ΚΑΤΑΔΙΚΟΙ Χ.Α, ΚΑΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΔΙΕΥΘΕΤΗΣΗ : ΘΗΛΕΙΑ ΣΤΑ ΝΑΖΙΣΤΙΚΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ, ΟΧΙ ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ (του Κώστα Παπαδάκη)
Σε συνέχεια του από 23.1.2023 άρθρου μου σχετικά και συμπληρωματικά προς αυτό καθώς επίκειται η ψήφιση της τροπολογίας και ο διάλογος βρίσκεται στο τελικό του στάδιο, έχοντας πλέον υπ όψη τα κείμενα των προτεινόμενων τροπολογιών Ν.Δ. και ΣΥ.ΡΙΖ.Α., καθώς και τη στάση των κομμάτων της αριστεράς, θεωρώ χρήσιμο χάριν πληρότητας να παραθέσω το κείμενο της απομαγνητοφωνημένης ομιλίας μου στην έκτακτη συνέντευξη τύπου της Κ.Ε.Ε.Ρ.Φ.Α. στις 3.2.2023 και στο τέλος να παραθέσω τη δική μου πρόταση θεραπεύοντας και ορισμένες συντακτικές ατέλειες και παραλείψεις αυτής που περιέχεται στο από 23.1.2023 κείμενο.
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΗ ΟΜΙΛΙΑ ΚΩΣΤΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ ΣΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ ΤΗΣ Κ.Ε.Ε.Ρ.Φ.Α. ΣΤΙΣ 3.2.2023
Φίλες και φίλοι καλημέρα.
Θα ξεκινήσω λέγοντας κι εγώ αυτό που είναι γνωστό βέβαια σε όσους γνωρίζουν εμένα και το Θανάση Καμπαγιάννη, ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στους δρόμους και στην κοινωνία πρώτα απ’ όλα, και μετά στα δικαστήρια. Είμαστε συνήγοροι πολιτικής αγωγής οι οποίοι από τους δρόμους έχουμε βγει και έχουμε μπει στην αίθουσα του δικαστηρίου, στους δρόμους ξαναγυρνάμε, στις εκδηλώσεις και στις διαδηλώσεις του αντιφασιστικού κινήματος και θα είμαστε και στις 18 Μάρτη στη διαδήλωση που είπε ο Πέτρος ο Κωνσταντίνου και όπου αλλού χρειαστεί.
Η συζήτηση για την αλλαγή του εκλογικού νόμου γίνεται βεβιασμένα, επειδή την αποκλειστική ευθύνη την έχει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που ενώ από τον Οκτώβριο 2020, όταν εκδόθηκε η ιστορική καταδικαστική απόφαση, έχει τεθεί σε δημόσια συζήτηση το θέμα του αποκλεισμού των καταδικασθέντων από την συμμετοχή στις εκλογές με τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας, εκείνο που έκανε ήτανε, πάλι χωρίς διαβούλευση και βιαστικά, τον Μάιο του 2021 να ψηφίσει τον ν. 4804/2021, του οποίου το άρθρο 92 αποκλείει μεν τους καταδικασθέντες για αδικήματα όπως αυτό της Χρυσής Αυγής από συμμετοχή στις εκλογές, εφόσον όμως μόνο είναι αρχηγοί, πρόεδροι ή νόμιμοι εκπρόσωποι των κομμάτων τους, άρα δηλαδή ήτανε εκείνη η τροποποίηση που τους άνοιξε την πόρτα να εφεύρουν αχυρανθρώπους τους οποίους να βαφτίσουν ηγέτες του κόμματος και να κατεβαίνουν ελεύθερα οι ίδιοι στις εκλογές.
