Η Εναλλακτική Παρέμβαση στις εκλογές του ΔΣΑ

Νοέμβριος 2021

Ημερομηνία:

Μοιραστείτε:

Για τις ασφαλιστικές εισφορές των συνεργατών δικηγόρων

Πλήρης κατοχύρωση και πραγματική υλοποίηση της υποχρέωσης καταβολής των ασφαλιστικών εισφορών των συνεργατών δικηγόρων!

Με την Υπουργική Απόφαση με αριθμό Δ.15/Γ’/οικ. 96195 «Διαδικασία αντιρρήσεων και τρόπος έκδοσης σχετικών αποφάσεων, στις περιπτώσεις αμφισβήτησης της υπαγωγής ασφαλισμένου στην ρύθμιση της παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/ 2016», (ΦΕΚ Β΄/6013/2021), ορίζεται ότι το πεδίο εφαρμογής της καταλαμβάνει και το δικηγόρο, ο οποίος συμβάλλεται με δικηγόρο ή δικηγορική εταιρεία (τελευταίο εδάφιο παρ.1 άρθρου 1 της ΥΑ).

Η έκδοση της ΥΑ, ενόψει της αναμενόμενης απόφασης του ΣτΕ 13/2022, διορθώνει τη ντροπιαστική εξαίρεση των δικηγόρων από τη ρύθμιση της παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/ 2016 για την καταβολή των 2/3 των ασφαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη και αποτελεί μια εξέλιξη στο δρόμο για την ικανοποίηση των αυτονόητων δικαιωμάτων χιλιάδων συναδέλφων που εργάζονται ως συνεργάτες σε ένα γκρίζο καθεστώς, εσκεμμένα αρρύθμιστο, ώστε να επωμίζονται τα αρνητικά τόσο του συνεργάτη, όσο και του ανεξάρτητου επαγγελματία.

Ο Δ.Σ.Α. με ανακοίνωσή του πανηγυρίζει ότι με τον τρόπο αυτό καταργείται και ρητώς η μη νόμιμη εγκύκλιος με αριθμό Φ80000/οικ.2460/106/20-01-2017 που εξαιρούσε τους δικηγόρους από την υπαγωγή στο άρθρο 39 παρ.9 του ν.4387/2016, και ότι έτσι ικανοποιείται ένα πάγιο αίτημα του Δικηγορικού Σώματος για τους δικηγόρους που απασχολούνται ως συνεργάτες δικηγορικών γραφείων και εταιρειών, καθώς -θεωρητικά- θα τυγχάνει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη που προβλέπει κράτηση και καταβολή εισφορών μισθωτού από τους εργοδότες δικηγόρους (εργοδοτική εισφορά 2/3).

Οι πανηγυρισμοί όμως αυτοί παραβλέπουν ότι η ρύθμιση είναι ανεπαρκής και απαιτεί διασφαλίσεις για την εφαρμογή της.

Σύμφωνα με το άρθρο 39 του ν. 4387/2016 (ασφαλιστικός νόμος Κατρούγκαλου-Βρούτση), για τις εισφορές αυτοτελώς απασχολουμένων και ελεύθερων επαγγελματιών, ορίζονται τα ακόλουθα:

παρ. 9. Στους ασφαλισμένους της παραγράφου 1 που αμείβονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών και για τους οποίους προκύπτει ότι το εισόδημά τους προέρχεται από την απασχόλησή τους σε έως δύο φυσικά ή νομικά πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλογικά, ως προς το ύψος, τον τρόπο υπολογισμού και τον υπόχρεο καταβολής της εισφοράς, οι διατάξεις του άρθρου 38.

Και στο άρθρο 38 (Εισφορές μισθωτών και εργοδοτών για την κύρια σύνταξη):

παρ. 1. Το συνολικό ποσοστό εισφοράς κύριας σύνταξης ασφαλισμένου μισθωτού και εργοδότη ορίζεται σε 20% επί των πάσης φύσεως αποδοχών των εργαζομένων με εξαίρεση τις κοινωνικού χαρακτήρα έκτακτες παροχές λόγω γάμου, γεννήσεως τέκνων, θανάτου και βαριάς αναπηρίας. Το ανωτέρω ποσοστό κατανέμεται κατά 6,67% (1/3) σε βάρος των ασφαλισμένων και κατά 13,33%(2/3) σε βάρος των εργοδοτών, συμπεριλαμβανομένων από την 1.1.2017 και του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος……

παρ. 3. Καταβάλλεται ασφαλιστική εισφορά για τον κλάδο σύνταξης ποσοστού 20%, επιμεριζόμενη κατά ποσοστό 6,67% για τον εργαζόμενο και 13,33% για τον εργοδότη, διατηρούμενου σε ισχύ του τεκμηρίου υπέρ της μισθωτής εργασίας της ρύθμισης του άρθρου 2 παράγραφος 1 του α.ν. 1846/1951, για τις ακόλουθες, ιδίως, κατηγορίες ασφαλισμένων:….. στ. Δικηγόροι με έμμισθη εντολή, ανεξαρτήτως του χρόνου υπαγωγής τους στην κοινωνική ασφάλιση, για το εισόδημα που προέρχεται από τη διαρκή σχέση παροχής υπηρεσιών…”.

Ταυτόχρονα είχαν εκδοθεί οι με αριθμούς Φ.80000/οικ.2460/106/20.1.2017 και Φ.80000/οικ.5547/248/7.2.2017 εγκύκλιοι του Υφυπ. Εργασίας, Κοιν. Ασφάλισης και Κοιν. Αλληλεγγύης. Σύμφωνα με αυτές, στην παραπάνω διάταξη των αρ.38 και 39.9, δηλαδή στην αναλογική εφαρμογή της υποχρέωσης καταμερισμού των ασφαλιστικών εισφορών μεταξύ εργοδότη-εργαζόμενου με μπλοκάκι, δεν θα υπάγονταν οι εταίροι και συνεργάτες δικηγορικών εταιριών, οι οποίοι θα κατέβαλαν εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτοί).

Δηλαδή ενώ μεν ο ασφαλιστικός νόμος θεωρητικά επέβαλε την υποχρέωση καταβολής εργοδοτικής εισφοράς και στην περίπτωση των συναδέλφων (αναλογική εφαρμογή) που εργάζονται με καθεστώς δελτίου παροχής υπηρεσιών, οι εγκύκλιοι αυτές τους εξαίρεσαν.

Οι εγκύκλιοι αυτές προσβλήθηκαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο τις ακύρωσε ως ανυπόστατες διότι εισήγαγαν νέους κανόνες δικαίου στην έννομη τάξη χωρίς να έχουν, προηγουμένως, δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Απόσπασμα από τη δημοσιευμένη περίληψη της ΣτΕ Α΄ 7μ 13/2022:

https://tinyurl.com/yt33xf5h

“Οι προσβαλλόμενες πράξεις Φ.80000/οικ.2460/106/20.1.2017 και Φ.80000/οικ.5547/248/7.2.2017 του Υφυπ. Εργασίας, Κοιν. Ασφάλισης και Κοιν. Αλληλεγγύης, κατά το μέρος που προβλέπουν ρητώς ότι οι συνεργάτες δικηγορικών εταιρειών δεν υπάγονται στην παρ. 9 άρθρ. 39 ν. 4387/2016 και καταβάλλουν εισφορές με βάση το άρθρ. 39 (ως μη μισθωτοί), θέτουν νέους αντίθετους προς την ισχύουσα από 1.1.2017 νομοθετική ρύθμιση κανόνες δικαίου. Οι πράξεις αυτές δεν έχουν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλά έχουν αναρτηθεί μόνο στο διαδίκτυο [στον ιστότοπο «ΔΙΑΥΓΕΙΑ»]. Κατά το πληττόμενο μέρος τους έχουν κανονιστικό χαρακτήρα και είναι ανυπόστατες λόγω της μη δημοσιεύσεώς τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Προεχόντως για τον λόγο αυτόν, ο οποίος εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, οι πράξεις αυτές είναι ακυρωτέες κατά το πιο πάνω μέρος τους για λόγους ασφάλειας δικαίου, δεδομένου ότι έχουν ήδη εφαρμοσθεί.”

Διευκρίνισε μάλιστα η απόφαση ότι τα ανωτέρω ισχύουν και για τις ασφαλιστικές εισφορές υπέρ υγειονομικής περιθάλψεως κατ’ άρθρ. 41 ν. 4387/2016 και για τις εισφορές επικουρικής ασφαλίσεως κατ’ άρθρ. 97 ν. 4387/2016

Με την εν λόγω πρόσφατη λοιπόν Υπουργική Απόφαση, (ΦΕΚ Β΄/6013/2021), προσδιορίζεται η δυνατότητα αντιρρήσεων, στις περιπτώσεις αμφισβήτησης από εργαζόμενο της υπαγωγής ασφαλισμένου στην ρύθμιση της παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/ 2016. Το τελευταίο εδάφιο λοιπόν της παραπάνω πρώτης παραγράφου της Υ.Α., μας λέει ότι το πεδίο εφαρμογής της καταλαμβάνει και το δικηγόρο, ο οποίος συμβάλλεται με δικηγόρο ή δικηγορική εταιρεία.

