ΑΦΑΙΡΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΒΙΑΣΜΟΥ (ΠΑΡ. 4 ΑΡ. 336 ΠΚ): ΟΥΤΕ ΝΑ ΤΟ ΣΚΕΦΤΕΣΤΕ!
Μετά από ένα κύμα αποκαλύψεων σεξουαλικών παρενοχλήσεων και βιασμών, το οποίο πυροδότησε και τη γενικότερη συζήτηση για την πατριαρχία και τις έμφυλες διακρίσεις, η κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει αποφασίσει να επιτεθεί σε κάθε δικαίωμα που έχει κερδίσει το φεμινιστικό κίνημα τα τελευταία χρόνια. Αυτή τη φορά, με τις γνωστές ‘διαρροές’, κυκλοφορεί η σκέψη του υπουργείου για την κατάργηση της παρ. 4 του άρθρου 336 ΠΚ (απουσία συναίνεσης) για λόγους…. αποδεικτικών δυσχερειών!! Η απάντησή μας συμπυκνώνεται στο εξής: ούτε να το σκέφτεστε!
Η οπισθοδρόμηση σε έναν ορισμό του βιασμού που περιστρέφεται γύρω από την άσκηση σωματικής βίας και την απειλή αυτής, εξαιρεί σειρά περιπτώσεων όπου ξεκάθαρα δεν υπήρχε συναίνεση και που αντιστοιχούν σε σύγχρονες μορφές τέλεσης του αδικήματος, μορφές μη-βίαιων σωματικά απειλών και εκβιάσεων, όπως η απειλή δημοσιοποίησης ερωτικών ή άλλου είδους βίντεο στο διαδίκτυο, οι οποίες ενίοτε γίνονταν δεκτές από τα δικαστήρια (υπάρχουν ελάχιστα δημοσιευμένα νομολογιακά παραδείγματα), ή η απειλή απόλυσης από τον εργοδότη ή η άσκηση ψυχολογικής βίας και οικονομικού αποκλεισμού από το σύζυγο ή σύντροφο, καθώς και περιπτώσεις όπου το θύμα απλά πάγωσε – με τις τελευταίες περιπτώσεις να αποτελούν την πλειοψηφία. Ανοιχτό στην ατιμωρησία αφήνει και το ενδεχόμενο της απειλής με μη παράνομη πράξη ή παράλειψη, όπως για παράδειγμα με την απειλή νόμιμης ενέργειας (όπως η καταγγελία παράνομα εργαζόμενης ή παράτυπα διαμένουσας στην αστυνομία).
Το Άρθρο 36, παράγραφος 2 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης ορίζει συγκεκριμένα ότι: «2. Η συναίνεση πρέπει να παρέχεται εκουσίως, ως αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης του ατόμου η οποία αξιολογείται στο πλαίσιο των περιστάσεων», ενώ νομολογιακά στις έννομες τάξεις της Αγγλίας και των ΗΠΑ έχει επιβεβαιωθεί σταθερά ότι η συναίνεση είναι μια εκούσια και συνεχιζόμενη συμφωνία συμμετοχής σε μια συγκεκριμένη σεξουαλική δραστηριότητα που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή. Η Επεξηγηματική Έκθεση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, παρ. 192, διευκρινίζει περαιτέρω ότι οι διώξεις “θα απαιτούν μια ευαίσθητη ως προς τις περιστάσεις αξιολόγηση των στοιχείων για να θεμελιωθεί κατά περίπτωση το εάν το θύμα συναίνεσε ελεύθερα στην σεξουαλική πράξη. Μια τέτοια αξιολόγηση θα πρέπει να αναγνωρίζει το ευρύ φάσμα συμπεριφορικών αντιδράσεων στη σεξουαλική βία και των βιασμό τις οποίες παρουσιάζουν τα θύματα και δεν θα πρέπει να βασίζεται σε υποθέσεις τυπικής συμπεριφοράς σε τέτοιες καταστάσεις”. Τέτοια ‘τυπική’ συμπεριφορά θεωρείται συχνά δυστυχώς η έντονη σωματικοποιημένη αντίσταση από ένα θύμα βιασμού κατά του δράστη κάτι που αποτελεί μια δικαιική προσέγγιση που απηχεί πατριαρχικές αντιλήψεις και τροφοδοτεί την κουλτούρα της ατιμωρησίας και του βιασμού. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η πιο συνήθης ψυχολογική αντίδραση, ερευνητικά και επιστημονικά υποστηριζόμενη, είναι το πάγωμα του θύματος όταν αυτό έρχεται αντιμέτωπο με μια σεξουαλική επίθεση. Το πάγωμα αυτό μπορεί να καταστήσει το άτομο ανήμπορο να αντισταθεί στην επίθεση, συχνά σε βαθμό ακινησίας.
