Την Τετάρτη 30/11/2022 (μετά από τρεις προηγηθείσες συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του Συλλόγου όπου το θέμα είχε εισαχθεί στην ημερήσια διάταξη χωρίς να ληφθεί σχετική απόφαση) συζητήθηκε το ζήτημα σχετικά με τις συνθήκες απασχόλησης των ασκούμενων δικηγόρων στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, καθώς και σχετικά με την ανανέωση των συμβάσεών τους.
Για την ιστορία της υπόθεσης, οι συναδέλφισσες ασκούμενες προσλήφθηκαν κατόπιν Προκήρυξης του Συλλόγου για την απασχόλησή τους σε Υπηρεσίες του ΔΣΑ. Από τον Φεβρουάριο 2022 κλήθηκαν, ωστόσο, να καλύψουν λειτουργικά κενά της Εισαγγελίας Αθηνών επιτελώντας γραμματειακά καθήκοντα στο γραφείο 3 (κτίριο 16). Συγκεκριμένα κατήγγειλαν ότι εργάζονταν υπό συνθήκες τρομερής πίεσης και απαξίωσης, με διαρκείς εντάσεις και απαράδεκτες συμπεριφορές σε βάρος τους. Οι ασκούμενες περαιτέρω κατήγγειλαν ότι καλούνται να χειρίζονται καθημερινά πληροφορίες που αφορούν σε προσωπικά δεδομένα (παρέχοντας έγγραφα ποινικής κατάστασης), ενώ αναλάμβαναν ατομικά δια της υπογραφής τους τη σχετική ευθύνη, χωρίς να φέρουν την ιδιότητα των δικαστικών υπαλλήλων και χωρίς κάποια εγγύηση προστασίας εκ μέρους του Συλλόγου.
Τα εν λόγω καθήκοντα, πέραν του γεγονότος ότι είναι αμιγώς γραμματειακά, και συνεπώς κείνται εκτός του αντικειμένου απασχόλησης των ασκούμενων με βάση των Κώδικα Δικηγόρων, εν πάση περιπτώσει δεν περιλαμβάνονται στις υποχρεώσεις τους με βάση το καθεστώς πρόσληψής τους (καμία τέτοια πρόβλεψη δεν υπήρχε στην σχετική Προκήρυξη). Περαιτέρω, οι ασκούμενες συναδέλφισσες είναι εντελώς έκθετες υπηρεσιακά από τη στιγμή που καλούνται να εκτελέσουν κατ’ ουσίαν καθήκοντα δικαστικών γραμματέων, φέροντας ακέραια τις επαγόμενες ευθύνες από την εργασία αυτή, κατά την επιτέλεση της οποίας ανακύπτουν πολύ συχνά προβλήματα και εντάσεις, χωρίς όμως να καλύπτονται από τις σχετικές εγγυήσεις του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου.
Από την πρώτη στιγμή που οι συναδέλφισσες ασκούμενες ζήτησαν να απαλλαγούν απ’ τα συγκεκριμένα καθήκοντα και να απασχολούνται σε συναφές με την ιδιότητά τους αντικείμενο, βρήκαν απέναντί τους τον Πρόεδρο του ΔΣΑ. Λόγω της προκλητικής άρνησής του να εισαχθεί για συζήτηση το ζήτημα, οι ασκούμενες προχώρησαν σε αποχή από τη συγκεκριμένη εργασία ως έσχατο μέσο να εισακουστούν τα αιτήματά τους. Σε συνέχεια αυτής, ορισμένες εκ των ασκουμένων ενημερώθηκαν περί -προφανώς εκδικητικής, ως πρωτοφανούς με βάση την έως τώρα πρακτική- μη ανανέωσης των συμβάσεων τους.
Στην τελευταία Συνεδρίαση του ΔΣ στις 30/11/2022, οι ασκούμενες παρευρέθηκαν μαζί με αντιπροσωπεία του Σωματείου Μισθωτών και Ασκούμενων Δικηγόρων, ζητώντας την ανανέωση των συμβάσεών τους, καθώς και την κατά τα ανωτέρω απασχόλησή τους σύμφωνα με τους συμφωνηθέντες όρους κατά την πρόσληψή τους. Σε αυτήν ήρθαν αντιμέτωπες με την από πλευράς ορισμένων Συμβούλων και Προέδρου πλήρη υποτίμηση της εργασίας τους, με την αντίληψη που θέλει τους ασκούμενους και τις ασκούμενες θεμιτά να «κλείνουν τρύπες» στα κενά που προκύπτουν λόγω υποστελέχωσης των δημόσιων υπηρεσιών, όποια κι αν είναι αυτά (sic), με την αυτονόητη θεώρησή τους ως ένα ευέλικτο προσωπικό που αναγκαία θα απασχολείται και σε μη νομικές εργασίες, καθώς και με την αντιμετώπισή τους ως προνομιούχων σε σχέση με τους ασκούμενους και ασκούμενες σε δικηγορικά γραφεία.
