Πώς φτάσαμε στο ιστορικό αποτέλεσμα της Εναλλακτικής και του Θανάση Καμπαγιάννη στις εκλογές του ΔΣΑ;
των δικηγόρων και μελών της Εναλλακτικής Παρέμβασης Αναστασίας Σταυροπούλου, Γιώργου Βλάχου, Μαργαρίτας Σταυροπούλου
Το αποτέλεσμα των εκλογών στο ΔΣΑ αν εξεταστεί συνολικά ανέδειξε αντιφατικές τάσεις. Σε μια εκλογική μάχη που χαρακτηρίστηκε από αύξηση της συμμετοχής, ο Δ. Βερβεσός αύξησε τις δυνάμεις του, παρά την γενική απογοήτευση του δικηγορικού σώματος από την τετραετία της διοίκησής του και την τεράστια οικονομική και επαγγελματική πίεση της μεγάλης πλειοψηφίας των δικηγόρων, τόσο από τα χρόνια μετά τα μνημόνια με τη διόγκωση των ασφαλιστικών και φορολογικών βαρών, τη δυσχέρανση των όρων εργασίας και μείωση των αμοιβών στο έδαφος της φτωχοποίησης της κοινωνίας, όσο και από την ιδιαίτερη απαξίωση και εγκατάλειψη των δικηγόρων την περίοδο της πανδημίας. Η δεξιά υποψηφιότητα Δ. Αναστασόπουλου, με το επίσημο χρίσμα της κυβέρνησης, αν και παρουσίασε αύξηση, δεν κατάφερε να αποτυπώσει δυναμική ανόδου τέτοια που να κοντράρει το Δ. Βερβεσό για την 1η θέση, παρά τη σχετική φθορά του Δ. Βερβεσού και παρά την ταύτισή της με το γενικότερο ιδεολογικό πολιτικό συσχετισμό, που μετά τις βουλευτικές εκλογές του 2019 έχει μετατοπιστεί προς τα δεξιά.
Το αποτέλεσμα αυτό εν γένει καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τα ιδιαίτερα συντεχνιακά, πελατειακά δίκτυα του κατεστημένου δικηγορικού συνδικαλισμού. Αλλά και ο κατακερματισμός της πολιτικής και συνδικαλιστικής έκφρασης της δεξιάς, που αν σχημάτιζε ενιαία υποψηφιότητα (τουλάχιστον στην προεδρική κάλπη), θα είχε τη δυνατότητα ενός πολύ καλύτερου αποτελέσματος.
Φαίνεται πάντως ότι η δυσαρέσκεια και η κόπωση του δικηγορικού σώματος περισσότερο κινήθηκε σε μία αντικυβερνητική τοποθέτηση, δηλαδή στην έκφραση μιας πολιτικής αποδοκιμασίας, παρά στην τιμωρία της ηγεσίας Βερβεσού, δηλαδή στην αποδοκιμασία στο συνδικαλιστικό επίπεδο.
Είναι δε πλέον απολύτως σαφές το ρήγμα μεταξύ των ηλικιακών ομάδων στο ΔΣΑ, το οποίο λαμβάνει κρίσιμα πολιτικά και συνδικαλιστικά χαρακτηριστικά. Στην ουσία οι δυνάμεις του Δ. Βερβεσού συγκεντρώνονται γενικά στις ηλικίες άνω των 50 ετών, δηλαδή στα τμήματα των δικηγόρων που έχουν στον ένα ή στον άλλο βαθμό εδραιωμένη κοινωνική και οικονομική τοποθέτηση, σημαντική επαγγελματική ασφάλεια, δικτύωση, έχουν απολαύσει παλαιότερες περιόδους ευμάρειας και γενικά δεν κινδύνευσαν σοβαρά από τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης.
Από την άλλη πλευρά του ρήγματος αυτού, οι εκλογές αυτές άλλαξαν τα δεδομένα και αποτύπωσαν σε αριθμούς τη νέα ποιοτική μεταβολή. Έτσι ερμηνεύεται το αποτέλεσμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, το οποίο έχει πολλές όψεις.
Το αποτέλεσμα της υποψηφιότητας του Θανάση Καμπαγιάννη λαμβάνει ιστορικές πολιτικές διαστάσεις, καθώς είναι ένα χωρίς προηγούμενο για την ανυπότακτη αριστερά, σε επίπεδο δικηγορικών συλλόγων στη μεταπολίτευση, ποσοστό 15%. Το σημαντικότερο εκλογικό στοιχείο, που συνδέεται με το παραπάνω ρήγμα, είναι η κατάληψη της πρώτης θέσης στις κάλπες των νέων δικηγόρων, ιδίως των δικηγόρων που ψήφισαν για πρώτη φορά.
Η Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή υπερδιπλασίασε το ποσοστό της σε 10%. Το αποτέλεσμα αυτό αιφνιδίασε τις καθεστωτικές δυνάμεις που εκτιμούσαν ότι τα παραδοσιακά συνδικαλιστικά δίκτυα θα πνίξουν και θα οριοθετήσουν μια ορατή δυναμική του μαχόμενου ρεύματος της Εναλλακτικής και της διείσδυσης του προσώπου του Θ. Καμπαγιάννη στους νέους κυρίως δικηγόρους.
- Το κοινωνικό υπόβαθρο των μεταβολών στο χώρο της δικηγορίας
Οι εκλογές του ΔΣΑ πραγματοποιήθηκαν μέσα στη δίνη της κρίσης της πανδημίας. Αποτυπώνουν υπόγεια ρεύματα που διαπερνούν το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας. Και επειδή αφορούν ένα χώρο διανοουμένων-επιστημόνων με σημαντική παρουσία στους κρατικούς μηχανισμούς, διαμορφώνουν κοινωνικές τάσεις πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο χώρο ελευθέρων επαγγελματιών.
Αξίζει λοιπόν να δούμε τη μεγάλη εικόνα. Η ήττα του μεγάλου λαϊκού κινήματος της περιόδου 2010-2012, η κυριαρχία της λογικής της ανάθεσης στην εν αναμονή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και η διαχείριση της εξουσίας με όρους αμοραλισμού, είχαν συγκεκριμένα αποτελέσματα στη διαμόρφωση του τρόπου συγκρότησης της ηγεμονίας στην κοινωνία: από τη μια μεριά τα αστικά και ανώτερα μικροαστικά στρώματα, καθώς και σημαντικό κομμάτι της διανόησης συσπειρώθηκαν υπό το φόβο του δημοψηφίσματος και της πιθανότητας εξόδου από το ευρώ με κυρίαρχο πολιτικό κέντρο τη ΝΔ. Από την άλλη αποδιαρθρώθηκε η δυνατότητα συγκρότησης μπλοκ λαϊκής αντι-ηγεμονίας με την κυριαρχία του ατομισμού και των λογικών ΤΙΝΑ και «είναι όλοι ίδιοι».
Η ΝΔ σήμερα εκμεταλλεύεται αυτό τον ιδεολογικοπολιτικό συσχετισμό και επιχειρεί να τον εμπεδώσει και να τον εμβαθύνει με ένα τσουνάμι αντισυνταγματικών μεταρρυθμίσεων που εκκινούν από την αλλοίωση των όρων ένταξης των εργαζομένων στην αγορά εργασίας και τη συνδικαλιστική τους έκφραση (περιορισμοί στο δικαίωμα της απεργίας, κατάργηση επαναπρόσληψης και καταβολής μισθών υπερημερίας στις καταχρηστικές απολύσεις, ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, ατομικοί κουμπαράδες και επιλογή επενδυτικού κινδύνου στην επικουρική ασφάλιση κλπ.), περνώντας στους όρους αναπαραγωγής της ταξικής ηγεμονίας, και δυνατοτήτων κοινωνικής ανέλιξης (περιορισμοί δικαιώματος στη στέγη και κοινωνικών δαπανών, Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής), μέχρι την ευθεία επίθεση σε εκείνα τα δικαιώματα που επέτρεψαν στη μεταπολίτευση την αδιαμεσολάβητη έκφραση λαϊκών στρωμάτων και την παρουσία τους στο πολιτικό προσκήνιο: το δικαίωμα στη συνάθροιση και το πανεπιστημιακό άσυλο.
