Παρατηρήσεις των συμβούλων της Εναλλακτικής Παρέμβασης στο ΔΣ του ΔΣΑ Θανάση Καμπαγιάννη και Δημήτρη Σαραφιανού επί του Σ/Ν «Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών»
[Έναν συγκριτικό πίνακα των προτεινόμενων και των υπαρχουσών διατάξεων για τις άρσεις απορρήτου μπορείτε να βρείτε εδώ].
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, με το από 12/9/2022 ψήφισμα του Διοικητικού Συμβουλίου του, έχει ήδη τοποθετηθεί δημόσια, αναφορικά με το φλέγον θέμα της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, της ανάγκης απόδοσης ευθυνών για τις παραβιάσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, καθώς και της ανάγκης θεσμικών παρεμβάσεων.
Όπως έχει ήδη επισημανθεί, σε μια δημοκρατική πολιτεία δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υφίστανται κρατικοί μηχανισμοί που λειτουργούν χωρίς έλεγχο και χωρίς όρους διαφάνειας και λογοδοσίας. Εξ αυτού προκύπτει η ανάγκη άμεσης αναθεώρησης του νομοθετικού πλαισίου που διέπει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών με την ενίσχυση της διαφάνειας, της λογοδοσίας και των νόμιμων εγγυήσεων, αλλά και της διασφάλισης της σχετικής κρίσης από τακτικούς δικαστές (ιδίως, επώνυμη άρση, πρόβλεψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επικύρωση απόφασης από δικαστικό συμβούλιο, ενημέρωση από την ΑΔΑΕ του παρακολουθούμενου πολίτη).
Γενική παρατήρηση όσον αφορά το κατατεθέν σχέδιο νόμου
Το σχέδιο νόμου που εισήχθη προς επεξεργασία στη Βουλή (Διαρκής Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης, Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης) στις 29/11/2022 δεν ανταποκρίνεται στις αυξημένες απαιτήσεις της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών, όπως αυτές αναδείχθηκαν με τις αποκαλύψεις για το σκάνδαλο των «νόμιμων επισυνδέσεων» δυνάμει εισαγγελικών διατάξεων και των κατασκοπευτικών λογισμικών τύπου Predator/Pegasus (βλ. παρακολουθήσεις Ν. Ανδρουλάκη, Θαν. Κουκάκη, Στ. Μαλιχούδη, καταγγελίες για δεκάδες παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, κλπ μέσω Predator). Τουναντίον, οι διατάξεις του έρχονται να νομιμοποιήσουν τη διαπιστωθείσα αυθαιρεσία, τόσο στο επίπεδο των «νόμιμων επισυνδέσεων» με τη θωράκιση και χειροτέρευση του νομοθετικού πλαισίου όσο και σε αυτό των κατασκοπευτικών λογισμικών τύπου Predator/Pegasus με τη νομιμοποίηση της προμήθειάς τους από το δημόσιο.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, παρά τις εμπεριστατωμένες παρατηρήσεις φορέων και προσώπων (Ανεξάρτητες Αρχές, δικηγορικές και δικαστικές ενώσεις, καθηγητές Νομικής, κλπ), οι αλλαγές στο σχέδιο νόμου, από τη μορφή που αναρτήθηκε στη Διαβούλευση σε αυτή που εισήχθη στη Βουλή, ήταν ελάχιστες και εν πολλοίς επουσιώδεις. Ο πυρήνας του νομοσχεδίου παρέμεινε αναλλοίωτος:
– Άρση του απορρήτου για λόγους «εθνικής ασφάλειας» με αναιτιολόγητη και ανώνυμη εισαγγελική διάταξη που εγκρίνεται αναιτιολόγητα από δεύτερο εισαγγελέα, χωρίς δικαστικό συμβούλιο, χωρίς χρονικό όριο, με δυνατότητα ενημέρωσης μετά την αναγκαστική πάροδο τριετίας, μόνον αν το αποφασίσει όργανο στο οποίο πλειοψηφούν οι εισαγγελείς που ενέκριναν την άρση.
– Απαγόρευση πρόσβασης του θιγόμενου πολίτη στο πρωτογενές συλλεγέν υλικό.
– Ακύρωση και υφαρπαγή του ελεγκτικού ρόλου της ΑΔΑΕ.
– Νομιμοποίηση της χρήσης κατασκοπευτικών λογισμικών από την ΕΥΠ.