Και το ΕΔΔΑ έχει κρισιολογήσει ότι ‘Οι θετικές υποχρεώσεις των Κρατών Μελών κατά τα Άρθρα 3 και 8 της [Ευρωπαϊκής] Σύμβασης [Δικαιωμάτων του Ανθρώπου] θα πρέπει να θεωρηθούν ότι απαιτούν την ποινικοποίηση και αποτελεσματική δίωξη οποιασδήποτε μη συναινετικής σεξουαλικής πράξης, συμπεριλαμβανομένης [εκείνης όπου υπάρχει] απουσία σωματικής αντίστασης από το θύμα’.
Σε μια συγκυρία έξαρσης της έμφυλης βίας, απαξίωσής υποτίμησής της ακόμα και από βουλευτές της κυβέρνησης, αλλά και με το δεδομένο του 32% της ελληνικής κοινωνίας να πιστεύει ότι η σεξουαλική συνεύρεση χωρίς συναίνεση μπορεί να είναι δικαιολογημένη αν η γυναίκα βρίσκεται υπό την επήρεια μέθης ή ουσιών, ή αν φορά προκλητικά ρούχα, ή αν συνοδεύεται με τη θέλησή της στο σπίτι μετά από πάρτι, ή αν περπατά μόνη της τη νύχτα ή αν έχει πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους, η επιστροφή στο στερεότυπο του βίαιου άγνωστου δράστη και της σωματικοποιημένης αντίστασης στην ασκηθείσα βία, στέλνει τα θύματα στη σιωπή και φυσικά αφήνει εκτεθειμένα όσα ήδη έχουν ξεκινήσει κάποια ποινική διαδικασία, επί τη βάσει της ισχύουσας τυποποίησης του αδικήματος.
Φυσικά, στο βαθμό που δεν υιοθετείται ένας σαφής ορισμός της πράξης του βιασμού, όπως ακριβώς περιέχεται στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (που να περιλαμβάνει ρητά κάθε ‘μη συναινετική, κολπική, πρωκτική ή στοματική διείσδυσης σεξουαλικού χαρακτήρα στο σώμα ενός άλλου ατόμου με τη χρησιμοποίηση οποιουδήποτε οργάνου του σώματος ή αντικειμένου’ – άρθρο 36 παράγραφος 1α, άλλων μη συναινετικών πράξεων σεξουαλικού χαρακτήρα με άτομο – άρθρο 36 παράγραφος 1β), το Υπουργείο πρέπει να λάβει υπόψη, προς εξειδίκευση της έννοιας, την αναγκαία ενσωμάτωση της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης αλλά και τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ. Αντίστοιχα, πρέπει να εντάξει το άρθρο 343 ΠΚ (κατάχρηση σε ασέλγεια) που αφορά τις σοβαρότατες περιπτώσεις εργασιακής και οικονομικής εξάρτησης και περιπτώσεις της άσκησης ευθείας εξουσίας λόγω θέσης, οι οποίες σκανδαλωδώς θεωρούνται πλημμέλημα, στο άρθρο 336 ΠΚ ως επιμέρους μορφές του αδικήματος του βιασμού.
Ως Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων – Δικηγορική Ανατροπή, ενώνουμε τη φωνή μας με τις γυναίκες, τις θηλυκότητες, τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ και κάθε θύμα έμφυλης βίας και έμφυλων διακρίσεων ενάντια σε κάθε σκέψη και πρόθεση φίμωσής τους, αποσιώπησης των εγκλημάτων που υφίστανται και συσκότισης των αιτιών που τα γεννούν, ενάντια σε κάθε μηχανισμό – θεσμικό και μη – που αναπαράγει ανισότητες και διακρίσεις.