Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί μια επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης της Ιωάννας Κυμάκη, νέας δικηγόρου και μέλους του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων, στην εκδήλωση της Εναλλακτικής Παρέμβασης – Δικηγορικής Ανατροπής στον ΔΣΑ την Δευτέρα 4 Απριλίου.
Η δεοντολογία εντός δικηγορικών γραφείων και οι μισθωτές-οί δικηγόροι (της Ιωάννας Κυμάκη)
Λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η φύση του δικηγορικού λειτουργήματος συνίσταται όχι στην απλή νομική εκπροσώπηση και στην απλή εκτέλεση των συμφερόντων του εντολέα με όποιο κόστος, αλλά στην εν γένει υπεράσπιση των δικαιωμάτων της κοινωνικής δικαιοσύνης και του Κράτους Δικαίου (κατά τη φρασεολογία του Κώδικα Δικηγόρων), θα εστιάσουμε στην παρούσα εισήγηση σε κάποια επιμέρους ζητήματα που συναρτώνται με την δικηγορική δεοντολογία στο επίπεδο της μισθωτής σχέσης δικηγόρου-εμμίσθου συνεργάτη ή δικηγόρου-συνεργάτη (de facto εμμίσθου).
Στην έμμισθη (ή de facto έμμισθη) σχέση εργοδότη και εργαζόμενου/ης δικηγόρου, τα δικηγορικά υποκείμενα και επομένως οι φορείς της δικηγορικής δεοντολογίας στην οποία αναφερόμαστε είναι δύο. Και αυτό παρόλο που πολύ συχνά στον νομικό κόσμο τον/την μισθωτό δικηγόρο την/τον αντιμετωπίζουμε σαν απλό δέκτη της πρακτικής που υιοθετεί ο εργοδότης, και σαν εκτελεστικό όργανο του «αφεντικού» του.
Πριν προχωρήσουμε στο κυρίως μέρος θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα σε δεοντολογία και νομιμότητα. Πολλές συμπεριφορές που αφορούν την δικηγορική δεοντολογία εμπίπτουν ευθέως σε απαγορευτικές δια νόμου διατάξεις. Απ’ την άλλη, οι κανόνες περί δεοντολογίας δεν έχουν ευθέως έννομες συνέπειες, αλλά μόνο κατά το μέρος που δια νόμου η παραβίαση δεοντολογικών κανόνων επιφέρει ορισμένες έννομες συνέπειες πειθαρχικού κυρίως χαρακτήρα.
1) Σε πρώτο χρόνο όσον αφορά τη δικηγορική δεοντολογική πρακτική από μεριάς του εργοδότη δικηγόρου.
Ο εργοδότης δικηγόρος δεσμεύεται από κανόνες συμπεριφοράς απέναντι στο Δικαστήριο, στους εντολείς του, στην κοινωνία και απέναντι βεβαίως στους/στις «συνεργάτες» και τους/τις ασκουμένους/ες του.
Σύμφωνα με τις ξεχασμένες στην εφαρμογή διατάξεις των άρθ. 33-34 του Κώδικα Δεοντολογίας των Δικηγόρων, ο δικηγόρος πρέπει να συμπεριφέρεται άψογα στους/στις συνεργάτες του, να μην υποτιμά την εργασία τους, να μη σχολιάζει αρνητικά την ικανότητα ή τη συνεισφορά τους προς τον πελάτη ή οποιονδήποτε τρίτο. Πρέπει να τηρεί τις συμφωνίες για αμοιβή και να παρέχει κάθε βοήθεια προς αυτούς/ες για την εξασφάλιση και την καταβολή της αμοιβής τους από τον πελάτη. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως της τακτικότητας ή μη της συνεργασίας, ο Κώδικας προβλέπει ότι ο δικηγόρος θα πρέπει να συμπεριφέρεται συναδελφικά στον/στην συνεργάτη με ισοτιμία (όχι σαν προϊστάμενος προς υφιστάμενο/η), να συνεργάζεται μαζί του με ευγένεια και κατανόηση, να μη θίγει τη δικηγορική και ατομική του αξιοπρέπεια, να μην τον απασχολεί σε μη δικηγορικά καθήκοντα και να προβάλλει την εργασία του προς τον πελάτη και το Δικαστήριο ή τρίτους.