Στα πλαίσια του νομικού διαλόγου, προχωρούμε και σε κατ’ άρθρο παρατηρήσεις επί των κεφαλαίων Α’, Β’ και Γ’ του κατατεθέντος σχεδίου νόμου, ώστε να καταστούν σαφείς οι διατάξεις του, θεωρώντας επί της αρχής ότι κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν πρέπει να νομιμοποιήσει με την ψήφο του τη συγκεκριμένη νομοθετική πρωτοβουλία.
Κατ’ άρθρο παρατηρήσεις επί των κεφαλαίων Α’, Β’ και Γ’ του σχεδίου νόμου
Άρθρο 3: Ορισμοί
Ως «λόγοι εθνικής ασφάλειας» ορίζονται «οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια». Ο ορισμός είναι στενότερος από αυτόν που είχε δοθεί σε δημόσια διαβούλευση (ο ορισμός της διαβούλευσης: «οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων του κοινωνικού συνόλου και περιλαμβάνουν την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να επιφέρουν πλήγμα στις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές της χώρας όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια, την κυβερνοασφάλεια και την προστασία από άλλες υβριδικές απειλές, την προστασία του νομίσματος και της εθνικής οικονομίας, την προστασία από ανθρωπιστική κρίση, τη δημόσια υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος»).
Ο ορισμός, ωστόσο, εξακολουθεί να είναι προβληματικός εξαιτίας της εξόχως αόριστης αναφοράς στις «βασικές λειτουργίες του κράτους» και ιδίως στα «θεμελιώδη συμφέροντα των Ελλήνων πολιτών», ενώ οι λόγοι της εθνικής άμυνας, της εξωτερικής πολιτικής, της ενεργειακής ασφάλειας και της κυβερνοασφάλειας αναφέρονται ενδεικτικά και όχι περιοριστικά. Πρέπει να καταστεί σαφές ότι, ως έννομο αγαθό, η εθνική ασφάλεια είναι εννοιολογικά στενότερη από τη δημόσια ασφάλεια και αναφέρεται πρώτιστα σε απειλές κατά του κράτους από εξωτερικούς εχθρούς, με περιεχόμενο την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την εδαφική ακεραιότητα. Η έννοια της εθνικής ασφάλειας απαντάται τόσο σε υπερνομοθετικά κείμενα (π.χ. άρθρο 10 ΕΣΔΑ), όσο και σε συνταγματικά (π.χ. 19Σ «Προστασία απορρήτου επιστολών και επικοινωνιών», άρθρο 5Α Σ., «Πρόσβαση πολιτών στην πληροφόρηση») και σε κοινούς ειδικούς νόμους (πχ άρθρο 24 ν. 4624/2019) ως νόμιμος λόγος κάμψης της σχετικής προστασίας των ρυθμιζόμενων δικαιωμάτων και προστατεύεται ήδη από δεκάδες τυποποιημένων ποινικών αδικημάτων.
Χωρίς ρητή διαφοροποίηση της εθνικής ασφάλειας από τη δημόσια ασφάλεια, απάλειψη αόριστων εννοιών όπως τα «θεμελιώδη συμφέροντα των Ελλήνων πολιτών» και περιοριστική αναφορά των σχετιζόμενων λόγων, ο ορισμός προσφέρεται για νομιμοποίηση καταχρηστικών πρακτικών. Η προτεινόμενη συσταλτική προσέγγιση επιτάσσεται ρητά από το άρθρο 19 του Συντάγματος.
Άρθρο 4: Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας
Το σχέδιο νόμου ακολουθεί τη διαφοροποίηση που υπάρχει και στο προϋπάρχον νομοθετικό πλαίσιο ανάμεσα στις άρσεις απορρήτου για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων και στις άρσεις απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, με σαφώς λιγότερες θεσμικές εγγυήσεις όσον αφορά τις δεύτερες. Θυμίζουμε ότι σύμφωνα με τα δημοσιοποιημένα στοιχεία, μόνον το έτος 2021, εκδόθηκαν 15.475 εισαγγελικές διατάξεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, σε σχέση με 3.097 βουλεύματα για διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων. Δηλαδή αν υπολογίσει κανείς τις εργάσιμες ημέρες, εκδίδονταν εξήντα εισαγγελικές διατάξεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας κάθε μέρα!