Φαίνεται ότι οι δημοσκοπικές επιδόσεις του Κασιδιάρη έχουν μεταβάλει τα σχέδια της Νέας Δημοκρατίας, και ξαφνικά και εσπευσμένα επιδιώκει πριν κλείσει η Βουλή να ψηφίσει ένα από τα τελευταία νομοσχέδια για να τον αποκλείσει. Και αυτή η σπουδή της, που δεν υπαγορεύεται φυσικά από κανένα αυθεντικό αντιναζιστικό κίνητρο – πράγματι η Νέα Δημοκρατία έχει ενσωματώσει την πολιτική της Χρυσής Αυγής σε ένα πολύ μεγάλο μέρος της και δεν έχει πάρει κανένα ουσιαστικό μέτρο συμμόρφωσης της στην καταδικαστική απόφαση -, είχε όλο το χρόνο για να το κάνει αυτό και ξαφνικά έχει προκαλέσει μια δημόσια συζήτηση με σπουδή, η οποία έχει παρασύρει σε ανεπίτρεπτα πολιτικά και συνταγματικά λάθη και τον ΣΥΡΙΖΑ και πολλούς Συνταγματολόγους και αυτή τη στιγμή συζητιούνται στην Βουλή δύο προτάσεις νόμου που είναι δύσκολο να βρεις ποια από την άλλη είναι πιο επικίνδυνη για την δημοκρατία πραγματικά.
Να πούμε λοιπόν την άποψη την δικιά μας, έχοντας κατά νου τα εξής :
Ότι πρώτον πράγματι υπάρχει ένα διεθνές πλαίσιο το οποίο ωθεί στην εφαρμογή της θεωρία των δύο άκρων με την επίκληση του ολοκληρωτισμού και έχει οδηγήσει σε απαγορεύσεις κομμουνιστικών κομμάτων σε πολλές χώρες, ιδίως του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Αντίστοιχα, υπάρχουν φυσικά και απαγορεύσεις λειτουργίας ναζιστικών κομμάτων σε χώρες όπως η Γερμανία κλπ.
Δεύτερον, ζούμε σε μια χώρα της οποίας η ιστορία, πολιτική και συνταγματική, τα τελευταία 100 χρόνια είναι όντως πολιτική απαγορεύσεων της νόμιμης λειτουργίας της Αριστεράς, είναι γνωστό ότι το ΚΚΕ, σε τρεις τουλάχιστον χρονικές περιόδους, είχε κηρυχθεί σε παρανομία, το 1925, το 1936 και το 1947, και έμεινε συνολικά για πολλές δεκαετίες στην παρανομία, είναι γνωστή νόμοι όπως είναι το Ιδιώνυμο του Βενιζέλου, το 3ο ψήφισμα του 1947, ο Αναγκαστικός Νόμος 509/1947 (Α.Ν. 509/1947) και οι τρομονόμοι της μεταπολίτευσης, είναι γνωστή η προσπάθεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1963 να επιφέρει την λεγόμενη «βαθειά τομή» και να απαγορεύσει και με συνταγματική διάταξη την λειτουργία των κομμουνιστικών κομμάτων, στην πραγματικότητα της Ε.Δ.Α, αφού το ΚΚΕ ήταν ήδη παράνομο, δεν μπόρεσε να το κάνει ο Καραμανλής, διότι ανατράπηκε, το έκανε η Χούντα με τα Συντάγματα του 1968 και του 1973, επακολούθησε το Νομοθετικό Διάταγμα 59/1974, το οποίο στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης υποχρέωνε τα κόμματα να δηλώσουν ότι θα σεβαστούν το δημοκρατικό πολίτευμα και δεν θα το ανατρέψουν και την δήλωση την προσυπέγραψαν τα κόμματα της τότε Ενωμένης Αριστεράς, δηλαδή το ΚΚΕ, το ΚΚΕ Εσωτερικού και η ΕΔΑ, ενώ στο Σύνταγμα του 1975, δεν τέθηκε θέμα παρόμοιας ρύθμισης λόγω του συσχετισμού των δυνάμεων, που δεν το επέτρεψε. Ωστόσο, στο όχι και πάρα πολύ μακρινό 1994, είχαμε κρούσμα απαγόρευσης συμμετοχής με πολιτικά κριτήρια συνδυασμού στις τότε Ευρωεκλογές, της “Αριστερής Κίνησης κατά της ΕΟΚ”, παρά μάλιστα την συμμετοχή σε αυτήν εν ενεργεία τότε Ευρωβουλευτή, του Δημήτρη Δεσύλλα, που ανήκε στον Συνασπισμό της Αριστεράς το 1989 που εκλέχθηκε και, μετά την αποχώρηση του από το ΚΚΕ, στο νέο Αριστερό Ρεύμα. Η απόφαση αυτή που είχε ωα αιτία την αντίθεση του συνδυασμού στη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ε.Ε, ανατράπηκε, μετά από προσφυγή του συνδυασμού αυτού, από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, και έτσι τελικά αυτό συμμετείχε, είναι όμως ένα καμπανάκι για τους κινδύνους που συνεπάγονται οι γενικότερες απαγορεύσεις αυτού του τύπου.
