Η τοποθέτηση του συμβούλου της “Εναλλακτικής Παρέμβασης – Δικηγορικής Ανατροπής” Θανάση Καμπαγιάννη για τον προϋπολογισμό έτους 2020 του ΔΣΑ, στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της 27/2/2020, έχει ως εξής:
«Ξεκινάμε από την αφετηρία ότι ο προϋπολογισμός του Δικηγορικού Συλλόγου αποτελεί ρητά, σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 1 εδ. β’ του Κώδικα Δικηγόρων, αντικείμενο Γενικής Συνέλευσης των μελών του. Απέναντι λοιπόν στην απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών και την γενικευμένη καχυποψία των συναδέλφων, ζητάμε τη σύγκληση Γενικής Συνέλευσης για να συζητήσουμε ανοιχτά και δημόσια τα ζητήματα του προϋπολογισμού και τον σχεδιασμό δράσης του Συλλόγου για το 2020 (σσ: η πρόταση για ΓΣ υπερψηφίστηκε μόνο από τους συμβούλους Καμπαγιάννη και Αντανασιώτη). Σε κάθε περίπτωση, ο προϋπολογισμός πρέπει να αναρτάται και να αναρτηθεί στο σάιτ του ΔΣΑ, κάτι που δυστυχώς δεν γίνεται συστηματικά.
Η τοποθέτηση ψήφου για τον Προϋπολογισμό του ΔΣΑ δεν είναι για μας μια τοποθέτηση τεχνοκρατική ή λογιστική. Αφορά μια κορυφαία συζήτηση για την αποτίμηση της κατάστασης της δικηγορίας και του δικηγορικού σώματος, αλλά και τη στρατηγική του κορυφαίου δικηγορικού συνδικαλιστικού οργάνου για τη χρονιά που έρχεται. Ως Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή και εκπροσωπώντας μια συλλογικότητα που μετράει 30 χρόνια αδιάλειπτης δράσης στον Δικηγορικό Σύλλογο, καταψηφίζουμε το προσχέδιο του προϋπολογισμού και τοποθετούμαστε ως εξής:
Λογιστικά, ο προϋπολογισμός που παρουσιάζεται είναι πλεονασματικός, με βασική “αισιόδοξη” πρόβλεψη την είσπραξη 3,5 εκατομμυρίων ευρώ για προεισπράξεις, μια προϋπολογιζόμενη αύξηση δηλαδή κατά 350.000 ευρώ περίπου (από 3,16 εκατομμύρια που εισπράχτηκαν το 2019). Το αν αυτή η πρόβλεψη θα υλοποιηθεί, μένει να το δούμε. Τα διαθέσιμα του Συλλόγου στους τραπεζικούς του λογαριασμούς υπολογίζονται σε περίπου 13,5 εκατομμύρια ευρώ.
Η δυνατότητα του Συλλόγου να έχει έσοδα και μέσω αυτών να χρηματοδοτεί τις δράσεις του, καθώς και υπηρεσίες και πόρους για τις ανάγκες των συναδέλφων (πχ μέτρα κοινωνικής στήριξης των πιο αδύνατων), έχει υπονομευτεί σοβαρά μετά τα μνημονιακά μέτρα: αναφέρουμε εδώ ενδεικτικά την άρση της υποχρεωτικότητας παράστασης στην υπογραφή των συμβολαίων που μείωσε δραματικά τους πόρους. Το αποτέλεσμα είναι οι συναδέλφισσες και οι συνάδελφοι που μπαίνουν τώρα στο επάγγελμα να μην θυμούνται καν τις διανομές μερισμάτων των παλαιότερων χρόνων που επέτρεπαν την πληρωμή της ετήσιας συνδρομής και των ασφαλιστικών εισφορών και αποτελούσαν ανάσα, ειδικά για τους οικονομικά πιο αδύνατους συναδέλφους.
Σύμφωνα με την άποψη που κυριαρχεί στα Διοικητικά Συμβούλια των Συλλόγων μας (όχι παράξενα από αυτούς που θεωρούν την πολιτική αυτή “μονόδρομο”), οι εποχές αυτές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Το μόνο που μπορούμε να συζητάμε πλέον στα πλαίσια των Συλλόγων είναι η παροχή υπηρεσιών στα μέλη μας με τους διαθέσιμους (περιορισμένους) πόρους, το κυνήγι των πιστοποιήσεων, το καλύτερο management με ιδιωτικο-οικονομικούς όρους κοκ. Με την πολιτική αυτή, που εκφράζει την ταξική διαστρωμάτωση του δικηγορικού σώματος και τα συμφέροντα των εχόντων μεγαλύτερα εισοδήματα και των εργοδοτών, το δικηγορικό σώμα έχει καταλήξει τα τελευταία χρόνια ο ιδανικός καρπαζοεισπράκτορας: ΦΠΑ, υπερφορολόγηση, διάλυση ασφαλιστικού μας ταμείου και δομών υγειονομικής περίθαλψης, μείωση συντάξεων, υποχρεωτική διαμεσολάβηση, αγωγόσημα, ο κατάλογος δεν έχει κυριολεκτικά τέλος.