– Στην παράγραφο 4, ορίζεται ότι «Η διάταξη που επιβάλλει την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας περιέχει: α) το όργανο που αιτείται την άρση, β) τον σκοπό της άρσης, γ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας στα οποία επιβάλλεται η άρση, δ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης και στ) την ημερομηνία έκδοσης της διάταξης», δηλαδή – a contario με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του σχεδίου νόμου – δεν περιέχει την αιτιολογία επιβολής της άρσης και το όνομα του προσώπου ή των προσώπων κατά των οποίων λαμβάνεται το μέτρο της άρσης και τη διεύθυνση διαμονής τους, εφόσον είναι γνωστή.
Η έκδοση εισαγγελικής διάταξης χωρίς αιτιολογία αντιβαίνει στις στοιχειώδεις αρχές του κράτους δικαίου, στη συνταγματική αρχή της έκδοσης δικαστικών αποφάσεων με πλήρη και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και στις διατάξεις της ΕΣΔΑ, καθώς καθίσταται αδύνατη η ελεγξιμότητά της. Η απουσία ονόματος δεν επιτρέπει στην ΑΔΑΕ, στην οποία επιδίδεται η εισαγγελική διάταξη, έναν έστω prima facie έλεγχο του περιεχομένου της (διά του επωνύμου). Καμία απόφαση άρσης απορρήτου δεν πρέπει να λαμβάνεται χωρίς αιτιολογία και ονομαστική αναφορά, όπου αυτή είναι γνωστή.
Η έλλειψη αιτιολογίας της εισαγγελικής διάταξης δεν θεραπεύεται από τις προτεινόμενες προϋποθέσεις για το αίτημα της αρχής (Ε.Υ.Π. ή Δ.Α.Ε.Ε.Β.) που ζητά την άρση: «Το αίτημα περιλαμβάνει (α) τους λόγους που στοιχειοθετούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, (β) την αναγκαιότητα της άρσης του απορρήτου για την αντιμετώπιση του κινδύνου, (γ) τα μέσα ανταπόκρισης ή επικοινωνίας για τα οποία ζητείται η άρση, (δ) το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής, και (ε) την εδαφική έκταση εφαρμογής και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια της άρσης». Και τούτο γιατί το ζητούμενο για την αιτούσα αρχή δεν είναι να παράσχει αιτιολογία, αλλά συγκεκριμένα γεγονότα και πληροφορίες που στοιχειοθετούν την αναγκαιότητα της άρσης. Η αιτιολογία αφορά την δικαστική αρχή και αποτελεί τη βασικότερη εγγύηση που περιγράφεται στην παρ. 2 του α. 19 του Συντάγματος. Στοιχειοθετημένο αίτημα της Υπηρεσίας και αιτιολογημένη διάταξη της δικαστικής αρχής είναι το ζητούμενο – και όχι το αντίστροφο.
– Στην παράγραφο 2, ορίζεται ότι το αίτημα υποβάλλεται «για μεν την Ε.Υ.Π. στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 (Α ́ 39), για δε τη Δ.Α.Ε.Ε.Β. στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 4 του ν. 2265/1994 (Α ́ 209)» και εγκρίνεται εντός 24 ωρών, ενώ στη συνέχεια υποβάλλεται «για έγκριση σε δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό, ο οποίος είναι αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή εισαγγελέας Εφετών και ορίζεται με απόφαση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για θητεία ενός (1) έτους, με δυνατότητα ανανέωσης για ένα (1) έτος».
Η έκδοση εισαγγελικών διατάξεων από ενσωματωμένο στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών εισαγγελέα σήμανε, εκ του αποτελέσματος, τη μετατροπή του εισαγγελέα σε επισφραγιστή των αναγκών της Υπηρεσίας, αντί του ρόλου του ως εγγυητή του απορρήτου των επικοινωνιών κατά τη συνταγματική διάταξη του α. 19. Το «διπλό φίλτρο» (δλδ, η έγκριση από δεύτερο εισαγγελέα) ίσχυσε τα έτη 2008-2018 (ο δεύτερος εισαγγελέας καταργήθηκε με το άρθρο 25 παρ. 3 του ν. 4531/2018, ΦΕΚ Α 62/5.4.2018), αλλά δεν εμπόδισε την αριθμητική έκρηξη των εισαγγελικών διατάξεων άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας (από 1.124 το 2008 σε 11.113 το 2018). Για τον λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η κατάργηση του ενσωματωμένου στην ΕΥΠ εισαγγελέα (και όχι βέβαια η νομοθέτηση μιας θέσης ενός ακόμα ad hoc εισαγγελέα) και η άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας αποκλειστικά με βούλευμα τριμελούς δικαστικού συμβουλίου εφετών ή, σε επείγουσες περιπτώσεις, με διάταξη εισαγγελέα εφετών, η οποία θα επικυρώνεται από τριμελές δικαστικό συμβούλιο, κατά το πρότυπο της άρσης για διακρίβωση ιδιατέρως σοβαρών εγκλημάτων.
– Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι στην περίπτωση αιτήματος άρσης του απορρήτου που αφορά πολιτικά πρόσωπα «το αίτημα για άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας που αφορά πολιτικά πρόσωπα υποβάλλεται μόνο από την Ε.Υ.Π. και οφείλει να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας. Το αίτημα, μαζί με τα στοιχεία που το συνοδεύουν, υποβάλλεται από τον Διοικητή της Ε.Υ.Π. στον Προέδρο της Βουλής, προκειμένου να χορηγήσει σχετική άδεια εντός προθεσμίας είκοσι τεσσάρων (24) ωρών.…. Μόνο εάν χορηγηθεί η άδεια της παρούσας, μπορεί το αίτημα να υποβληθεί στον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008 για τη συνέχιση της διαδικασίας».
Η περιγραφή του αιτήματος άρσης που αφορά πολιτικά πρόσωπα υπό την προϋπόθεση «να στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας» νομιμοποιεί την ύπαρξη δύο ειδών αιτημάτων άρσης: ένα για τα πολιτικά πρόσωπα που στηρίζεται σε συγκεκριμένα (!) στοιχεία τα οποία καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και ένα για τα μη-πολιτικά πρόσωπα (δηλαδή τους πολίτες και μεταξύ αυτών δικηγόρους, δικαστές, δημοσιογράφους, κλπ), ως προς τους οποίους εξ αντιθέτου το αίτημα μπορεί να μην στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία και η διακινδύνευση να μην είναι άμεση και πιθανή. Σε κάθε περίπτωση, είναι προτιμότερη η ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας, αν όχι στην κατά το Σύνταγμα ανεξάρτητη αρχή, σε άλλο πιο αντιπροσωπευτικό όργανο της Βουλής, όπως η διάσκεψη των Προέδρων, που είναι διακομματικό συλλογικό όργανο.
– Στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι γνωστοποίηση επιβολής του περιοριστικού μέτρου μπορεί να λάβει χώρα «μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας… Για τη γνωστοποίηση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σχετικό αίτημα στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), το οποίο διαβιβάζεται στην Ε.Υ.Π. και τη Δ.Α.Ε.Ε.Β.».
Ο εκ του νόμου χαρακτηρισμός της εισαγγελικής διάταξης άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας ως απόρρητου εγγράφου επί τριετία συνιστά μείζονα χειροτέρευση του νομοθετικού πλαισίου σε σχέση με τη διάταξη που υπήρχε πριν τον Μάρτιο του 2021 (και η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 87 του ν. 4790/2021 που τροποποίησε την παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994) και πρέπει να απαλειφθεί.
– Στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι αρμόδιο για την ενημέρωση του καθού η άρση είναι τριμελές όργανο που αποτελείται από τον εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3649/2008, τον δεύτερο εισαγγελικό λειτουργό της παρ. 2 του άρθρου 4 του παρόντος και τον Πρόεδρο της Α.Δ.Α.Ε.: «Του οργάνου προεδρεύει ο ανώτερος ιεραρχικά ή, επί ομοιοβάθμων, ο αρχαιότερος εισαγγελικός λειτουργός. Το όργανο αποφασίζει κατά πλειοψηφία, με τήρηση απόρρητων συνοπτικών πρακτικών και καταγραφή της γνώμης της μειοψηφίας, εφόσον υφίσταται».