Αντίστοιχες υποχρεώσεις σεβασμού, ευγένειας και επιμέλειας επιβάλλει ο Κώδικας Δεοντολογίας στο άρθ. 35 προς ασκούμενους/ες τάσσοντας την υποχρέωση του δικηγόρου να τους καθοδηγεί, να τους αναθέτει μελέτη και χειρισμό απλών και μετά σοβαρότερων υποθέσεων, να τους απασχολεί σε δικηγορικά αμιγώς καθήκοντα, να μη θίγει με οποιονδήποτε τρόπο την προσωπικότητά τους.
Σύμφωνα δε με το άρθ. 40 όλες οι παραπάνω υποχρεώσεις όπως και οι λοιπές που προβλέπονται από τον Κώδικα Δεοντολογίας, σε περίπτωση παραβίασής τους οδηγούν σε πειθαρχική διαδικασία σύμφωνα με τα άρθρα του Κώδικα Δικηγόρων (ά. 66-79 ΚΔικηγ).
Στην πράξη βέβαια ξέρουμε πολύ καλά οι εργαζόμενες/οι δικηγόροι και οι ασκούμενες/οι ότι όλες οι προβλεπόμενες αυτές διατάξεις, στην πραγματικότητα δεν επιφέρουν καμία συνέπεια σε περίπτωση παραβίασης τους. Το ακριβώς αντίθετο, οι διατάξεις αυτές στην πραγματικότητα έχουν εξαγγελτικό χαρακτήρα.
Αλλά και βεβαία καμία πειθαρχική διαδικασία η οποία εκκινεί από έναν ομοιοεπαγγελματικό Σύλλογο στον οποίο συνυπάρχουν εργοδότης και εργαζόμενος/η υπό την αυτή ιδιότητα δεν θα μπορούσε ως εκ της θέσης της να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική επί αντεργατικών συμπεριφορών.
Πολύ περισσότερο, ο ίδιος ο Κώδικας Δικηγόρων αντιφάσκει: Ενώ προβλέπει όλες αυτές τις υποχρεώσεις σεβασμού προς τον δικηγόρο εργαζόμενο, απ’ την άλλη τυποποιεί δύο δυνάμει καθεστώτα απασχόλησης του εργαζόμενου σε δικηγορική εταιρεία ή γραφείο δικηγόρου: ένα με εργασιακά και ένα χωρίς, δηλαδή το ένα αυτό της έμμισθης και το άλλο αυτό του υποτιθέμενου συνεργάτη ελεύθερου επαγγελματία. Το δεύτερο αυτό καθεστώς de facto καμία διαφορά δεν έχει από το πρώτο, πλην της πλήρους έλλειψης δικαιωμάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι -αν μη τι άλλο- τουλάχιστον καταδικασμένη η απόπειρα θεσμοθέτησης πειθαρχικών ευθυνών σε περιπτώσεις συμπεριφορών οι οποίες υποβιβάζουν τον/την εργαζόμενο/η δικηγόρο. Για ποια ισότιμη συμπεριφορά θα μιλούσαμε όταν κάποιος απασχολεί έναν/μια δικηγόρο de facto έμμισθο/η αλλά χωρίς να του/της παρέχει κανένα εργασιακό δικαίωμα; Η υπέρμετρη εργασιακή εκμετάλλευση και η υποτίμηση της εργασίας της/του εργαζόμενης/ου δικηγόρου είναι ΗΔΗ θεσμοθετημένη από τον Κώδικα και θα είναι όσο υφίσταται ο απαράδεκτος θεσμός του συνεργάτη δικηγόρου που ανοίγει τον δρόμο σε κάθε λογής αυθαίρετες εργοδοτικές συμπεριφορές ως προς τις αποδοχές, τις άδειες, τις απολύσεις κ.ο.κ.. Έτσι, οι σχετικές διατάξεις περί σεβασμού και μεταχείρισης της/του εργαζομένης/ου σαν ισότιμου σε ανεξαρτησία δικηγόρου καταλήγουν να συνιστούν απλούς τύπους αβρότητας και όχι πράγματι δεσμευτικές διατάξεις.