Έρχομαι στην καταδικαστική απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2020. Επισήμανα πριν ότι η κυβέρνηση δεν έλαβε κανένα μέτρο συμμόρφωσης της στην καταδικαστική απόφαση, δεν είναι η πρώτη φορά που τα λέμε αυτά, να θυμίσω τα κυριότερα : Τι θα ήταν η συμμόρφωση ; Η απαγόρευση λειτουργίας των γραφείων της, η άρνηση παροχής άδειας συμμετοχής τους σε διάφορες συγκεντρώσεις, μιλάμε για μια εγκληματική οργάνωση, δεν μιλάμε για κάτι άλλο, κι όμως είδατε ότι και προχθές ακόμα στην συγκέντρωση για τα Ίμια δόθηκε άδεια, μιλάμε για αποζημίωση στα θύματα της Χρυσής Αυγής και στις οικογένειες τους, και στους δικηγόρους τους, και μάλιστα χωρίς ιδιαίτερη επιβάρυνση, αφού το ποσό της παρακρατημένης κομματικής χρηματοδότησης των 8 εκατομμυρίων Ευρώ παραμένει στα ταμεία του κράτους διαθέσιμο, μιλάμε ακόμα και για την τροποποίηση της εκλογικής νομοθεσίας κατά τρόπο που να ανταποκρίνεται στην καταδικαστική απόφαση και όχι με τον τρόπο με τον οποίο ουσιαστικά τους έκλεισε το μάτι να δημιουργούνε αχυρανθρώπους.
Οι προτάσεις οι οποίες κατατίθενται σήμερα στη Βουλή για την αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ, τα κοινά σημεία που διαθέτουν είναι πρώτον η διακηρυκτική διατύπωση ότι για να μπορεί να κατέβει νόμιμα ένα κόμμα στις εκλογές, πρέπει «η οργάνωση και η δράση του να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος”.
Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι παρέχει το δικαίωμα σ’ αυτόν που έχει την εξουσία (θα δούμε ποιος είναι αυτός παρακάτω) να κρίνει ποιου κόμματος η δράση εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος να επιτρέπει ή να απαγορεύει την συμμετοχή του στις εκλογές. Μάλιστα, η επόμενη φράση, και σ’ αυτό είναι ταυτόσημη και η διατύπωση του ΣΥΡΙΖΑ, λέει ότι «για την αξιολόγηση της συνδρομής της προϋπόθεσης αυτής λαμβάνεται υπόψιν τυχόν καταδίκη σε οποιονδήποτε βαθμό κλπ». Προσέξτε: Λαμβάνεται υπ όψη η καταδίκη, αλλά όχι μόνο η καταδίκη, λαμβάνεται υπ όψη και οτιδήποτε άλλο, πλην της καταδίκης. Άρα, λοιπόν, έχουμε θεσμοποίηση απαγόρευσης με φρονηματικά κριτήρια.