Ταυτόχρονα, με τα αυταρχικά και αδιέξοδα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας διαμόρφωσε όρους αποτύπωσης ιδεολογικής ηγεμονίας σε ολόκληρο το φάσμα αντιλήψεων και πρακτικών: ταύτισε τον εμβολιασμό με την υποχρεωτικότητα, την καταστολή, αλλά και την αύξηση της κερδοφορίας (κάρτα ελευθερίας, υπηρεσίες αμιγώς προς εμβολιασμένους προκειμένου να αυξηθεί η χωρητικότητα μιας επιχείρησης), ενώ εξώθησε μεγάλα τμήματα όσων φοβούνται ή αντιδρούν σε ανορθολογικές αντιλήψεις τύπου «αλλοιώνεται το DNA μας».
Η πολιτική αυτή, σε συνδυασμό με την ένταση της αστυνομοκρατίας, που πάει χεράκι χεράκι με την ακύρωση κοινωνικών κατακτήσεων, παράγει δυσαρέσκεια, ιδίως σε τμήματα της διανόησης που εμπλέκονται στο μηχανισμό παροχής δικαστικής προστασίας, αφού, πέρα από την ευθεία αντίθεση με την ιδεολογία της ισονομίας, της ελευθερίας και του κοινωνικού κράτους δικαίου, μεταλλάσσει ακόμα και τους όρους άσκησης του επαγγέλματός τους, δυσχεραίνοντας την υπεράσπιση των εντολέων τους.
Σε συνδυασμό με την μνημονιακή πολυνομία, τους περιορισμούς στην πρόσβαση των πολιτών στη δικαιοσύνη με την αύξηση του σχετικού κόστους, την μείωση των δαπανών για τη λειτουργία των δικαστηρίων (αφού με την αύξηση του κόστους πρόσβασης τα έσοδα μειώνονται, οδηγώντας σε αυξήσεις των κενών σε δικαστές και γραμματείς), αλλά και τα αδιέξοδα μέτρα δήθεν επιτάχυνσης απονομής της δικαιοσύνης που οδηγούν στην επιβράδυνση, την αναίρεση δικαιωμάτων των διαδίκων, τη χειροτέρευση της ποιότητας των δικαστικών αποφάσεων, αλλά και την εισαγωγή όψεων ιδιωτικοποίησης, διαμορφώνεται μια αληθινή δυστοπία.
Ταυτόχρονα, η απελευθέρωση του επαγγέλματος από όλες τις μορφές εξασφάλισης ενός πεδίου στήριξης των κατώτερων στρωμάτων της δικηγορίας (μερίσματα, υποχρεωτικές παραστάσεις, οιονεί εργοδοτικοί πόροι κοινωνικής ασφάλισης) και κυρίως η αρρύθμιστη ζούγκλα της μισθωτής δικηγορίας, παράγουν ένα κοινωνικό τοπίο συγκέντρωσης της δικηγορικής ύλης σε μεγάλες εταιρείες/γραφεία, με αποτέλεσμα τα κατώτερα στρώματα είτε να οδηγούνται στην έξοδο από το επάγγελμα, είτε στην αποδοχή ότι θα μείνουν για πάντα σε θέση κάποιας μορφής μισθωτής εργασίας.
Τέλος, εντείνεται η απαξίωση του παραδοσιακού πελατειακού και φιλοκυβερνητικού συνδικαλισμού (απαξίωση που συμβολικά αποτυπώθηκε στα προγράμματα «σκόιλ ελικικού»), μιας και αυτός αδυνατεί (και δεν ενδιαφέρεται) να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον για τα κατώτερα στρώματα, ιδίως σε μια περίοδο όπου η κυβερνητική πολιτική αποσκοπεί στην παγίωση αυτής της κατάστασης μισθωτοποίησης και υποβάθμισης/εκκαθάρισης των αυτοαπασχολούμενων δικηγόρων. Δηλαδή με άλλα λόγια, διαμορφώθηκαν κοινωνικά, αλλά και συνδικαλιστικά οι όροι για την αμφισβήτηση της δυνατότητας συγκρότησης της συναίνεσης στην κυβερνητική πολιτική από τα κατώτερα στρώματα των δικηγόρων. Πέραν αυτού, ειδικά η περίπτωση «σκόιλ ελικικού» αλλά και γενικά η αντιμετώπιση των δικηγόρων ως «ρετιρέ» και ανάξιων οικονομικής βοήθειας την τελευταία διετία, διαμόρφωσε σε ιδεολογικό επίπεδο τάσεις οργής σε ευρύτερα δικηγορικά στρώματα.
- Οι όροι παρέμβασης σε ένα υπαρκτό ρεύμα δυσαρέσκειας
Τρία λοιπόν κοινωνικά ρυάκια διαμόρφωναν ένα κοινωνικό ρεύμα δυσαρέσκειας το οποίο υπέβοσκε στο χώρο της δικηγορίας. Το ζήτημα που ετίθετο για την Εναλλακτική ήταν αν μπορούσε να παρέμβει σε αυτό το ρεύμα και να βοηθήσει στην συνδικαλιστική του έκφραση ή εάν αυτό θα οδηγείτο σε αντιλήψεις και πρακτικές αποχής, ψήφου με βαριά καρδιά ή στην παραδοσιακή λογική ψήφισης του τάδε γνωστού ή δείνα φίλου, αφού «έτσι κι αλλιώς όλοι πάνω κάτω τα ίδια θα κάνουν».
Ο τρόπος παρέμβασης των δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί εξαρτάται βέβαια και από τις κεντρικές πολιτικές τους επιλογές. Ειδικότερα:
Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να επιβιώσει στο πολιτικό σκηνικό ως οιονεί κυβερνητική εναλλακτική οξύνει τις αντιφάσεις του: το κυνήγι στο χώρο του κέντρου που εν πολλοίς κυριαρχείται από ακροκεντρώες ή εκσυγχρονιστικές λογικές ή ιδεολογικές πρακτικές λάιφ στάιλ παλιού ΠΑΣΟΚ (ή και συνδυασμό τους) απωθεί τμήματα της εκλογικής του βάσης με αριστερές αναφορές, τα οποία όμως δεν αποκόβονται από το ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αποτελεί γι’ αυτά μονόδρομο εκλογικής καταγραφής με όρους αποτελεσματικότητας.
Στο ΔΣΑ οι αντιφάσεις αυτές έλαβαν εκρηκτικές διαστάσεις αφού οι κεντροαριστερές επιλογές (τύπου Βερβεσού) φάνταζαν αποκρουστικές σε ένα μεγάλο κομμάτι προερχόμενο από την αριστερά.
Ταυτόχρονα, η πολιτική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο των δικηγόρων, ιδίως με τον ασφαλιστικό νόμο Κατρούγκαλου, είχε οδηγήσει στη συρρίκνωση της επιρροής του, αλλά και την αποδιάρθρωση της συνδικαλιστικής του οργάνωσης, που εκφραζόταν πλέον από δικηγόρους προερχόμενους πρωτίστως από την κεντροαριστερά (σε αντίφαση με την εκπροσώπησή του στο ΔΣ του ΔΣΑ που εκφραζόταν από δικηγόρο προερχόμενο από τη ριζοσπαστική αριστερά). Οι αντιφάσεις αυτές σε συνδυασμό με την παρουσία μιας ενωτικής δύναμης της ριζοσπαστικής αριστεράς, της Εναλλακτικής, που συμμετείχε και απευθυνόταν στο κοινωνικό ρεύμα δυσαρέσκειας με συνεπή και συνεχή παρουσία, οδήγησαν σε ένα κατακερματισμό επιλογών και σε αδυναμία συγκρότησης ενιαίου συνδυασμού.