Η διάταξη αυτή αφαιρεί από την ΑΔΑΕ την ελεγκτική αρμοδιότητα που προβλέπεται από το Σύνταγμα και την απονέμει σε τριμελές όργανο στο οποίο πλειοψηφούν οι εισαγγελείς που διέταξαν και ενέκριναν την άρση. Η συμμετοχή του δεύτερου εισαγγελέα, αντί του Διοικητή της ΕΥΠ ή του Διευθυντή της ΔΑΕΕΒ που προβλεπόταν στο σχέδιο της διαβούλευσης, δεν απαντάει στη δικαιολογημένη κριτική που ασκήθηκε, καθώς και πάλι η απόφαση της άρσης θα ελεγχθεί από όργανο στο οποίο πλειοψηφούν αυτοί που την αποφάσισαν.
– Στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι «γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε».
Με δεδομένο το μέγεθος του πλήγματος που υπέστη ο καθού η άρση πολίτης στην ιδιωτική του ζωή και στο απόρρητο των επικοινωνιών του, καθώς με την επισύνδεση αίρεται το απόρρητο του περιεχομένου όλων των τηλεφωνικών επικοινωνιών του (και όχι μόνο τα εξωτερικά στοιχεία αυτών, πχ τηλεφωνικοί αριθμοί καλούντων και καλουμένων, αριθμός κλήσεων, διάρκεια, κλπ), η γνωστοποίηση της άρσης πρέπει να προβλέπεται ως υποχρέωση των αρχών εκ μόνου του γεγονότος του μη σχηματισμού δικογραφίας (καθώς στην περίπτωση σχηματισμού δικογραφίας, το συλλεγέν υλικό θα προσκομιστεί στη δικογραφία της οποίας θα λάβει γνώση ο θιγόμενος).
– Στην παράγραφο 7 ορίζεται ότι «Αν αποφασισθεί η ενημέρωση, ο θιγόμενος ενημερώνεται για την επιβολή του περιοριστικού μέτρου και για τη διάρκειά του».
Η γνωστοποίηση θα πρέπει να περιέχει και την αιτιολογία λήψης του μέτρου και άρσης του απορρήτου, άλλως ο θιγόμενος πολίτης δεν μπορεί να απολαύσει πλήρως τα δικαιώματά του και να ασκήσει ένδικο μέσο.
Άρθρο 5: Διαχείριση υλικού σε άρσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας
– Στην παράγραφο 2 ορίζεται ότι «Αν ο εισαγγελικός λειτουργός του πρώτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 4 κρίνει ότι το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων συνιστά αποδεικτικό μέσο για την άσκηση ποινικής δίωξης, εξάγεται σε υλικό φορέα και αποστέλλεται, με νέα διάταξη, στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές. Με την ίδια διάταξη, το υλικό αυτό μπορεί να περιορίζεται στο περιεχόμενο που κρίνεται ότι εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση εγκλημάτων».
Η περιοριστική αναφορά σε υλικό που «συνιστά αποδεικτικό μέσο για την άσκηση της ποινικής δίωξης» και «που κρίνεται ότι εισφέρει αποδεικτικά στη διακρίβωση εγκλημάτων» αντιβαίνει τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με τις οποίες οι δικαστικές και εισαγγελικές αρχές συλλέγουν υλικό που εισφέρει αποδεικτικά και στην αθώωση του υπόπτου/κατηγορουμένου. Για τον λόγο αυτό, το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων πρέπει να αποστέλλεται στο σύνολό του, ώστε να αξιοποιηθεί αποδεικτικά από τους διαδίκους.
– Στην παράγραφο 3 ορίζεται ότι «Μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, το υλικό που αποτυπώθηκε στο σύστημα επισυνδέσεων διαγράφεται από το σύστημα», ενώ στην παράγραφο 4 ορίζεται ότι «το σύνολο του πληροφοριακού υλικού που εξάγεται για τις ανάγκες της Υπηρεσίας από το σύστημα επισυνδέσεων σε έγχαρτη μορφή ή αποτυπωμένο σε υλικούς φορείς, καταστρέφεται εντός έξι (6) μηνών από την παύση της ισχύος της εισαγγελικής διάταξης που διέταξε την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών».
Η θεμελίωση δικαιώματος γνωστοποίησης του μέτρου της άρσης μετά από τρία (3) χρόνια, σε συνδυασμό με την καταστροφή του συλλεγέντος υλικού μετά από έξι (6) μήνες, συνεπάγεται τη νομοθέτηση απαγόρευσης πρόσβασης του θιγόμενου στο συλλεγέν υλικό.
Άρθρο 6: Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτων
– Στην παράγραφο 1 ορίζεται ένας μακρύς κατάλογος κακουργημάτων για τη διερεύνηση των οποίων είναι δυνατή η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, αυξημένος σε σχέση με την προηγούμενη διάταξη.