Για αυτόν τον λόγο θεωρούμε ότι σε καμία περίπτωση οι κανόνες δεοντολογίες δεν μπορούν να συνιστούν επαρκή συνθήκη για τη ρύθμιση εργασιακών σχέσεων. Μπορούν μόνο να συμπληρώνουν εργατικές διατάξεις -εφόσον αυτές υπάρχουν- και να τις ενισχύουν. Έχουμε ανάγκη να θεσπίσουμε ρητές προβλέψεις που κατοχυρώνουν την/τον εργαζόμενη/ο δικηγόρο πλήρως, καλύπτοντας το σχετικό κενό, και να καταργήσουμε αυτές που την/τον απομειώνουν.
Προς αυτήν την αντίστροφη κατεύθυνση, άλλωστε, υπαρχουσών των προστατευτικών εργατικών διατάξεων, οι σχετικές διατάξεις περί δεοντολογίας πρέπει να ερμηνεύονται υπό το φως των πρώτων. Έτσι π.χ. ο πρόσφατος νόμος 4808/2021 που κύρωσε τη σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας σε σχέση με την παρενόχληση στον κόσμο της εργασίας κάλλιστα μπορεί να παρεισφρήσει στην ερμηνεία των διατάξεων περί δεοντολογικής συμπεριφοράς του εργοδότη δικηγόρου προς την εργαζόμενη δικηγόρο και περί πειθαρχικής ευθύνης του.
Εν ολίγοις, είναι μεν δεοντολογικό ζήτημα η αντιμετώπιση των εργαζομένων από μεριάς εργοδότη δικηγόρου, ωστόσο αυτό προφανώς δεν αρκεί. Για την κατοχύρωση των εργαζομένων δικηγόρων χρειάζεται το μείζον, δηλαδή να είναι ζήτημα προεχόντως νομικό ο σεβασμός της εργασιακής σχέσης, όχι δεοντολογικό!
2) Σε δεύτερο χρόνο, όσον αφορά τον έμμισθο ή defacto έμμισθο ως υποκείμενο δεοντολογικής πρακτικής.
Ένας από τους βασικούς δικαιολογητικούς λόγους πρόβλεψης του καθεστώτος του εμμίσθου είναι η προσπάθεια να συμβαδίσει το καθεστώς ετερο-απασχόλησης ενός δικηγόρου με τις διακηρυγμένες αρχές του Κώδικα Δικηγόρων και του Καταστατικού Χάρτη Των Θεμελιωδών Αρχών Του Ευρωπαϊκού Νομικού Επαγγέλματος, που μιλάν ευθέως για ανεξαρτησία του δικηγόρου και για ελευθερία του να υπερασπίζεται την υπόθεση του εντολέα με βάση τον ρόλο του ως υπερασπιστή των δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, αυτός είναι ο λόγος (η ελευθερία και ανεξαρτησία ως προς την υπεράσπιση ως εγγενής στη δικηγορία) για τον οποίο δεν επιτρέπεται στον/στην δικηγόρο ως εκ της φύσης του επαγγέλματος να υπόκειται σε εργοδοτικές εντολές, στο λεγόμενο διευθυντικό δικαίωμα που συνιστά τον πυρήνα της έννοιας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας.