Από την άλλη το ΚΚΕ, αντί να επιχειρήσει να αξιοποιήσει δημιουργικά σε μία αγωνιστική κατεύθυνση αυτές τις τάσεις δυσαρέσκειας, τείνει, ανάλογα και με τις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρου, σε λογικές πολιτικής απόσυρσης υπό το φόβο της ενσωμάτωσης και του αντιπαραδείγματος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και του γραφειοκρατικού φόβου για ό,τι δεν μπορεί να ελεγχθεί και βρίσκεται σε γειτονικούς χώρους. Χαρακτηριστική ήταν η αντίδραση του στην πρόταση της Εναλλακτικής να μετατρέψουμε το ΔΣΑ σε «θεματοφύλακα» της υπεράσπισης των κοινωνικών δικαιωμάτων και των λαϊκών ελευθεριών που πλήττονται: «ο ΔΣΑ αποτελεί μηχανισμό του Κράτους και δεν μπορεί να επιτελέσει αυτό το ρόλο», λογική βέβαια που έρχεται σε πλήρη αντίφαση με την ανοικτή υποστήριξη από το ΚΚΕ του Χ. Σεβαστίδη στην ηγεσία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων ή, πολύ περισσότερο, με την πολιτική του Κ. Πελετίδη στο Δήμο της Πάτρας. Αυτό βέβαια δεν σηματοδοτεί ότι οι δυνάμεις του δεν μπορούν να πάρουν θετικές πρωτοβουλίες (π.χ. σωματείο μισθωτών δικηγόρων). Ακόμα όμως και αυτές τις αντιμετωπίζουν φοβικά, περιορίζοντας την απεύθυνση με όρους ιδεολογικοπολιτικής καθαρότητας αφενός, αφετέρου με φυσιογνωμία που έχει απόσταση από τα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας του τμήματος των δικηγόρων που απευθύνονται, αλλά κυρίως με μία άτυπη ιδιοκτησιακή λογική για το σωματείο.
Σημειωτέον, ότι γενικά από τους κινδύνους αυτούς υποφέρει βέβαια και ο χώρος της ριζοσπαστικής αριστεράς, αφού κατατρύχεται από λογικές ιδεολογικής περιχαράκωσης, πολιτικής απόσυρσης, καταγγελίας και αποφυγής συγχρωτισμού ακόμα και με ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (ή και άλλων δυνάμεων), κατακερματισμού και διαμόρφωσης υγειονομικών ζωνών ακόμα και μεταξύ ιδεολογικά συγγενών δυνάμεων: για την κάθε οργάνωση ή/και πρόσωπο ο διπλανός αντιμετωπίζεται ως οπορτουνιστής, ρεφορμιστής ή «μη επαρκώς αντικαπιταλιστής». Στο χώρο των δικηγόρων η Εναλλακτική απέρριψε αποφασιστικά αυτή τη λογική, όπως θα αναλυθεί παρακάτω.
- Οι κοινωνικός χάρτης του ρεύματος ανατροπής που αναδείχθηκε στις εκλογές του ΔΣΑ
Τα εκλογικά αποτελέσματα στην προεδρική κάλπη και στους συμβούλους είναι αποκαλυπτικά του γεγονότος ότι η υποψηφιότητα του Θανάση Καμπαγιάννη και της Εναλλακτικής αποτύπωσαν ένα πραγματικό ανοδικό ρεύμα διεκδίκησης και μια πραγματική πολιτική μετατόπιση.
Είναι δεδομένο ότι ένα τέτοιο ρεύμα μπορεί να καταγραφεί με πιο καθαρό τρόπο στην κάλπη του προέδρου σε σχέση με αυτή των συμβούλων. Αυτό όχι μόνο λόγω του μικρότερου αριθμού υποψηφιοτήτων, αλλά και γιατί εκεί επιδρούν λιγότερο μηχανισμοί προσωπικής ψήφου για την υποστήριξη επιμέρους υποψηφίων.
Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το ίδιο το πρόσωπο του Θ. Καμπαγιάννη, λόγω της συμβολής του σε σημαντικές για την κοινωνική πραγματικότητα υποθέσεις με κορυφαία τη δίκη της ΧΑ, είχε διεισδυτικότητα και μια αυτοτελή δυναμική. Ωστόσο, ο διπλασιασμός της δύναμης της Εναλλακτικής στους συμβούλους και η μη καταγραφή μιας ασύμμετρης απόκλισης μεταξύ των δύο αποτελεσμάτων, απέδειξε ότι η επιλογή να θέσει η Εναλλακτική την υποψηφιότητα του Θ. Καμπαγιάννη για την προεδρία ήταν όχι απλά ορθή, αλλά ιστορικά αναγκαία.
Και αυτό, όχι μόνο γιατί αποτύπωνε μια σωστή εκτίμηση για την ύπαρξη του κοινωνικού αγωνιστικού ρεύματος που μπορούσε να εκφραστεί στην προεδρική μάχη, που είναι κατεξοχήν πολιτική μάχη, αλλά και γιατί συνέβαλε και στην ενίσχυση της ίδιας της παράταξης της Εναλλακτικής (ως ενιαίας εκλογικής πρότασης με το συνδεδεμένο υποψήφιο πρόεδρο), με την έννοια ότι η Εναλλακτική τέθηκε στη συνείδηση του εκλογικού σώματος ως η μόνη ορατή αντιπαραθετική πρόταση για μία άλλη δικηγορία και έναν άλλο σύλλογο, με σοβαρές προοπτικές επιτυχίας να μετεξελιχθεί από φωνή της διαμαρτυρίας μέσα στο ΔΣ σε αντίπαλο δέος και ρεύμα διεκδίκησης δικαιωμάτων και συμφερόντων.
Ο εκλογικός χάρτης αποκαλύπτει τα κοινωνικά συμφέροντα και τις προσδοκίες που εξέφρασε το αποτέλεσμα του 15% στον Πρόεδρο και 10% στο ΔΣ. Δύο είναι τα κρίσιμα στοιχεία. Το κυριότερο είναι η τεράστια ανατροπή στα εκλογικά τμήματα των νέων δικηγόρων, όπου η υποψηφιότητα Καμπαγιάννη ήταν σταθερά πρώτη δύναμη -και σε πολλά τμήματα με διαφορά- ή δεύτερη με ελάχιστες ψήφους διαφορά από τις πρώτες, αφήνοντας πίσω της την επίσημη δεξιά υποψηφιότητα της κυβέρνησης, αλλά και άλλες δεξιές τεχνοκρατικές υποψηφιότητες που πλασάρονται ως «ανανέωση» σε σχέση με το παλιό «σύστημα».
Στις ίδιες ηλικίες, καταποντίστηκε η υποψηφιότητα Βερβεσού, ενώ στις εκλογές του 2017 πρώτη δύναμη είχε σταθερά αναδειχθεί η δεξιά (Δ. Αναστασόπουλος) με το προφίλ της δεξιάς τότε ανανέωσης και υπέρβασης σε έναν νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό του δικηγορικού επαγγέλματος. Η μετατόπιση αυτή είναι πολύ μεγάλη και προκαλεί συμπεράσματα. Οι κάλπες των νέων ηλικιών αποκαλύπτουν δύο τάσεις, που και οι δύο έρχονται ως απόρριψη του υπάρχοντος μοντέλου δικηγορικού συνδικαλισμού («Βερβεσισμού»).