Το δεύτερο κοινό σημείο είναι ότι αποκλείονται κόμματα, αλλά όχι και πρόσωπα καταδικασθέντων που φιλοξενούνται ως υποψήφιοι σε κόμματα που δεν έχουν συνολικά τον χαρακτηρισμό που απορρέει από την καταδικαστική απόφαση της εγκληματικής οργάνωσης,
Το τρίτο κοινό σημείο είναι ότι απεμπολούν τη νομοθετική εξουσία της Βουλής και μεταθέτουν την ευθύνη της για να νομοθετεί στον Άρειο Πάγο. Και καθιστούν με αυτόν τον τρόπο την λειτουργία του Αρείου Πάγου, από τυπική-διεκπεραιωτική, διοικητική, που είναι, διότι αυτή είναι η λειτουργία του Α Τμήματος του Αρείου Πάγου στις εκλογικές διαδικασίες, σε ουσιαστική – απαγορευτική με βάση την κρίση αν ένα κόμμα που θέλει να συμμετάσχει στις εκλογές υπηρετεί ή όχι την λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Και είναι περιττό να πούμε ότι εδώ ανοίγει ο δρόμος για όλους.
Ακόμα, το τέταρτο κοινό σημείο είναι επειδή γίνεται αντιληπτό ότι, εφόσον δίδονται και άλλα κριτήρια υπ όψη, πλην της καταδικαστικής απόφασης, ανοίγει έναν άλλο επικίνδυνο δρόμο, τον δρόμο του λαϊκισμού, των “λαϊκών αγωγών”, δίνοντας το δικαίωμα στον Άρειο Πάγο για την υποβοήθηση της κρίσης του να λαμβάνει υπόψη υπομνήματα που καταθέτει οποιοδήποτε πολιτικό κόμμα και οποιοσδήποτε εκλογέας με στοιχεία τεκμηρίωσης. Οποιοσδήποτε, λέει, θα καταθέτει υπομνήματα με αποδεικτικά στοιχεία, ώστε να αποδεικνύεται ότι το Α ή το Β κόμμα είναι επικίνδυνο για την δημοκρατία και άρα να μη μπορεί να κατέβει.
Αντιλαμβάνεστε ότι είναι χίλιες φορές καλύτερο να μην ψηφιστεί τίποτα, παρά να ψηφιστούνε τέτοια εκτρώματα.
Ας έρθουμε μετά τα κοινά σημεία και στις διαφορές τους :
Να πω λοιπόν ότι η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας, σε σχέση με την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, έχει τις εξής διαφορές :
Η Νέα Δημοκρατία συμπεριλαμβάνει και την «πραγματική ηγεσία», έτσι το διατυπώνει, του κόμματος, στα πρόσωπα εκείνα που, εφόσον έχουνε καταδικαστεί για κάθειρξη για ορισμένα αδικήματα, θα πω παρακάτω γι’ αυτά, προκαλούν κώλυμα συμμετοχής του κόμματος στις εκλογές. Έτσι λοιπόν κοντά στις περιορισμένες, αλλά συγκεκριμένες έννοιες του Προέδρου, του Γενικού Γραμματέα και των μελών της Διοικούσας Επιτροπής και του νομίμου εκπροσώπου, προσθέτουν και ένα αόριστο κριτήριο, που είναι το ποιος είναι η πραγματική ηγεσία και αυτό το πετάνε στον Άρειο Πάγο το μπαλάκι για να το λύσει.
Επίσης, η Νέα Δημοκρατία διευρύνει τις περιπτώσεις καταδίκης που αποτελεί κώλυμα για τη συμμετοχή των κομμάτων που έχουν τέτοιους καταδικασμένους, πολύ πέρα από τα αδικήματα της εγκληματικής οργάνωσης, και κάποια άλλα που τελούνται από ναζιστές, αλλά στον μισό Ποινικό Κώδικα, από το άρθρο 138 μέχρι το άρθρο 191Α , εφόσον είναι κακουργήματα και έχουν καταδικαστεί για κάθειρξη.
