθεν «έβγαλαν τους χρυσαυγίτες», και «τα δύο άκρα». Συνεπώς, και αυτή η διαδικασία σκλήρυνσης του δικαστικού μηχανισμού εντάσσεται, και αποτελεί βασικό μέρος της στρατηγικής του «τέλους της μεταπολίτευσης» για την οποία μιλήσαμε παραπάνω.

Όλες οι λειτουργίες και οι πλευρές άσκησης εξουσίας μετασχηματίζονται για να θωρακίσουν τον κρατικό μηχανισμό από τις λαϊκές αντιδράσεις.

* Πως θα αντιμετωπίσουμε αυτήν την καθολική αντιδραστική επίθεση;

Η υπόθεση εισαγγελικής παρέμβασης για τον Πολάκη, είναι μια ακόμη απόδειξη της συντριβής της αντιπολιτευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ και της συστημικής του ενσωμάτωσης. Η αποπομπή Πολάκη είναι ένα αναμενόμενο επεισόδιο στην τραγική πορεία αυτού του κόμματος, που υπηρέτησε, γιγάντωσε και γέμισε αυτοπεποίθηση την οικονομική και πολιτική ελίτ, για να εξαπολύσει αυτήν την επίθεση, και σήμερα γίνεται αντικείμενο διαχείρισης αυτής της στρατηγικής. Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ κατέστη μετά τη συνθηκολόγηση του 2015, ένα μνημονιακό, νεοφιλελεύθερο κόμμα, όλη την περίοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη κύριο μέλημα της αντιπολιτευτικής του τακτικής ήταν να παρέχει διαπιστευτήρια ότι δεν θα επαναλάβει τους «λαϊκισμούς» του 2015, ώστε να λάβει χρίσμα επανόδου στην εξουσία. Όχι απλώς δεν το καταφέρνει, αλλά με την τακτική αυτή σταθεροποιεί και ισχυροποιεί το σύστημα Μητσοτάκη που οδεύει στο κλείσιμο μιας ομαλής τετραετίας, παρότι έχει εφαρμόσει κάθε πιθανή αιτία πολιτικής κρίσης σε μια αστική φιλελεύθερη δημοκρατία. Σήμερα, με τις κινήσεις αυτές, το σύστημα των υποκλοπών και του αυταρχικού κρατισμού, πιέζει το ΣΥΡΙΖΑ στην ολοκλήρωση της στροφής του στο κεντρώο ακροατήριο, μια στροφή που έχει ήδη ξεκινήσει επιχειρώντας να συνάψει σχέσεις με τους πλέον ακροκεντρώους εκπροσώπους της μνημονιακής περιόδου και τους μεγαλύτερους πολέμιους «των πλατειών» και του «λαϊκισμού».

Υπάρχει ένας μόνο δρόμος σύγκρουσης με την εμπρηστική αυτή στρατηγική της εκτροπής που μεταμορφώνει το κράτος σε ένα κράτος ασφυξίας, όπου τα λαϊκά συμφέροντα δεν έχουν θέση να εκφραστούν ούτε εμμέσως, ούτε ως το ακραίο όριο ανοχής και διάρρηξης ενός κοινωνικοταξικού συμβιβασμού. Είναι η διευρυμένη λαϊκή κινητοποίηση, αυτή που μπορεί να φοβίσει, γιατί διαμορφώνει τους όρους που συνδιαλέγονται τα κόμματα και οι πολιτικοί μηχανισμοί με τα στρώματα που αποτελούν το κοινωνικό- πολιτικό τους ακροατήριο. Αντίθετα, αν δεν εμποδιστεί αυτή η στρατηγική, αν αναιρεθούν όλες οι δημοκρατικές κατακτήσεις που επιτρέπουν τα στρώματα αυτά να μπορούν να μετατοπιστούν πολιτικά και ιδεολογικά, τότε η πολιτική συναντά τα όριά της και αποθρασύνεται ο πιο ανεξέλεγκτος αυταρχισμός.

Σε πολλές φάσεις της τελευταίας περιόδου έχει αποδειχθεί ότι αυτή η λαϊκή κινητοποίηση, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με συνθήκες πλατιάς συσπείρωσης της αριστεράς και του κινήματος, με τον παραμερισμό των επιμέρους ιδεολογικών διαφορών και την ενότητα γύρω από τα κρίσιμα σημεία που ορίζουν σήμερα τις αιχμές της πάλης των λαϊκών αγώνων. Λίγα ψήγματα μιας τέτοιας συσπείρωσης αρκούσαν για να διαφανεί ο πλατύς ορίζοντας ενός κοινωνικοπολιτικού μπλοκ που μπορεί να συμπαραταχθεί πίσω από την υπεράσπιση των ιστορικών κεκτημένων και ελευθεριών. Η πανεπιστημιακή αστυνομία, το δημοκρατικό κίνημα την άνοιξη του 2021, το ανολοκλήρωτο βήμα μιας μεγάλης συσπείρωσης της αριστεράς που στάθηκε τείχος όταν απαγορεύτηκε η πορεία του Πολυτεχνείου το 2020.

Η στρατηγική του τέλους της μεταπολίτευσης μπορεί να είναι σκληρή και κυνική, μπορεί να στηρίζεται από ένα συμπαγές πολιτικό οικονομικό και μιντιακό σύστημα, αλλά έχει ρωγμές. Ρωγμές που στηρίζονται την καταπίεση και την καταστολή της νεολαίας και ευρύτερων στρωμάτων, που γέμισαν ξαφνικά στην πλατιάς της Ν. Σμύρνης και φόβισαν την κυβέρνηση, ρωγμές που κατέστησαν την απαξίωση της τέχνης υπόθεση ενός ευρύτερου δυναμικού, ρωγμές που προκύπτουν από την ασφυκτική μεροληψία της δικαιοσύνης. Λείπει η πολιτική έκφραση μιας κατεύθυνσης που να ενοποιήσει αυτές τις αντιστάσεις πίσω από μια σχηματοποιημένη πολιτική προοπτική. Μια ευρεία συσπείρωση της όλης αριστεράς, εξωκοινοβουλευτικής και κοινοβουλευτικής, κινηματική, αγωνιστική, πολιτική, πάνω σε μια γραμμή υπεράσπισης λαϊκών κεκτημένων, μπορεί να εκφράσει αυτήν την προοπτική και να απελευθερώσει ένα ευρύτατο κοινωνικοπολιτικό δυναμικό που αγωνίζεται, που απαξιώνεται, που ασφυκτιά, που αδικείται.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημοφιλή