Ας μιλήσουμε για τη δεοντολογία! (του Θανάση Καμπαγιάννη)
Εν όψει της σημαντικής εκδήλωσης που οργανώνεται με θέμα τη δικηγορική δεοντολογία τη Δευτέρα 4 Απριλίου στην κεντρική αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών από την “Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή”, ας θυμίσουμε κάποιες κατευθυντήριες αρχές που θα είναι χρήσιμες στο άνοιγμα της σχετικής συζήτησης.
1. Ο ΔΙΤΤΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΑΣ: Η άσκηση της δικηγορίας συνθέτει και ισορροπεί ανάμεσα σε δύο ιδιότητες: αφενός του νομικού συμπαραστάτη του εκάστοτε εντολέα, αφετέρου του φορέα ενός δημόσιου λειτουργήματος, όπως αυτό περιγράφεται στον νόμο.
2. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ: Οι δικηγόροι αποτελούν αναντικατάστατο παράγοντα στην έκδοση δικαστικής απόφασης και στην απόδοση δικαιοσύνης. Χωρίς αυτούς/ές, τα δικαιώματα των διαδίκων φαλκιδεύονται, καθώς η κρατική εξουσία διαθέτει πολλαπλάσια ισχύ, γνώση, πόρους και μια διαρκή και ιστορικά επιβεβαιωμένη τάση προς την αυθαιρεσία. Οι δικηγόροι αποτελούν φιλελεύθερο αντίβαρο στον συντριπτικό συσχετισμό δύναμης ανάμεσα στον πολίτη και την κρατική εξουσία.
3. Η ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΕΩΝ ΤΟΥΣ: Οι δικηγόροι δεν είναι εν τη στενή εννοία “εκπρόσωποι” των εντολέων τους ούτε ταυτίζονται μαζί τους. Δεν υπόκεινται στις διαταγές των πελατών τους ούτε γίνονται όργανο ή φερέφωνό τους ωσάν να έχουν νοικιάσει τη συνείδησή τους. Αυτή η ανεξαρτησία των δικηγόρων, ακόμα και από εκείνους που τους έχουν δώσει την εντολή να τους εκπροσωπήσουν, προστατεύει το κύρος τους και επιτρέπει την ανάληψη υποθέσεων ανεξαρτήτως του ειδεχθούς χαρακτήρα της τελεσθείσας πράξης, ενώ ταυτόχρονα συνεπάγεται συγκεκριμένες υποχρεώσεις στην άσκηση των καθηκόντων τους.
4. Η ΔΕΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΙΑΣ: Η άσκηση της δικηγορίας δεν είναι ανεξέλεγκτη: ορίζεται από κανόνες και αρχές, που περιγράφονται στον Κώδικα Δικηγόρων, τον Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος, τα διεθνή κείμενα Δεοντολογίας, καθώς και τις αποφάσεις των θεσμικών οργάνων των Δικηγορικών Συλλόγων. Η δεοντολογία αφορά τόσο τη σχέση των δικηγόρων με τους εντολείς, τους αντιδίκους και τις δικαστικές αρχές όσο και τη σχέση με τους δικηγόρους που εργάζονται εντός του ίδιου γραφείου ως συνεταίροι, μισθωτοί/-ές και ασκούμενοι/-ες και που πρέπει να απολαμβάνουν σχέσεις ισοτιμίας, αξιοπρέπειας, ασφάλειας και τήρησης των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων.
5. Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΗ: Οι δικηγόροι δικαιούνται και οφείλουν να υπερασπίζονται μαχητικά τα δικαιώματα των εντολέων τους, ιδίως όταν αυτοί βρίσκονται στη θέση του κατηγορουμένου. Στην ποινική δίκη, η διαδικασία στο ακροατήριο με όρους δημοσιότητας και προφορικότητας και η διαλεκτική μάχη που αναπτύσσεται μέσα σε αυτό αποτελούν εγγύηση για την εύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και την ορθή απόδοση δικαιοσύνης. Η διαλεκτική διαδικασία της ποινικής δίκης είναι ένα επίτευγμα της ανθρώπινης εξέλιξης, σε αντίθεση με την ελέω θεού ή μονάρχη αυθαιρεσία και τις εξοντωτικές λογικές της θανατικής ποινής, που αποκρύπτουν την κοινωνική ρίζα του εγκλήματος.
6. ΤΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ: Οι δικηγόροι δεν έχουν δικαίωμα στο ψέμα, τη δυσφήμηση, τη συκοφαντία, την προσβολή της τιμής και της υπόληψης των λοιπών παραγόντων της δίκης. Οι δικηγόροι υπέχουν καθήκον αληθείας, το οποίο όμως οριοθετείται από τα καθήκοντα σιωπής και συνηγορίας υπέρ των εντολέων τους, με τα τρία αυτά καθήκοντα να τελούν σε σχέση διαλεκτικής αλληλεξάρτησης. Όπως έχει σωστά ειπωθεί, ο/η συνήγορος δεν χρειάζεται να λέει όλη την αλήθεια, καθώς υποχρεούται να μεροληπτεί υπέρ του εντολέα του/της: ωστόσο οτιδήποτε λέει πρέπει να είναι αληθές.
7. Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ: Αξιόποινες παρεκτροπές των δικηγόρων στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους δεν δικαιολογούνται από το καθήκον συνηγορίας και ελέγχονται ποινικά και πειθαρχικά. Όπως αναφέρεται στο κείμενο “Βασικές αρχές για τον ρόλο των δικηγόρων” (8ο Συνέδριο του Οργανισμού Ηνωμενων Εθνών για την πρόληψη του εγκλήματος και τη μεταχείριση των εγκληματιών, Αβάνα 26 Αυγούστου – 6 Σεπτεμβρίου 1990): “Κατά την προστασία των δικαιωμάτων των πελατών τους και την προαγωγή της δικαιοσύνης, οι δικηγόροι υποχρεούνται να επιδιώκουν το σεβασμό των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που αναγνωρίζουν το εθνικό και το διεθνές δίκαιο και σε κάθε περίπτωση να ενεργούν ελεύθερα και με επιμέλεια, σύμφωνα με το νόμο και τους καθιερωμένους κανόνες και δεοντολογία του νομικού επαγγέλματος”.
8. Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΚΑΘΕ ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ: Ιδιαίτερη έκφανση του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών αποτελεί η υποχρέωση των δικηγόρων (όποιο έδρανο και αν καταλαμβάνουν) να καταπολεμούν κάθε διακριτική μεταχείριση λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενεαλογικών καταβολών, θρησκείας, αναπηρίας, γενετήσιου προσανατολισμού, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου και κάθε σχετιζόμενη ρητορική μίσους. Είναι αυτονόητο ότι δικηγόροι που όχι μόνο δεν καταπολεμούν, αλλά υποπίπτουν σε τέτοια διακριτική μεταχείριση ή ρητορική κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, τελούν παράπτωμα αυξημένης πειθαρχικής και ποινικής απαξίας, δεδομένης της ιδιότητάς τους.
9. Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ: Ο λόγος των δικηγόρων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους είναι περιβεβλημένος με αυξημένη νομική προστασία. Οι δικηγόροι δικαιούνται να προστατεύουν τα συμφέροντα των εντολέων τους με ζήλο και αυταπάρνηση, ιδιαίτερα εντός της δικαστικής αίθουσας, πάντοτε εντός των ορίων της δεοντολογίας και του νόμου που δεν προστατεύει το ψεύδος και τον σκοπό εξύβρισης. Εκτός της δικαστικής αίθουσας, οι δικηγόροι δικαιούνται να σχολιάζουν δημοσίως την απονομή της δικαιοσύνης και να εκπροσωπούν τους ισχυρισμούς των εντολέων τους, ιδίως αν αυτοί στοχοποιούνται από κρατικές σκευωρίες, χωρίς όμως να εκτρέπονται σε ύβρεις και διεξαγωγή “τηλε-δικών” ή να αποσκοπούν σε άγρα πελατών.
10. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ: Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι οφείλουν να περιφρουρήσουν τόσο τα δικαιώματα όσο και τις υποχρεώσεις των μελών τους. Πρέπει να εξασφαλίζουν τη γνώση των κανόνων δεοντολογίας από πλευράς των μελών τους και να προβαίνουν χωρίς καθυστέρηση στον πειθαρχικό έλεγχο και κολασμό αξιόποινων πράξεων, δημιουργώντας μηχανισμούς που να διευκολύνουν την καταγγελία κακοποιητικών συμπεριφορών. Πρέπει, περαιτέρω, να καταρτίσουν πρωτόκολλα καλών πρακτικών, ιδίως σε δίκες που διερευνούν πράξεις έμφυλης ή φυλετικής βίας και στις οποίες απειλείται η εργαλειοποίηση ή η επαναθυματοποίηση ευάλωτων θυμάτων. Περιφρουρώντας την αυστηρή τήρηση της δεοντολογίας από τα μέλη τους, οι Δικηγορικοί Σύλλογοι περιφρουρούν την ανεξαρτησία της άσκησης της δικηγορίας από την κρατική εξουσία.
* Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι δικηγόρος, σύμβουλος στο ΔΣ του ΔΣΑ με την “Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή”.