Οσον αφορά την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ έχει την προσθήκη ενός αμιγώς φρονηματικού κριτηρίου, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή αποκλείει και εκείνα τα κόμματα που η δράση τους «δεν εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του πολιτεύματος» και θεωρεί ότι τέτοια πολιτικά κόμματα που πρέπει να αποκλείονται είναι εκείνα των οποίων “οι καταστατικές διατάξεις ή οι πολιτικές διακηρύξεις ή η πολιτική δράση υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει, προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος, βία κλπ.». Αυτό το θέτει ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει καταδικαστική απόφαση και είναι μια αναμφισβήτητα ιδεολογικοπολιτική ρύθμιση, αφού εξαρτά τον αποκλεισμό τους από το καταστατικό, από τις διακηρύξεις και από την πολιτική δράση, όχι από την καταδίκη.
Και, επίσης, άλλο χαρακτηριστικό που έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό θετικό είναι, ότι η περίπτωση αυτή συντρέχει και για απλό μέλος ακόμα, αν έχει τελέσει εγκλήματα του προηγουμένου εδαφίου με ναζιστικό ή ρατσιστικό κίνητρο στο πλαίσιο δράσης κόμματος ή στο όνομα του. Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή δεν περιορίζει τους λόγους κωλύματος του κόμματος στην καταδίκη του Προέδρου ή του νομίμου εκπροσώπου, αλλά την επεκτείνει και στην καταδίκη ενός απλού μέλους.
Είναι προφανές ότι και οι δύο προτάσεις είναι προβληματικές, δεδομένου ότι ανοίγουν τον δρόμο για ευρύτερες απαγορεύσεις, απεμπολούν τη νομοθετική εξουσία υπέρ του Αρείου Πάγου, τον οποίον αναβαθμίζουν σε ουσιαστικό κριτή, αντί για τυπικό διεκπεραιωτή, καθιστούν αντικείμενο μαζικής αντιπαράθεσης εκλογέων την συμμετοχή ή μη κάποιου κόμματος στις εκλογές και δεν περιορίζουν τα κριτήρια μόνο σε τυχόν προηγούμενη καταδίκη και, βεβαίως, δεν υπάρχει πουθενά το ναζιστικό κίνητρο ως αποκλειστική περίπτωση εγκληματικής δράσης που οδηγεί στον αποκλεισμό.
Το ίδιο προβληματικές είναι και οι παραλλαγές των δύο προτάσεων τους που διατυπώνονται σε αρθρογραφίες συνταγματολόγων τις μέρες αυτές.
Ερχόμαστε να πούμε λοιπόν τι θα υποστηρίζαμε. Είναι προφανές ότι, εάν ήμασταν στην Βουλή, θα καταψηφίζαμε και τις δύο προτάσεις. Έρχομαι τώρα στο δίλημμα το οποίο έχει ο δημοκρατικός κόσμος και ο κόσμος της Αριστεράς. Η μία πλευρά του διλήμματος έχει εκφραστεί ήδη από το ΚΚΕ και από το ΜΕΡΑ25, με διαφορετικές στάσεις εν τέλει επί της ψηφοφορίας αν θα είναι άρνηση ή αν θα είναι αποχή, αλλά με το σκεπτικό που υποστηρίζεται και από τους δύο ότι οι διατάξεις αυτές νομιμοποιούν την θεωρία των δύο άκρων, ανοίγουν επικίνδυνους δρόμους, γίνεται επίκληση εμπειρίας αυτών που ανέφερα πριν για την Ευρωπαϊκή Ένωση, γίνεται επίκληση των κυβερνητικών ευθυνών, αυτές είναι υπαρκτές, των δύο κυβερνήσεων, για την μεγάλη καθυστέρηση στην δίκη της Χρυσής Αυγής, δεκάδες είναι οι συνεντεύξεις τύπου, οι εκδηλώσεις και η αρθρογραφία στην οποία τα έχουμε επισημάνει, καταλήγουν στον ότι δεν ψηφίζουμε τίποτα.