Δεν υπάρχει τίποτα το μοιραίο σε αυτή την κατάσταση που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για επακόλουθο μιας πολιτικής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης που επέλεξαν οι κυβερνήσεις όλων των πολιτικών χρωμάτων την τελευταία δεκαετία και μιας αποδοχής της ως αναπόφευκτης από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που δρουν στον δικηγορικό συνδικαλισμό.
Υπάρχει άλλος δρόμος; Δεν έχει κανείς παρά να διαβάσει την ιστορία των Δικηγορικών Συλλόγων όπως αυτή ειναι αναρτημένη στις ιστοσελίδες μας. Τις δεκαετίες του 1950 και 1960, οι παραδοσιακά συντηρητικοί Δικηγορικοί Σύλλογοι μετατοπίστηκαν και προχώρησαν σε μια γραμμή σύγκρουσης με την εκτελεστική εξουσία. Η πολιτική αυτή επιλογή (και όχι απλώς η οικονομική άνθιση της εποχής) σήμανε κατακτήσεις για το δικηγορικό σώμα και μάλιστα σε μια περίοδο μαζικοποίησης του κλάδου.
Το δίδαγμα αυτό είναι κρίσιμο στο σήμερα: ούτε τα οικονομικά των Συλλόγων ούτε οι κατακτήσεις των δικηγόρων θα επανέλθουν στην προτεραία κατάσταση περιμένοντας τα τρίμματα της εύθραυστης οικονομικής ανάκαμψης που βιώνει (για πόσο;) η ελληνική οικονομία. Πρέπει να αγωνιστούμε για να ξαναστήσουμε εκείνους τους μηχανισμούς που θα σημάνουν κατακτήσεις και πόρους για τα μέλη μας, αξιώνοντας κομμάτι του πλούτου που συνεχίζει να συγκεντρώνεται στα χέρια των λίγων (πχ χρηματοδότηση των Ταμείων από τρίτους πόρους, νομικές και άλλες ενέργειες που αφορούν το μεγάλο κεφάλαιο και τα ψηλά εισοδήματα, συμβόλαια και αγορά ακινήτων, γραμμάτια στις μεγάλης αξίας ιδιωτικές συμβάσεις, κοκ) .
Για να το πετύχουμε αυτό, χρειάζεται μαχητική αντιπαράθεση με την εκάστοτε κυβέρνηση και τα μέτρα που μας θίγουν, ανοίγοντας τη βεντάλια της σύγκρουσης στο εύρος που αναλογεί στον ρόλο και το κύρος του δικηγορικού σώματος. Τα ζητήματα του κράτους δικαίου, της κρατικής και αστυνομικής αυθαιρεσίας, της ασυδοσίας των ολιγαρχών, του μνημονιακού παρασυντάγματος που ζει και βασιλεύει, είναι πεδία στα οποία ο Σύλλογός μας πρέπει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή, αν θέλει να αυξήσει το κύρος και την διαπραγματευτική του ισχύ απέναντι στην εκτελεστική εξουσία. Η στρατηγική αυτή πρέπει να εξηγηθεί στις συναδέλφισσες και τους συναδέλφους, ώστε να δοθεί συλλογικά η μάχη που θα αποκαταστήσει τα δικαιώματα και τις κατακτήσεις μας, με στόχο: έναν δικηγόρο αξιοπρεπή στις αποδοχές και τα δικαιώματά του και ταυτόχρονα εγγυητή των δικαιωμάτων των πολιτών απέναντι στην αυθαιρεσία του κράτους και των οικονομικά ισχυρών.
Ως Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή, έχοντας επίγνωση των πολιτικών συσχετισμών στο εσωτερικό του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά και της απαίτησης χιλιάδων συναδέλφων για μια διαφορετική πορεία του Συλλόγου και του δικηγορικού συνδικαλισμού, θα προσπαθήσουμε να οικοδομήσουμε αυτό το πολιτικό και συνδικαλιστικό ρεύμα, σε συμπόρευση με την εργαζόμενη πλειοψηφία που είναι ο φυσικός κοινωνικός μας σύμμαχος».
n