Αφενός, την τάση κοινωνικής διαμαρτυρίας πάνω σε ένα υπαρκτό έδαφος αντικυβερνητικής τοποθέτησης στις νεαρές ηλικίες. Αφετέρου την επιτυχημένη παρέμβαση της αριστεράς μέσα από την δράση της τελευταίας τετραετίας (και με έμφαση της τελευταίας 2ετίας όσο η ΝΔ είναι κυβέρνηση) πάνω στο έδαφος της οικονομικής και επαγγελματικής αγωνίας των νέων δικηγόρων.
Η εμβέλεια του προσώπου του Θανάση Καμπαγιάννη συνδεδεμένη με την πλούσια δράση της Εναλλακτικής με σταθερό τρόπο σε κεντρικά πολιτικά επίδικα της προηγούμενης περιόδου, οδήγησαν στο αποτέλεσμα της συσπείρωσης ενός ευρύτατου προοδευτικού κοινωνικού ακροατηρίου πίσω από την επιλογή Καμπαγιάννη, όχι απλά ως συμβολική διαμαρτυρία, αλλά με πραγματική βούληση να καταγραφεί ως ψήφος και τοποθέτηση ανατροπής και σπασίματος της αφωνίας του ΔΣΑ για σημαντικά επίδικα.
Πρέπει να σημειώσουμε ότι δυστυχώς το εκλογικό σύστημα στο ΔΣΑ, με τις χωριστές κάλπες για τον Πρόεδρο και το Δ.Σ. πετυχαίνει το στόχο του: να νοθεύσει τον πολιτικό (και συνδικαλιστικό) συσχετισμό της εκλογικής αναμέτρησης. Παρότι ο Θ.Καμπαγιάννης έλαβε 15%, αποτυπώνοντας το ρεύμα και την πολιτική διαμαρτυρία που περιγράψαμε, αυτό εξαιτίας της διαφορετικής κάλπης στο Δ.Σ., δεν καταγράφεται ως συσχετισμός δυνάμεων μέσα στο 25μελές Δ.Σ.. Εκεί, καταγράφεται το 10% της Εναλλακτικής, και δύο έδρες (παραλίγο 3), ενώ αν η κάλπη ήταν μία, τότε ο συνδυασμός Εναλλακτικής-Καμπαγιάννη θα κατακτούσε 3 ακέραιες έδρες και πιθανότατα και μία τέταρτη από τη δεύτερη κατανομή, δηλαδή διπλάσια δύναμη.
Ουσιαστικά η υποψηφιότητα Καμπαγιάννη επανατοποθέτησε και συσπείρωσε ένα ευρύτατο ακροατήριο νέων δικηγόρων που παλαιότερα στους κοινωνικούς χώρους των Νομικών σχολών εκπροσωπούνταν από πλείστους αριστερούς, προοδευτικούς σχηματισμούς (ΠΚΣ, ΕΑΑΚ, ΑΡΕΝ, ελευθεριακός χώρος, αλλά και ευρύτερα τμήματα νεολαίας). Ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού αυτού εκφράστηκε και στην υποστήριξη του συνδυασμού της Εναλλακτικής. Η τοποθέτηση, επανατοποθέτηση και μετατόπιση αυτού του δυναμικού στην εκλογική στήριξη μιας παράταξης της παραδοσιακής ριζοσπαστικής αριστεράς, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση για τους 1219 ψηφοφόρους.
Η ιστορία της μετάβασης από το φοιτητικό χώρο στον επαγγελματικό στίβο της έχει διδάξει ότι υπάρχει ταχύτατη αποσυγκρότηση των πολιτικών και εκλογικών τοποθετήσεων με το πέρας της φοιτητικής ζωής και την έναρξη της εργασίας/δικηγορίας. Τα φοιτητικά εκλογικά μπλοκ τείνουν να κατακερματίζονται, ενσωματώνονται της κυρίαρχους πολιτικούς μηχανισμούς ή να απέχουν. Πρόκειται συνεπώς για σημαντική ποιοτική μεταβολή, δηλαδή πολιτική μετατόπιση της ακροατηρίου (επαναπροσδιορισμός της πολιτικής τοποθέτησης), και όχι απλώς ένα «άθροισμα» υπαρκτών πολιτικών εκπροσωπήσεων ελλείψει ανταγωνιστών.
Παράλληλα, η δεσπόζουσα σήμερα προοπτική της με κακούς όρους μισθωτής επαγγελματικής απασχόλησης, οι συνθήκες γαλέρας, που διογκώνονται, για τους νέους, η διάψευση προσδοκιών για χιλιάδες αποφοίτους νομικών σχολών, το διαρκές κυνήγι προσόντων που απαιτείται για να βρει ένας νέος μια δουλειά με μέτριες ή και κακές αμοιβές, διαμόρφωσαν το κοινωνικό έδαφος για την πολιτική μεταβολή στο χώρο των νέων δικηγόρων που μένει εδώ και χρόνια ανέκφραστος σε επίπεδο συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων. Ο δε αιφνιδιασμός των συστημικών δυνάμεων από το ποσοστό Καμπαγιάννη και Εναλλακτικής, που δεν περίμεναν να εκτιναχθεί σε τέτοια ποσοστά, δείχνει και το πόσο οι ηγεσίες αυτές έχουν αποκοπεί ιδίως από τους νέους δικηγόρους και τις αγωνίες τους.
Από την άλλη πλευρά είναι σημαντικό να επισημανθεί δευτερευόντως ότι στις νέες ηλικίες αποτυπώθηκε και η τάση της αποπολιτικοποίησης, μέσα από τα υψηλά ποσοστά της τεχνοκρατικής δεξιάς υποψηφιότητας του Α. Μαντζούτσου, που περισσότερο επικεντρώνεται στην οικοδόμηση ενός επιστημονίστικου προφίλ «βοήθειας» των νέων δικηγόρων με τη διανομή κωδίκων, υποδειγμάτων κλπ.
Ένα στοιχείο του αποτελέσματος της Εναλλακτικής που έχει ειδική σημασία είναι η σταθερή τρίτη θέση και στις μεγαλύτερες ηλικίες δικηγόρων. Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια στο δικηγορικό σώμα, που αφορά στη συμπίεση, φτωχοποίηση ή και εξώθηση από το επάγγελμα των δικηγόρων, ιδίως αυτοαπασχολούμενων, διαπερνά συνολικά το σώμα και εκφράστηκε στις εκλογές με αριστερή ριζοσπαστική ψήφο.
Όλες οι συστημικές δυνάμεις (δεξιές ή «πασοκογενείς») ταυτίζονται με την προώθηση και εκπροσώπηση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης που οδηγεί στην κατίσχυση των μεγάλων δικηγορικών εταιρειών/γραφείων, αποτελώντας μια εν εξελίξει διαδικασία αναδιαμόρφωσης του δικηγορικού χάρτη, και πολιτικά εκπροσωπούν αυτά τα συμφέροντα και αυτές τις διαδικασίες στο ΔΣ του ΔΣΑ.
Έτσι, η Εναλλακτική και ο Θ. Καμπαγιάννης ενισχύθηκαν και από αυτά τα πληττόμενα τμήματα των αυτοαπασχολούμενων συναδέλφων ακριβώς γιατί αντιμαχόμενοι την κατεύθυνση αυτή, είτε μέσα στο ΔΣ και με τις παρεμβάσεις για το δικηγορικό κλάδο, είτε με τις κοινωνικές/ αντικυβερνητικές παρεμβάσεις, εκπροσωπούν μια κατεύθυνση οριοθέτησης της επιταχυνόμενης εξαφάνισης του μοντέλου του αυτοαπασχολούμενου μέσα από την κυριαρχία των δικηγορικών εταιρειών και την μισθωτοποίηση. Στην κάλπη των συμβούλων η έκφραση αυτών των συμφερόντων διοχετεύτηκε και σε άλλους μικρότερους συνδυασμούς, όπως των «αμίσθων» ή του ΚΚΕ.