Ωστόσο, όλα τα αναφερόμενα στην προτεινόμενη διάταξη κακουργήματα δεν συνιστούν άνευ ετέρου «ιδιαιτέρως σοβαρά εγκλήματα». Η διάταξη θα πρέπει να περιλαμβάνει περιοριστικά εκείνα τα κακουργήματα που κρίνονται ως τόσο «ιδιαιτέρως σοβαρά», ώστε η διερεύνησή τους να δικαιολογεί το συντριπτικό πλήγμα στην ιδιωτικότητα που προκαλεί η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών του θιγομένου.
– Στην παράγραφο 2 ορίζεται ένας μακρύς κατάλογος πλημμελημάτων για τη διερεύνηση των οποίων είναι δυνατή η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, αυξημένος σε σχέση με την προηγούμενη διάταξη.
Προστίθενται με τη διάταξη αυτή καινούργια πλημμελήματα για τα οποία είναι δυνατόν να διαταχθεί η άρση (για παράδειγμα προστέθηκαν τα πλημμελήματα του άρθρου 187 ΠΚ). Για λόγους τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, ο νομοθέτης πρέπει να περιορίσει τα αναφερόμενα πλημμελήματα στα σοβαρότερα εξ αυτών, ώστε να δικαιολογείται η άρση.
Άρθρο 8: Διαδικασία άρσης του απορρήτου
– Με τις παραγράφους 1 έως 3 ορίζεται η παράδοση των διατάξεων και των βουλευμάτων στην ΑΔΑΕ «με ηλεκτρονικό κρυπτογραφημένο μήνυμα».
Με δεδομένο ότι η διαδικασία αυτή δεν θα είναι τεχνικά εφικτή μέχρι την ψήφιση του νόμου (η έκδοση της ΚΥΑ για την ψηφιοποίηση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ και καταργείται με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου), η ΑΔΑΕ, στις από 21/11/2022 παρατηρήσεις της, εκφράζει την αντίρρηση ότι τυχόν ψήφιση της διάταξης ως έχει θα σημάνει την αυτόματη παύση της δυνατότητας καταχώρησης και αποθήκευσης των παραλαμβανομένων από την ΑΔΑΕ διατάξεων και βουλευμάτων (έστω έγχαρτα), την ακύρωση κάθε δυνατότητάς της να φτιάξει δικό της αρχείο και την εξάρτηση του ελεγκτικού της ρόλου από τους παρόχους των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, δηλαδή από ιδιωτικές εταιρείες. Από τη στιγμή που καταργείται η παράγραφος 13 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994 («Μέχρι τη δημοσίευση της κοινής υπουργικής απόφασης της παρ. 12 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994, το απόσπασμα της διάταξης που περιλαμβάνει το διατακτικό της παραδίδεται με απόδειξη μέσα σε κλειστό φάκελο»), οι αιτιάσεις της ΑΔΑΕ έχουν βάση και, από την ψήφιση του σχεδίου νόμου, ακυρώνεται εν τοις πράγμασι κάθε ελεγκτικός ρόλος της Ανεξάρτητης Αρχής.
– Με την παράγραφο 4 ορίζεται ότι «Ο Πρόεδρος της Α.Δ.Α.Ε. ενημερώνει για θέματα άρσεων απορρήτου επικοινωνιών τον Πρόεδρο της Βουλής, τους αρχηγούς των κομμάτων που εκπροσωπούνται στη Βουλή και τον Υπουργό Δικαιοσύνης».
Στο υπάρχον νομοθετικό πλαίσιο η ενημέρωση του Προέδρου της Βουλής και των αρχηγών των κομμάτων δεν αφορά γενικά «τα θέματα άρσεων των επικοινωνιών», αλλά την εκδοθείσα διάταξη, η οποία κοινοποιείται και στον Υπουργό Δικαιοσύνης.