Εμείς αισθανόμαστε την υποχρέωση, επειδή είμαστε οι άνθρωποι τους οποίους το αντιφασιστικό κίνημα εμπιστεύθηκε για την διαχείριση της υπόθεσης αυτής στη δίκη, να επιδιώξουμε μια διατύπωση τέτοια, η οποία να κεφαλαιοποιεί θεσμικά το αποτέλεσμα της καταδικαστικής απόφασης, να συμμορφώνει την εξουσία σε αυτήν και να θωρακίζει την κοινωνική άμυνα απέναντι στη ναζιστική εγκληματική βία.
Δεν θέλουμε να το πετύχουμε δημιουργώντας ευρύτερες ομάδες αποκλειστέων κομμάτων ή προσώπων, προκειμένου να κρύψουμε τον Κασιδιάρη εκεί μέσα και να και προκειμένου να πετύχουμε τον σκοπό αυτό να αποκλείσουμε άλλους πεντακόσιους.
Το πρώτο και κύριο είναι ότι είμαστε αντίθετοι στον αποκλεισμό κομμάτων με φρονηματικά κριτήρια. Τι σημαίνει αυτό; Είναι ένα ναζιστικό κόμμα. Δεν έχει πειράξει κανέναν ; Να κατέβει στις εκλογές. Δεν είναι το κριτήριο αυτό. Ποιο είναι το κριτήριο; Το κριτήριο είναι ο αποκλεισμός, μετά από συγκεκριμένη καταδικαστική απόφαση που επιβάλλει ποινή για κακούργημα, για κακούργημα όχι γενικώς προβλεπόμενο, αλλά εντασσόμενο στενά στην σφαίρα των αδικημάτων που συνήθως πραγματοποιούν ναζιστές, άρα 187, 187Α, κακουργήματα κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας, η απόφαση αυτή να μπορεί να είναι και πρωτοδίκου δικαστηρίου εφόσον δεν έχει δοθεί αναστολή ή αναστέλλουσα δύναμη, και να είναι διαπιστωμένο από την καταδικαστική απόφαση ότι τα εγκλήματα τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο, όχι με άλλο κίνητρο, όχι με οποιαδήποτε άλλη πολιτική ή άλλη αφετηρία, και να αφορά όχι μόνο τα μέλη και τα στελέχη και τον αρχηγό, αλλά και τα απλά μέλη. Και η ιδιότητα του μέλους ή του αρχηγού ή του πραγματικού διευθυντή ή οποιουδήποτε άλλου να προκύπτει από την ίδια την καταδικαστική απόφαση που προηγείται των εκλογών και όχι από οποιαδήποτε μελλοντική κρίση του Αρείου Πάγου ενόψει των εκλογών. Και η διάρκεια του αποκλεισμού αυτού να είναι ισόχρονη με τη διάρκεια της ποινής η οποία επιβλήθηκε.
Αυτό δεν αποτελεί ούτε παρεπόμενη ποινή, ούτε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Είναι γνωστό ότι έχει καταργηθεί η στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων με το νέο Ποινικό Κώδικα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όταν αυτή ίσχυε προϋπέθετε αμετάκλητη απόφαση που δεν υπάρχει, και είναι γνωστό και ότι το άρθρο 51 παρ. 2 του Συντάγματος απαγορεύει τον αποκλεισμό από τις εκλογές καταδικασθέντων χωρίς αμετάκλητη απόφαση. Προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτό το οποίο προτείνουν αποτελεί μέτρο, ανεκτό συνταγματικά κατ άρθρα 55 επ. του Συντάγματος.