Το να εκφραστεί αυτή η δυσαρέσκεια με την ηγεμονία του ριζοσπαστικού αριστερού λόγου και πρακτικών επιταχύνθηκε από τη συνθήκη της πανδημίας και την προκλητική στάση εγκατάλειψης και εμπαιγμού της κυβέρνησης (μη χορήγηση αποζημιώσεων ενώ τα δικαστήρια ήταν κλειστά επί 1,5 χρόνο, διαρκής ανασφάλεια για την λειτουργία των δικαστηρίων και των υποθέσεων λόγω των παιχνιδιών με τις ΚΥΑ), με την οποία χωρίς καμία αντίφαση συντάχθηκαν όλοι οι καθεστωτικοί συνδυασμοί. Η αδιαφορία άλλων δυνάμεων για μια σύγκρουση με την κυβέρνηση, πέρα από τη γενικότερη καταγγελία ως στοιχείο μια ιδεολογικής τοποθέτησης (ΚΚΕ), οδήγησε ώστε η Εναλλακτική να είναι ο μοναδικός πολιτικός χώρος στο ΔΣΑ που κατά τη διάρκεια της πανδημίας και των λοκντάουν όρθωσε φωνή υπεράσπισης των συνθηκών επιβίωσης των δικηγόρων και ιδίως των αυτοαπασχολούμενων που απειλήθηκαν με κλείσιμο των γραφείων τους, αλλά και των μισθωτών/ασκουμένων για την ανάδειξη αυθαιρεσιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας κλπ.
Ένα άλλο ιδιαίτερο στοιχείο που αντανακλάται στο αποτέλεσμα είναι ότι η κατεύθυνση της Εναλλακτικής για την υπεράσπιση του μοντέλου δικηγορίας του «δικηγόρου – υπερασπιστή» έχει πραγματικό κοινωνικό βάθος στους δικηγόρους. Τα ιδιαίτερα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης στον νομικό κλάδο δημιουργούν ιδεολογικές και πολιτικές αντιφάσεις που προκαλούνται από τη σύγκρουση του χαρακτηριστικού νεοφιλελεύθερου αμοραλισμού και του αυταρχικού κρατισμού που τον συνοδεύει με της ιδιαίτερες φιλελεύθερες ιδεολογικές καταβολές του νομικού επιστημονικού αντικειμένου, που στηρίζεται στην θέσπιση και προστασία κοινωνικών, πολιτικών και ατομικών δικαιωμάτων. Η τάση αναίρεσης σήμερα θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, το πλήγμα που δέχονται δικαιώματα που βρίσκονται στον πυρήνα του κράτους δικαίου (ελάχιστων εγγυήσεων σεβασμού ελευθερίων, ατομικών δικαιωμάτων έναντι της κρατικής εξουσίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας), που αποτύπωναν έναν συγκεκριμένο κοινωνικό συσχετισμό δύναμης στο παρελθόν, δεν είναι εύκολα υπερασπίσιμη στο νομικό και δικηγορικό χώρο, και ιδίως για τους αυτοαπασχολούμενους για τους οποίους η υπεράσπιση δικαιωμάτων έναντι της κρατικής εξουσίας συναρτάται ουσιαστικά με την καθημερινότητα της επαγγελματικής τους υπόστασης και το αντικείμενο της εργασίας τους (σε όλο το φάσμα ποινικών, διοικητικών αστικών υποθέσεων). Αυτό εξηγεί (εν μέρει πάντα) και παραδοξότητες όπως η θέση που παίρνουν ακόμη και νομικοί/ δικηγόροι του συντηρητικού χώρου σε κραυγαλέες περιπτώσεις παραβάσεων (απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα, υπόθεση Ηριάννας κ.ά.) ή και παλαιότερα η στάση υπεράσπισης ελευθεριών ακόμη και από δεξιές ηγεσίες του ΔΣΑ.
Το κοινωνικό αυτό υπόδειγμα σήμερα φθείρεται και απειλείται από την αναδιάρθρωση στο χώρο της δικηγορίας, αφού η συγκέντρωση της ύλης στις δικηγορικές εταιρείες και η δημιουργία συσσωματώσεων μεγάλου κεφαλαίου, ο αποκλεισμός λαϊκών στρωμάτων από τη δικαιοσύνη και άρα από την δικηγορική πελατεία/ υποθέσεις, η τάση μισθωτοποίησης και έντασης της εργοδοτικής εξουσίας με την αναίρεση της επιστημονικής και επαγγελματικής αυτονομίας, που ακυρώνει το υλικό έδαφος για ενασχόληση με ευρύτερες υποθέσεις λόγω ωραρίων, εργοδοτικού δεσποτισμού κλπ. και μειώνει τις συλλογικές αντιστάσεις του κλάδου ως προς την επαγγελματική δεοντολογία, η τάση «ανοίγματος» της δικηγορικής εργασίας (ως νεοφιλελεύθερο αντιστάθμισμα στη μείωση της δουλειάς και των αμοιβών) σε αντικοινωνικά αντικείμενα (κυνήγι και οχλήσεις οφειλετών, πλειστηριασμοί, υπολογισμό συντάξεων λόγω μη επαρκούς στελέχωσης των υπηρεσιών πρόνοιας με δημοσίους υπαλλήλους), οδηγούν αντικειμενικά στην συμπίεση του επαγγελματικού οράματος / «λειτουργήματος» μιας μεγάλης μερίδας δικηγόρων και στρατηγικά στη συρρίκνωση του κοινωνικού υποδείγματος του δικηγόρου υπερασπιστή.
Πάνω σε αυτό το έδαφος αντιφάσεων, η κατρακύλα της ηγεσίας του ΔΣΑ σήμερα, δηλαδή η σιωπή και ουσιαστικά η συναίνεση στην πολιτική της ακύρωσης θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών με σωρεία αντισυνταγματικών διατάξεων, βρήκε συγκροτημένη απάντηση και εκπροσώπηση στην επίμονη, μαζική και πλατιά κοινωνική παρέμβαση της Εναλλακτικής που κατήγγειλε και περιφρούρησε με έμπρακτο τρόπο τις ελευθερίες, πρωταγωνιστώντας στην συγκρότηση της Πρωτοβουλίας Δικηγόρων και Νομικών και ενός πλατιού δημοκρατικού κινήματος και υπερασπίστηκε τα δικαιώματα με συγκροτημένο, πολιτικό και νομικό λόγο οξύνοντας τις αντιφάσεις της κυβερνητικής πολιτικής. Με την παρέμβασή της αυτή, η Εναλλακτική, πάνω στην αντιπολιτευτική απουσία που επικρατεί στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, έστησε με τη δράση της για ένα μεγάλο διάστημα στο πεδίο των δημοκρατικών δικαιωμάτων ένα δίπολο και ένα διαρκή κεντρικό πολιτικό διάλογο «κυβέρνηση – δικηγόροι». Ο εξαναγκασμός της κυβέρνησης να συνομιλεί ουσιαστικά για την πολιτική της στο δημοκρατικό ζήτημα με τους δικηγόρους του κινήματος (βλ. χαρακτηριστικά τις ανακοινώσεις Νικολάου την περίοδο της απεργίας πείνας του Δ. Κουφοντίνα) απέδωσε τεράστια θετική εμβέλεια στο χώρο που εκπροσώπησε η Εναλλακτική και η υποψηφιότητα Θ. Καμπαγιάννη.