Η ελευθερία αυτή έχει μάλλον αποτελέσει στην πραγματικότητα αντικείμενο εργοδοτικής κατάχρησης για την αρρύθμιστη νομικά και απεριόριστη εκμετάλλευση των συνεργατών και ασκουμένων, αφημένης της ρύθμισης της σχέσης στην ελευθερία και ισοτιμία τάχα των μερών. Και από την άλλη μεριά de facto βλέπουμε την ελευθερία αυτή να καταπατάται και στην πραγματικότητα στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων να υπόκεινται απολύτως οι μισθωτές/οί στις εντολές του εργοδότη.
Αυτό τι σημαίνει όμως; Ότι δεν επιθυμούμε αυτήν την ελευθερία που δίνει ο Κώδικας σε όλους τους δικηγόρους ακριβώς επειδή καταπατάται;
Εμείς από την μεριά μας, ως μισθωτοί/ες δικηγόροι τα θέλουμε όλα, όπως λέμε συχνά στο σωματείο. Θέλουμε αφενός την κατοχύρωση μας εργασιακά χωρίς αφετέρου να απεμπολήσουμε την ελευθερία χειρισμού υπόθεσης που οι Κώδικες Δικηγόρων και Δεοντολογίας συνδέουν με τη φύση του επαγγέλματος, ως εγγενή σε αυτό. Θέλουμε ο ασκούμενος ή ο μισθωτός δικηγόρος, όταν του δίνεται εντολή να προχωρήσει σε μία διαδικαστική ή νομική ενέργεια με συγκεκριμένο τρόπο, να καλύπτεται να αρνηθεί και αυτό να μην είναι λόγος καταγγελίας της σύμβασής του.
Να μπορεί να υπερασπιστεί τον πελάτη, συν-διαμορφώνοντας τη γραμμή με τον δικηγόρο εργοδότη αλλά χωρίς να δύναται να δεσμευθεί από νόμιμες αλλά αντιδεοντολογικές ως προς τον χειρισμό υποδείξεις του.
Να μιλάμε επομένως για δέσμευση του/της εμμίσθου δικηγόρου από υποχρέωσή του/της να συνδράμει τον εργοδότη δικηγόρο στις υποθέσεις που του/της αναθέτει, χωρίς να υπάρχει καμία δέσμευσή του/της από τις υποδείξεις του. Και αυτό ανεξαρτήτως του εάν η υπόδειξη θα πρέπει να θεωρείται παράνομη ή απλώς αντιδεοντολογική. Γιατί εάν ο/η έμμισθος/η δεν δεσμεύεται από τις υποδείξεις του αφεντικού στον χειρισμό, καμία σημασία δεν έχει στην πραγματικότητα εάν η υπόδειξη αυτή παραβιάζει κάποιον κανόνα δικαίου. Από μόνη της η υπόδειξη δεν πρέπει να είναι δεσμευτική.
Καταληκτικά, η σημασία της σημερινής εκδήλωσης έγκειται στο να αναδείξει κόντρα στο ρεύμα της εποχής που θέλει τους/τις νέες/νέους δικηγόρους μισθωτοποιημένες/ους στον κλάδο και εξειδικευμένες/ους σε δικηγορικές εταιρείες να συντάσσουμε φασόν, να εκτελούμε διεκπεραιωτική εργασία και να απομακρυνόμαστε από τον τόσο σημαντικό ρόλο του υπερασπιστή δικηγόρου, τη σημασία και την ευθύνη μας να ορθώσουμε ως αντιπρόταγμα το είδος της δικηγορίας που θέλουμε να υπηρετήσουμε.
Είναι ζωτικό για το μέλλον της δικηγορίας, οι μισθωτές/οί δικηγόροι να μην παραχωρήσουμε την ελευθερία μας, ούτε όμως και να αφήσουμε από την άλλη μεριά στο όνομα αυτής της ελευθερίας να είμαστε τάχα ανεξάρτητοι συνεργάτες χωρίς εργασιακά δικαιώματα.