Οπως μέτρο (και όχι ποινή) είναι επίσης ο αποκλεισμός από τον διορισμό κάποιου ως υπαλλήλου στο Δημόσιο, όχι όταν έχει καταδίκη, αλλά όταν απλώς και μόνο διώκεται ποινικά για κακούργημα, χωρίς να εγείρει ποτέ κανείς θέμα αντισυνταγματικότητας. Και ενώ εφαρμόζονται περιορισμοί σε περιπτώσεις σοβαρής ποινικής εμπλοκής ακόμα και για τον διορισμό ενός οδοκαθαριστή, συζητάμε αν είναι επιτρεπτό να γίνεται το ίδιο για την δυνατότητα εκλογής βουλευτή.
Οπως μέτρο (και όχι ποινή) θεωρείται και είναι η θέση σε αργία υπαλλήλου όταν διώκεται για κακούργημα, παρότι ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας.
Όπως μέτρο (και όχι ποινή) είναι ο αποκλεισμός όσων έχουν συμβάσεις με το Δημόσιο, ήρθαν πολλά παραδείγματα πρόσφατα στην επιφάνεια τέτοια.
Χωρίς να αμφισβητείται και πάλι στο παραμικρό το γεγονός ότι ο φασισμός αντιμετωπίζεται στον δρόμο, στις γειτονιές, στα συνδικάτα και στην κοινωνία, η θέσπιση της παραπάνω διάταξης αποκλεισμού συνιστά την αναγκαία αποτύπωση της άμυνας του κοινωνικού σώματος και του αντιφασιστικού κινήματος και της θεσμικής του απαίτησης για κατάκτηση της θωράκισης της άμυνας αυτής απέναντι στον κίνδυνο μιας νέας ασυλίας και ανοχής και κατ’ ουσίαν νομιμοποίησης της ναζιστικής εγκληματικής βίας, όπως είχε συμβεί την περίοδο 2012-2013. Ανάλογη θεσμική αποτύπωση αποτέλεσε ο ν. 4203/2013 για την αναστολή της χρηματοδότησης της Χ.Α, που μάλιστα κρίθηκε ανεκτός συνταγματικά με δύο αποφάσεις του ΣτΕ, αρχικά με την 83/2014 Συμβ. Αναστολών και οριστικά με την 518/2015 ΟλομΣτΕ, που απέρριψε σχετική αίτηση ακύρωσης της Χ.Α. Το ίδιο και οι αποφάσεις σε Δήμους και Περιφέρειες που έθεσαν σε αργία από τις θέσεις των συμβούλων καταδικασθέντα πρόσωπα (άρθρο 236α ν. 3852/2010). Και όταν ακόμα και πριν την καταδίκη αρνήθηκαν την παροχή εκλογικών διευκολύνσεων σε υποψήφιους της Χ.Α. που διώκονταν. Και κρίθηκαν αθώοι όσοι δημοτικοί σύμβουλοι το αποφάσισαν και οι μηνύσεις Κασιδάρη μπήκαν στο αρχείο. Και δεν μίλησε κανείς για κίνδυνο επέκτασης. Ούτε και υπήρξε.
Αλλιώς θα πρέπει να δεχθούμε τό άτοπο ότι το κίνημα δεν πρέπει να διεκδικεί τη θεσμική και νομική αποτύπωση και κατοχύρωση των κατακτήσεών του. Ασφαλώς ο αγώνας ενάντια σε κάθε προσπάθεια αναβίωσης του φασισμού, στην ανοχή των ρατσιστικών εγκλημάτων και τη νομιμοποίηση της ναζιστικής εγκληματικής βίας δεν σταματάει, ούτε “εμπιστεύεται” περισσότερο από τις δυνάμεις του τους θεσμούς, που είναι πάντα υπηρέτες της εξουσίας. Αλλά όταν οι αγώνες αποκτούν νίκες και κατακτήσεις, είναι προς όφελός τους να νομιμοποιούνται.