Δεν είναι υπερβολή να διατυπωθεί ότι η στάση και δράση της Εναλλακτικής (και της Εναλλακτικής Πρωτοβουλίας Δικηγόρων Θεσσαλονίκης) από την 9.7.2020 ημέρα ψήφισης του νόμου για τον περιορισμό του δικαιώματος στη διαδήλωση, κατά τη διάρκεια του 2021 και ιδίως των πρώτων μηνών στο μέτωπο της δημοκρατίας και της ελευθερίας, διέσωσε το αίσθημα τιμής χιλιάδων συναδέλφων, απέναντι στη χαμερπή στάση των ηγεσιών των δικηγορικών συλλόγων.
Ένα γενικότερο συμπέρασμα που μπορεί να βγει από τις παραπάνω επιμέρους αναλύσεις του εκλογικού αποτελέσματος της Εναλλακτικής και στις δύο κάλπες, είναι το εξής: Η υποψηφιότητα Καμπαγιάννη-Εναλλακτικής εξέφρασε μία απαίτηση ανατροπής της καθεστηκυίας τάξης και της πορείας του δικηγορικού κλάδου και συνδικαλισμού. Υπάρχει σήμερα ένα κοινωνικό ρεύμα που -με διαφορετικές ειδικότερες προσδοκίες ανάλογα με την επαγγελματική κατάσταση ή/και ηλικία- βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι: είτε θα πάρει το δρόμο της απόσυρσης/παραίτησης από την αξίωση να εκπροσωπείται από το Δικηγορικό Σύλλογο (πολιτική και ιδεολογική στάση που ενισχύεται από την οικονομική και επαγγελματική απαξίωση) ή θα εκφραστεί δυναμικά από τη δυναμική ανατρεπτική παρέμβαση στα συνδικαλιστικά πράγματα με την πρόκληση ενός αποτελέσματος που θα βγάλει στο προσκήνιο αυτά ακριβώς τα συμφέροντα. Η δράση και κατεύθυνση της Εναλλακτικής έκανε μπορετό να πραγματοποιηθεί το δεύτερο ενδεχόμενο.
Πρόκειται για μια πολύ μεγάλη επιτυχία που όχι μόνο ανταποκρίνεται στην ιστορική πρόκληση για την αριστερά να εκπροσωπεί γνήσια τα λαϊκά ταξικά συμφέροντα στους χώρους που παρεμβαίνει, αλλά και αναχαιτίζει/αντιστρέφει την τάση ιδιώτευσης, απογοήτευσης και απαξίωση των συνδικαλιστικών πρακτικών και μορφών οργάνωσης.
- Τα βασικά στοιχεία που διαμόρφωσαν το επιτυχημένο υπόδειγμα παρέμβασης της Εναλλακτικής και συμπύκνωσε η υποψηφιότητα του Θανάση Καμπαγιάννη
Ποιοι είναι οι πολιτικοί παράγοντες που οδήγησαν σε μια τέτοια ανατροπή συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων ιδίως στις νέες ηλικίες, αλλά και όχι μόνο; Η Εναλλακτική με τη δράση της και τη στάση της έδειξε ότι σε αυτό το τοπίο η ριζοσπαστική ανυπότακτη αριστερά έχει σημαντικές δυνατότητες υπό τρεις προϋποθέσεις:
Πρώτον την απεύθυνση στον κόσμο στη βάση του προβλήματος που τον ταλανίζει, πατώντας πάνω στις ταξικές διαφοροποιήσεις και τις αντιφάσεις των πολιτικών επιλογών του αστισμού (γραμμή μαζών). Απεύθυνση όχι μόνο ως έγκληση στη βάση ενός (αντικαπιταλιστικού) προγράμματος ή ακόμα χειρότερα τύπου «ξύπνα λαέ», αλλά με την ανάληψη συγκεκριμένων πολιτικών και συνδικαλιστικών παρεμβάσεων (πορείες, κείμενα υπογραφών κλπ.) και βέβαια ανυποχώρητη (και ανεξάρτητη από πολιτικές και κυβερνητικές σκοπιμότητες) υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των πληττόμενων λαϊκών στρωμάτων και ενεργή δράση στο πλευρό των αντιρατσιστικών, αντιφασιστικών και αντισεξιστικών κινημάτων.
Δεύτερον την ενιαιομετωπική απεύθυνση, ανεξάρτητα από ιδεολογικοπολιτικές ορίζουσες και χωρίς αποκλεισμούς. Όλες οι πολιτικές πρωτοβουλίες που πήρε η Εναλλακτική είχαν αυτό το χαρακτήρα και για αυτό ήταν επιτυχημένες, από τη συγκρότηση της πλατιάς πρωτοβουλίας δικηγόρων και νομικών για τα δημοκρατικά δικαιώματα, μέχρι τις πρωτοβουλίες καταγγελίας της στάσης της ηγεσίας του ΔΣΑ στο δίκη των δολοφόνων Τοπαλούδη.
Τρίτον και απόλυτα αναγκαίο: ενότητα στην παρέμβαση και τη δράση της, συμπεριλαμβάνοντας και τμήματα που ιδεολογικά δεν ανήκουν στο χώρο της αριστεράς, αλλά αντιλαμβάνονται την ανάγκη της εναιομετωπικής απεύθυνσης και της γραμμής μαζών. Κρίσιμος παράγοντας σε αυτή τη λογική ήταν η σταθερή προτεραιότητα εντός της Εναλλακτικής στη διατήρηση και επέκταση της συμπεριληπτικής φυσιογνωμίας της παράταξης. Παρά τις πλείστες πολιτικές μετατοπίσεις στο κεντρικό πολικό σκηνικό και στο χώρο της Αριστεράς, παρά τις αντιπαραθετικές συνδικαλιστικές εκφράσεις στην πλειοψηφίας των κοινωνικών χώρων μεταξύ των δυνάμεων της αριστεράς, στην Εναλλακτική μέσα από την εσωτερική της διαπάλη κυριαρχεί η επιμονή σε ένα μαζικό πολιτικό λόγο και φυσιογνωμία, στην σύζευξη των πολιτικών αντιλήψεων μέχρι εξαντλήσεως, η αταλάντευτη υπεράσπισης της ενότητας, η γρήγορη μαζική ιδεολογική απαξίωση οποιασδήποτε τάσης σεκταρισμού, η επιμονή στην αδιαμεσολάβητη και ανοικτή πολιτική συζήτηση, η υπέρβαση πολιτικών αγκυλώσεων που θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη δημόσια δράση και η επιμονή στην ισότιμη συμπερίληψη οργανικά εντός της παράταξης κάθε δύναμης ή αντίληψης που στρέφεται σε αυτή χωρίς απαιτήσεις ιδεολογικής ταύτισης.
Παράλληλα με τα παραπάνω, το πιο κρίσιμο στοιχείο ήταν και είναι η αγωνιστική εγρήγορση και συνέπεια της Εναλλακτικής. Σε μια περίοδο μεγάλης απογοήτευσης και ηττοπάθειας, τα μέλη, οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες της Εναλλακτικής με συνέπεια, πρωτοβουλία και ζωντάνια βρέθηκαν σε κάθε μικρή και μεγάλη μάχη στο δικηγορικό χώρο, αλλά και ευρύτερα στους κοινωνικούς αγώνες. Οι δικηγόροι μέλη της στήριξαν μέσα κι έξω από τα ακροατήρια κοινωνικές ομάδες που αγωνίζονται και πλήττονται από την κυβερνητική επίθεση και την καταστολή κερδίζοντας την αποδοχή και το σεβασμό από μια μεγάλη εμβέλεια χώρων και δυνάμεων για την προσφορά τους στον αντιφασιστικό αγώνα και τη συμβολή τους στην μεγάλη νίκη της Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της ΧΑ, στην υπεράσπιση θυμάτων της κρατικής καταστολής, διωκόμενων για τη δράση τους ενάντια στους πλειστηριασμούς, νεολαίων και φοιτητών, απεργών. Αλλά και στις λαϊκές κινητοποιήσεις στάθηκαν υπερασπιστές τους δικαιώματος πολλών ομάδων να διαδηλώσουν και να κινητοποιηθούν. Αυτή η αγωνιστική συνέπεια και διαρκής κινητικότητα, σφυρηλάτησε την ενότητα και την μαζική συμμετοχή στην προσπάθεια της Εναλλακτικής πολλών ρευμάτων και δυνάμεων, και δεκάδων νέων αγωνιστών και αγωνιστριών μέσα από τη δράση των καθημερινών αγώνων.