Όταν μάλιστα μία εκ των ασκούμενων τοποθετήθηκε στη Συνεδρίαση για να εκθέσει το ζήτημα, δέχθηκε ακραία επίθεση από τον Πρόεδρο, ο οποίος την διέκοπτε επανειλημμένα φωνάζοντας και επικαλούμενος την ιδιότητά του, ενώ την κάλεσε να απευθυνθεί στα δικαστήρια για την αμφισβήτηση των όρων εργασίας της (!). Η εν τέλει υπερψηφισθείσα πρόταση του Προέδρου περιλάμβανε την ανανέωση των συμβάσεων τους, θέτοντας ωστόσο εκβιαστικά την υποχρέωση για εκ περιτροπής εκτέλεση του συνόλου των ανατιθέμενων καθηκόντων περιλαμβανομένων και αυτών της Εισαγγελίας.
Η όλη στάση του Προέδρου και των συμβούλων που τον στήριξανθα μπορούσε εν ολίγοις να συμπυκνωθεί στην δήλωση του πρώτου ότι εκπροσωπεί τους “μαχόμενους δικηγόρους” και όχι τους ασκούμενους.
Το εδώ και χρόνια αρρύθμιστο καθεστώς της άσκησης, το οποίο δεν έχει θεσπισθεί παρά για να θέτει εμπόδια εισόδου στο επάγγελμα, συνιστά μία πλήρως εκμεταλλευτική συνθήκη χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα. Σε αυτήν, οι ασκούμενες και ασκούμενοι βρίσκονται να υπεραπασχολούνται υποαμειβόμενες/οι και εντελώς έκθετες/οι στη θέληση του εργοδότη, ως «προετοιμασία» για τις αντίστοιχες απαράδεκτες συνθήκες απασχόλησης των νέων μισθωτών δικηγόρων.
Όπως φάνηκε στη Συνεδρίαση του ΔΣ, αυτήν την μερίδα της δικηγορίας, που στους νέους δικηγόρους αποτελεί την πλειοψηφία, ο Πρόεδρος του ΔΣΑ και πολλοί Σύμβουλοι ουδόλως ενδιαφέρονται να εκπροσωπήσουν.
Ως Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων – Δικηγορική Ανατροπή, υποστηρίξαμε στο Συμβούλιο διά των εκλεγμένων μελών μας τα δίκαια αιτήματα των ασκούμενων συναδελφισσών, όπως στηρίζουμε διαχρονικά τους υποαμειβόμενους ασκούμενους και μισθωτούς συναδέλφους των 400€ και 800€. Απορρίπτουμε το κάλπικο δίλημμα “με τους μαχόμενους ή με τους ασκούμενους”. Η διοίκηση Βερβεσού δεν εκφράζει τα συμφέροντα ούτε των ασκούμενων ούτε των μαχόμενων. Μιλάει στο όνομα των αφεντικών του κλάδου που, την ίδια στιγμή που δίνουν ψεύτικους όρκους στην επιστημονική “ανεξαρτησία”, χωλώνονται μόλις κάποιος στη δούλεψή τους αμφισβητήσει το διευθυντικό τους “δικαίωμα”. Οι πραγματικοί μαχόμενοι και αυτοαπασχολούμενοι δικηγόροι, που τρέχουν οι ίδιοι στις υπηρεσίες και τα ακροατήρια, δεν κλείνουν τα μάτια απέναντι στην εκμετάλλευση των νέων συναδέλφων και συναδελφισσών. Και, βέβαια, οι ασκούμενες και οι ασκούμενοι του σήμερα είναι οι μαχόμενες και μαχόμενοι του αύριο.
Για τους λόγους αυτούς, στηρίζουμε τα δίκαια αιτήματα των ασκουμένων του ΔΣΑ και δηλώνουμε την αμέριστη αλληλεγγύη μας στις ασκούμενες συναδέλφισσες οι οποίες, σπάζοντας τη σιωπή για τις απαράδεκτες συνθήκες απασχόλησης της δικηγορικής άσκησης, διεκδικούν το αυτονόητο: αξιοπρεπείς όρους εργασίας. Καμία σκέψη για μη ανανέωση των συμβάσεών τους και για απασχόλησή τους κατά παράβαση των συμφωνηθέντων όρων. Σε αυτόν τον αγώνα είμαστε δίπλα τους!