– Με την παράγραφο 4, ορίζεται ότι «Η χρονική διάρκεια της άρσης του απορρήτου δεν μπορεί να υπερβαίνει τους δύο (2) μήνες. Παρατάσεις, οι οποίες δεν υπερβαίνουν κάθε φορά τους δύο (2) μήνες, μπορούν να διαταχθούν με τη διαδικασία, που προβλέπεται κατά περίπτωση, για την επιβολή του μέτρου και υπό τον όρο ότι εξακολουθούν να υφίστανται οι λόγοι της άρσης. Σε κάθε περίπτωση, η χρονική διάρκεια δεν μπορεί να υπερβαίνει συνολικά τους δέκα (10) μήνες. Υπέρβαση του ορίου του δευτέρου εδαφίου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις άρσης για λόγους εθνικής ασφάλειας, εφόσον στηρίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία που καθιστούν άμεση και εξαιρετικά πιθανή τη διακινδύνευση της εθνικής ασφάλειας και η εξακολούθηση της συνδρομής των στοιχείων αυτών επιβεβαιώνεται σε κάθε παράταση της ισχύος της άρσης».
Όπως και στο προηγούμενο νομοθετικό πλαίσιο, η διάταξη άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας παραμένει χωρίς χρονικό όριο, το οποίο σημαίνει ότι η παρακολούθηση μπορεί να συνεχιστεί εις το διηνεκές, γεγονός που καθιστά και τη νέα διάταξη αντίθετη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ.
Άρθρο 12: Απαγορευμένα λογισμικά και συσκευές παρακολούθησης – Προσθήκη άρθρου 370ΣΤ ΠΚ
Με το άρθρο 12 ποινικοποιείται η κατοχή, προμήθεια, χρήση, διακίνηση, κλπ λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης «τα οποία καθορίζονται, είτε ονομαστικά είτε κατά τα τεχνικά τους χαρακτηριστικά, με απόφαση του Διοικητή της Ε.Υ.Π., η οποία εκδίδεται εντός επτά (7) ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως».
Η διάταξη στερείται σαφήνειας και προβλεψιμότητας, καθώς η αντικειμενική της υπόσταση εξαρτάται από κατάλογο που θα δημοσιοποιήσει μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου ο διοικητής της ΕΥΠ και θα επικαιροποιεί κάθε έξι μήνες.
Άρθρο 13: Προμήθεια λογισμικών και συσκευών παρακολούθησης από το Δημόσιο
Με το άρθρο 13 ορίζεται ότι «Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, μετά από πρόταση των Υπουργών Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Δικαιοσύνης και Ψηφιακής Διακυβέρνησης, καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες είναι επιτρεπτή η σύναψη συμβάσεων εκ μέρους κρατικών δομών για την προμήθεια λογισμικών ή συσκευών παρακολούθησης του άρθρου 370ΣΤ του Ποινικού Κώδικα για την εκπλήρωση των σκοπών τους».
Δίνεται η δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να χρησιμοποιούν λογισμικά ή συσκευές, όπως τα λεγόμενα «βαλιτσάκια» και τα λογισμικά τύπου Pegasus/Predator, χωρίς καμία περαιτέρω εγγύηση ή πρόβλεψη, και σε αντίθεση με την κυβερνητική δέσμευση περί απαγόρευσης χρήσης των επίμαχων λογισμικών. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα και με την από 25/11/2022 γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (5/2022), η εν λόγω διάταξη δεν παρέχει τις αναγκαίες εγγυήσεις ώστε να θεωρηθεί συμβατή με τις απαιτήσεις της νομολογίας του ΕΔΔΑ και του ΣτΕ, καθώς από το νόμο απουσιάζουν τα βασικά κριτήρια με βάση τα οποία θα ήταν ανεκτός ο περιορισμός των δικαιωμάτων των φυσικών προσώπων.
Κείμενα-συμβολές επί του σχεδίου νόμου
Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ)
Παρατηρήσεις της ΑΔΑΕ επί του νομοσχεδίου για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών
Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων
Γνωμοδότηση επί του σχεδίου νόμου “Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτών”
Ένωση Ελληνων Ποινικολόγων
Συνοπτικη Αξιολογηση του Σχ/Ν “Διαδικασια αρσης του απορρητου των επικοινωνιων, κυβερνοασφαλεια και προστασια προσωπικων δεδομενων πολιτων”
Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕνΔΕ)
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΡΣΗΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ, ΚΥΒΕΡΝΟΑΣΦΑΛΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΠΡΟΣΩΠΙΚΩΝ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ»
Μειοψηφία ΔΣ ΕνΔΕ
Δημήτρης Τσαραπατσάνης (αναπληρωτής καθηγητής Νομικής, Πανεπιστήμιο York)
“Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής” (για το Ινστιτούτο Eteron).