Η πολιτική παρέμβαση της Εναλλακτικής είναι απόδειξη ότι:
Α) Ο μαζικός πολιτικός λόγος και η ενωτική και μετωπική δράση παράγουν ριζοσπαστικοποίηση και μπορούν να στρατεύσουν ευρύτερα μαζικά ακροατήρια σε αγωνιστικές πρακτικές. Είναι αυτή η πολιτική φυσιογνωμία που συγκρούεται και προκαλεί ρήξεις και φθορά στους κυβερνητικούς και αντιδραστικούς σχεδιασμούς γιατί μπορεί να οδηγήσει σε κινήσεις μαζών και να πολώσει κοινωνικά στρώματα σε σύγκρουση με την κυβερνητική επίθεση, πολύ περισσότερο από την εμμονή στην διαρκή «απόδειξη» του ριζοσπαστισμού από τον άμαζο/μειοψηφικό, ταυτοτικό, ιδεολογικό λόγο, που περιθωριοποιεί την αριστερά και τις δυνατότητές της.
Β) Ότι σήμερα, ακόμη και μετά το κλείσιμο ενός κύκλου αγώνων και κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης την περίοδο των μνημονίων μετά το 2015, που επισφραγίστηκε από το εκλογικό αποτέλεσμα εξαύλωσης της ριζοσπαστικής αριστεράς του 2019, και παρά την επιθετική στρατηγική πυγμής που ακολουθεί η ΝΔ στο έδαφος της ήττας των λαϊκών τάξεων, υπάρχουν κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για την οικοδόμηση όχι μόνο νέων αγώνων που θα οριοθετούν αυτήν την επιθετικότητα, αλλά θα προκαλούν και νέες πολιτικές μετατοπίσεις τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων με την ηγεμονία της ριζοσπαστικής αριστεράς και των αγωνιστικών πρακτικών της. Αναγκαίος όρος για την εμφάνιση ενός τέτοιου πολιτικού δυναμικού είναι η μετωπική κατεύθυνση πίσω από μια αγωνιστική, μαχητική δράση και πρακτική, δηλαδή η ενοποίηση του δυναμικού που στρατεύεται πίσω από περισσότερες κατακερματισμένες δυνάμεις, ιδεολογικές αναφορές και χώρους.
Στο επόμενο χρονικό διάστημα οφείλουμε να δράσουμε έχοντας στο μυαλό μας ότι εκφράζουμε αυτό το κοινωνικό ρεύμα, το οποίο δεν ταυτίζεται οργανικά με την Εναλλακτική. Αυτό το κοινωνικό ρεύμα που αποτυπώθηκε στο χώρο των δικηγόρων είναι ασφαλώς εύθραυστο και έκθετο στην απογοήτευση και αποδιοργάνωση που γεννά η επιθετική και κατασταλτική πολιτική της κυβέρνησης και η τάση της να προχωρά τα μέτρα παρά τις συχνά μαζικές αντιστάσεις, αλλά και οι γενικότερες δυσκολίες του γενικότερου ιδεολογικού και πολιτικού συσχετισμού που δεν θα αλλάξουν βραχυπρόθεσμα.
Είναι διαρκές διακύβευμα το ρεύμα αυτό να διατηρηθεί και να δυναμώσει ασκώντας πίεση στην ηγεσία του ΔΣΑ και κατοχυρώνοντας κατακτήσεις. Η διατήρηση της μαχητικής φυσιογνωμίας της Εναλλακτικής, που την ανέδειξε σε κρίσιμο κομμάτι των λαϊκών κινητοποιήσεων για τις ελευθερίες, για την έμπρακτη υπεράσπιση του δικαιώματος στη συνάθροιση, για τα εργασιακά δικαιώματα, κατέστησε τους αγωνιστές δικηγόρους ορατό και παντού παρόν οργανικό τμήμα των λαϊκών αγώνων είναι κρίσιμη. Αλλά και η ανοιχτή και μετωπική της φυσιογνωμία και ο μαζικός πολιτικός της λόγος που τροφοδοτεί ευρύτερα με επιχειρήματα κινηματικά εγχειρήματα και οξύνει τις αντιφάσεις της κυβερνητικής γραμμής εκθέτοντάς την. Η συγκυρία δεν επιτρέπει σεχταριστικές ανασφάλειες και κλειστές φυσιογνωμίες που καλλιεργούν την ηττοπάθεια και αναπαράγουν ιδεολογικούς διαχωρισμούς στο εσωτερικό των κινητοποιούμενων λαϊκών στρωμάτων.
Αναγκαίος όρος για τη διατήρηση και ανάπτυξη του μαχητικού αγωνιστικού ρεύματος είναι να το καλέσουμε σε συμμετοχή και κοινές πρωτοβουλίες και όχι να αναλάβουμε (και αντίστοιχα να μας αναθέσει) την εκπροσώπησή του. Πέρα από τις επιμέρους πρωτοβουλίες για τους μισθωτούς δικηγόρους ή για τα δημοκρατικά δικαιώματα ή για άλλα επιμέρους ζητήματα, μορφές συνάντησης με τον κόσμο αυτό που εμπνεύστηκε από την προσπάθεια της Εναλλακτικής και βρήκε νόημα στην αποτύπωση ενός άλλου πολιτικού ρεύματος είναι η διοργάνωση μαζικών, ανοικτών διαδικασιών, του τύπου συνέλευσης, που μπορεί να συμμετάσχει και να εκφραστεί το δυναμικό αυτό.
Από αυτή την άποψη, στο χώρο των δικηγόρων θεωρούμε ότι μέσα στους πρώτους μήνες του 2022 η Εναλλακτική Παρέμβαση πρέπει να αναλάβει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες που θα έχουν ως κριτήριο το ρεύμα που εκφράστηκε από τις εκλογές των δικηγορικών συλλόγων, ιδίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αφενός να λάβει στο βαθμό που αυτό είναι δυνατόν συγκεκριμένες μορφές, ούτως ώστε να αποτραπεί ένα γρήγορο ξεφούσκωμά του μέσα στη μακρά τετραετία ως τις επόμενες αρχαιρεσίες, αφετέρου και με τον τρόπο αυτό να συμβάλλει με πολλαπλασιαστική δύναμη στην ανάπτυξη αγώνων και αντιστάσεων τόσο εντός του κλάδου, αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία.