Θεωρούμε συνεπώς ότι το αντιφασιστικό κίνημα θα μπορούσε να διατυπώσει μια νομοθετική αξίωση, η οποία να θωρακίζει θεσμικά και να κατακτά αυτό το οποίο αποτελεί κεκτημένο της καταδικαστικής απόφασης, που είναι η απονομιμοποίηση της ναζιστικής εγκληματικής βίας, χωρίς να τσουβαλιάζει ούτε με άλλες πολιτικές ιδεολογίες, ούτε με άλλα ποινικά αδικήματα, ούτε να αποκλείει με φρονηματικά κριτήρια οποιονδήποτε κλπ, έχοντας πάντα βεβαίως την εξαρχής πεποίθηση, με την οποία και θα τελειώσω, ότι ο φασισμός δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ ούτε από τα δικαστήρια, ως ιδεολογία εννοώ, ούτε από τους θεσμούς, αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται στον δρόμο, και εκεί πάντοτε σας καλούμε, γιατί είναι φανερό ότι και από αυτήν την ψηφοφορία δεν πρόκειται να βγει κανένα θετικό αποτέλεσμα.
Καμμία ελευθερία στους εχθρούς της ελευθερίας. Οχι στη συμμετοχή των καταδικασθέντων για ναζιστικά εγκλήματα στις εκλογές. Αποζημιώσεις στα θύματα της ΧΑ και τις οικογένειές τους. Καμμία ανοχή στη φασιστική, ρατσιστική και ναζιστική εγκληματική δράση και τη νομιμοποίησή της.
Ευχαριστώ.
Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΑΞΙΩΣΗ :
Κόμματα, των οποίων ο αρχηγός ή ο πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας ή εκείνος που ασκεί την πραγματική διεύθυνση ή περισσότεροι του ενός πέμπτου των βουλευτών ή του ενός πέμπτου των ευρωβουλευτών ή του ενός πέμπτου των μελών του κεντρικού οργάνου διοίκησης έχουν καταδικαστεί σε ποινή κάθειρξης για κακουργήματα των άρθρων 187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα ή κατά της ζωής ή κατά της σωματικής ακεραιότητας, που τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση, καθώς και συνασπισμοί κομμάτων στους οποίους συμμετέχει τέτοιο κόμμα, αποκλείονται από τη συμμετοχή στις εκλογές. Τα καταδικασθέντα πρόσωπα αποκλείονται από τη συμμετοχή στις εκλογές και ως μεμονωμένοι υποψήφιοι η και ως υποψήφιοι κομμάτων και συνασπισμών που δεν εμπίπτουν στο πρώτο εδάφιο.
Ομοίως αποκλείονται από τις εκλογές κόμματα, των οποίων ο αρχηγός ή εκείνος που ασκεί την πραγματική διεύθυνση ή υποψήφιοι βουλευτές έχουν καταδικαστεί με απόφαση οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας χωρίς αναστολή ή χωρίς αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης για κακουργήματα των άρθρων 187 ή 187Α του Ποινικού Κώδικα, ή κατά της ζωής ή κατά της σωματικής ακεραιότητας, τα οποία τελέστηκαν με ναζιστικό κίνητρο, όπως προκύπτει από τη δικαστική απόφαση.
Η ρύθμιση αυτή ισχύει όσο διαρκεί για τα ως άνω φυσικά πρόσωπα η επιβληθείσα ποινή. Το χρονικό διάστημα αποστέρησης υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας της καταδικαστικής απόφασης. Η έκτιση ή μη της ποινής και η υφ όρον απόλυση δεν ασκεί επιρροή στον υπολογισμό του ανωτέρω χρονικού διαστήματος.
Αθήνα, 4.2.2023
Κώστας Παπαδάκης