Ειδικότερα, και όσον αφορά στο δικηγορικό κλάδο οφείλουμε να θέσουμε ορισμένους αρχικούς πολιτικούς και συνδικαλιστικούς στόχους πάλης. Πρώτα απ’ όλα την διεκδίκηση της ριζικής τροποποίησης του θεσμικού πλαισίου των δικηγορικών συλλόγων προς μια δημοκρατική κατεύθυνση. Αυτή περιλαμβάνει οπωσδήποτε την ανόθευτη εφαρμογή της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος στους μεγάλους δικηγορικούς συλλόγους και την κατάργηση της ιδιαίτερης προεδρικής κάλπης, σύστημα το οποίο, όπως αναλύθηκε παραπάνω, αφενός νοθεύει τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων μέσα στα ΔΣ, αφετέρου εντείνει την αποπολιτικοποίηση και την ατομοκεντρική προσέγγιση ενός συλλογικού θεσμού. Έπειτα, ταυτόχρονος στόχος πρέπει να είναι και η διεκδίκηση της επαναφοράς με τακτικό τρόπο των μαζικών συλλογικών διαδικασιών των δικηγορικών συλλόγων, δηλαδή των γενικών συνελεύσεων. Αυτή περνά τόσο μέσα από την υποχρεωτικότητα διεξαγωγής ετήσιων τακτικών γενικών συνελεύσεων, αλλά και τη σημαντική διευκόλυνση των προϋποθέσεων σύγκλησης και απαρτίας έκτακτων.
Ταυτόχρονα, είναι αναγκαίο να εκφραστεί πλέον πιο δυνατά, πιο μαζικά και πιο επίμονα το σύνολο εκείνων των αιτημάτων που αφορούν επαγγελματικά και κοινωνικά την πλειοψηφία των συναδέλφων σε όλη την Ελλάδα, σε όλο το φάσμα τους (ελάχιστα δικαιώματα μισθωτών και ασκούμενων, φορολογικό, ασφαλιστικό, δικηγορική ύλη κ.ο.κ.). Επιπλέον, με μεγαλύτερη δύναμη σήμερα μπορούμε ακόμη πιο αποφασιστικά να ασκήσουμε πιέσεις για διευρυνθεί το ρεύμα δικηγόρων και νομικών που υπερασπίζονται τα δημοκρατικά κεκτημένα και να λάβουν θέση οι δικηγορικοί σύλλογοι.
Έπειτα, υπάρχει η δυνατότητα και πρέπει να διεκδικηθεί ώστε το σύνολο των εντός του κλάδου πολιτικών συνδικαλιστικών δυνάμεων, αλλά και προσώπων από όλη την Ελλάδα, που τάσσονται στις γραμμές της αγωνιστικής διεκδίκησης των συμφερόντων της πλειοψηφίας των συναδέλφων, να συναντηθούν και να συνομιλήσουν σε μια πανελλαδική εκδήλωση επιδιώκοντας να εκφράσουν χωρίς ιδεολογικούς αποκλεισμούς το κοινωνικό ρεύμα των συναδέλφων που εκφράστηκε στις εκλογές αυτές.
Επίλογος
Η δράση μας μέσα από την Εναλλακτική την τελευταία διετία και το εκλογικό αποτέλεσμα των αρχαιρεσιών του ΔΣΑ μας φέρνουν μπροστά σε μία διαπίστωση που μόνο αν καλύψουμε τα μάτια μας δεν θα μπορέσουμε να αντιληφθούμε:
Η Εναλλακτική, και ό,τι αυτή εκφράζει, έχει υπερβεί τα όρια του δικηγορικού συλλόγου της Αθήνας. Χωρίς υπερβολή, δεν είναι μία ακόμη παράταξη/σχήμα της άκρας εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, που ταλανίζεται από τις παθογένειές της.
Η Εναλλακτική τα τελευταία χρόνια μιλά και ακούγεται απευθείας στην κοινωνία, σχεδόν αδιαμεσολάβητα. Αξιοποίησε τις δυνατότητες των σύγχρονων μορφών ώστε να επικοινωνήσει έναν προχωρημένο ριζοσπαστικό δημοκρατικό λόγο σε ένα ακροατήριο που υπερβαίνει κατά πολύ τον δύσκολο και περιορισμένο χώρο του δικηγορικού κλάδου. Ακριβώς, όμως, επειδή απευθύνεται καταρχήν στον δικηγορικό κλάδο, ο πολιτικός της λόγος απέκτησε μεγαλύτερο κύρος, μεγαλύτερη διεισδυτικότητα, μεγαλύτερο πολιτικό βάρος. Και ο λόγος αυτός στηρίχθηκε στην απτή δραστηριότητα των δεκάδων αγωνιστών και αγωνιστριών της μέσα και έξω απ’ τα δικαστικά ακροατήρια στην πιο πιεστική πολιτικά περίοδο των τελευταίων δεκαετιών.
Ούτως ή άλλως, η δραστηριότητα και οι παρεμβάσεις της Εναλλακτικής δεν περιορίστηκαν στα αμιγώς δικηγορικά ζητήματα. Πολύ περισσότερο, όπως γράψαμε και παραπάνω, η δραστηριότητά της, αναγκαστικά λόγω της πολιτικής συγκυρίας, επικεντρώθηκε στην ενεργή αντίσταση απέναντι στον κρατικό και κυβερνητικό αυταρχισμό, στην αστυνομική αυθαιρεσία και τις σκευωρίες και στη μαχητική υπεράσπιση κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Η εικόνα των δικηγόρων, γυναικών και ανδρών, νέων και ασπρομάλληδων, που συγκρατούν την αύρα του Χρυσοχοΐδη αναδείχθηκε σε σύμβολο ολόκληρου του λαϊκού κινήματος στα χρόνια της απουσίας έστω στοιχειώδους αντιπολίτευσης μέσα στο κοινοβούλιο, στα χρόνια μιας γενικής (αν και όχι συντριπτικής) ύφεσης των κοινωνικών αγώνων.
Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ήταν αποτέλεσμα όχι απλά των αναγκών της πολιτικής συγκυρίας, αλλά κυρίως, της αντίληψης της Εναλλακτικής Παρέμβασης και των αγωνιστών της ότι δεν είναι δυνατόν η λαίλαπα της κυβέρνησης Μητσοτάκη να μένει αναπάντητη (ή να την αναλαμβάνει σε στιγμές μόνο η φοιτητική νεολαία). Ήταν αποτέλεσμα της συνειδητής ανάληψης από την Εναλλακτική Παρέμβαση πρωτοβουλιών αντίστασης και διεκδίκησης που συνέβαλλαν σε μικρότερες ή μεγαλύτερες οπισθοχωρήσεις της πλευράς των εκφραστών της κυρίαρχης τάξης.
Η Εναλλακτική μπορεί, έχει τις δυνάμεις πολιτικές, ιδεολογικές και φυσικές να αποτελεί και υπόδειγμα αριστερής ριζοσπαστικής πολιτικής με μαζικά και συμπεριληπτικά χαρακτηριστικά, το οποίο χωρίς καμία επιφύλαξη πετυχαίνει απτά αποτελέσματα μέσα στο χώρο που δραστηριοποιείται.
Η σημαντικότερη, όμως, όλων δυνατότητα και προοπτική της Εναλλακτικής και αυτή που πρέπει να διαφυλαχθεί απ’ το δυναμικό της είναι να κρατήσει τη θέση που κατέκτησε στην κοινωνία ως ανυπέρβλητο ανάχωμα απέναντι στον κρατικό αυταρχισμό.
Τέλος, ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η ανάταση που έφερε αυτό το αποτέλεσμα και στις δυνάμεις που ενεργοποιήθηκαν στην μάχη αυτή, αλλά και σε ευρύτερα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Η περηφάνια που νιώσαν οι δικηγόροι στις μάχες ενάντια στο νόμο Χρυσοχοϊδη και ενάντια στην προοπτική να έχουμε τον πρώτο απεργό νεκρό πείνας στη μεταπολίτευση, η περηφάνια που νιώθουν όταν υπερασπίζονται αγωνιστές και αγωνίστριες τόσο στο δρόμο, όσο και στα δικαστήρια, έγινε και περηφάνια που στήριξαν Εναλλακτική. Η ψυχή μας γέμισε ξανά με σημαίες. Προχωράμε και θα νικήσουμε!