– Ανάγκη για ρητή κατοχύρωση με άρθρο νόμου

Ωστόσο, μία ορθότερη και τελειωτική επίλυση του ζητήματος των «μπλοκάκηδων» δικηγόρων, θα ήταν να τεθεί ρητά και γραπτά η συμπερίληψη τους στις περιπτώσεις του αρ. 39 (όπως για τις περιπτώσεις εργαζόμενων με έμμισθη εντολή) ή ακόμα καλύτερα ρητά στο αρ.38 του ν.4387/2016, και όχι ως περίληψη σε ένα εδάφιο μίας απλής κανονιστικής πράξης. Η ιστορία του διαρκούς εμπαιγμού των συναδέλφων μέσα από εξαιρέσεις και λόμπιινγκ της τελευταίας στιγμής επιτάσσουν την κατοχύρωση με διάταξη νόμου για την περίπτωση των συναδέλφων που εργάζονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών

– Επέκταση των δικαιούχων με βάση το ουσιαστικό κριτήριο του εισοδήματος

Επίσης, σοβαρότατο πρόβλημα υπάρχει ούτως ή άλλως με τον περιορισμό που τίθεται για έναν ή δύο εργοδότες. Είναι λίγοι οι συνάδελφοι, που δεν έχουν έστω έναν προσωπικό πελάτη, και άρα εκδίδουν αποδείξεις ανεξάρτητες από αυτές που εκδίδουν για τους έναν ή δύο εργοδότες τους. Επομένως, αυτοί δεν καλύπτονται ούτε υπό την ισχύ των αρ.38 και 39 του ν.4387/2016. Πρέπει οι προβλέψεις της διάταξης να επεκταθούν σε δικηγόρους που πληρούν το ουσιαστικό κριτήριο της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Ν.4172/2013 (Κ.Φ.Ε.) με βάση την οποία ως εισόδημα από μισθωτή εργασία (και φορολογείται ανάλογα) θεωρείται το εισόδημα που αποκτάται από φυσικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν υπερβαίνουν τα τρία (3), ή, εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτόν, όταν ποσοστό 75% του ακαθάριστου εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα προέρχεται από ένα (1) από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες που λαμβάνουν τις εν λόγω υπηρεσίες, χωρίς την προϋπόθεση ύπαρξης έγγραφης σύμβασης.

– Casusbelli με κάθε προσπάθεια μετακύλισης των εργοδοτικών εισφορών στο συνεργάτη δικηγόρο

Η «ελευθερία της αγοράς» στην απασχόληση των συναδέλφων ως μισθωτών έχει τον πραγματικό, και όχι θεωρητικό, κίνδυνο της μαζικής καταστρατήγησης της πρόβλεψης μέσα από την εκβιαστική «αναπροσαρμογή» της αμοιβής των συνεργατών προς τα κάτω με σκοπό την μετακύλιση στον συνεργάτη του ποσού ασφαλιστικών εισφορών με το οποίο θα επιβαρύνεται ο εργοδότης. Απαιτείται συνεπώς παράλληλη ικανοποίηση του πάγιου αιτήματος για καθιέρωση κατώτατης αμοιβής για συνεργάτες δικηγόρους, ενώ ο ΔΣΑ οφείλει να θεσπίσει διαδικασίες ελέγχου και αποτροπής αυθαιρεσιών.

Συμπερασματικά, το πρόβλημα της καταβολής εργοδοτικών εισφορών των «συνεργατών δικηγόρων» πρέπει αφενός να λυθεί ρητά νομοθετικά (με θετικό και όχι διά της αναλογικής εφαρμογής τρόπο) και αφετέρου με την πραγματική βούληση των Δικηγορικών Συλλόγων για την επίβλεψη της εφαρμογής της.

Η εξέλιξη αυτή με τη συμπερίληψη αυτής της διευκρίνισης στην υπουργική απόφαση, είναι μεν θετική, όμως η απόσταση που χωρίζει την πραγματικότητα χιλιάδων συναδέλφων με τη νομοθετική δυνατότητα επίσημων αντιρρήσεων στην άρνηση υπαγωγής στην ρύθμιση της παρ. 9 του άρθρου 39 του ν. 4387/ 2016, είναι τεράστια. Ακόμη και το εδάφιο που προστέθηκε, ακόμη και με την ακύρωση των δύο επίμαχων εγκυκλίων, με το παρόν πλαίσιο, ο ΕΦΚΑ απλώς υποδεικνύει στον «συνεργάτη» να υποβάλει αντιρρήσεις αν ο εργοδότης αρνείται την υπαγωγή στο αρ. 39 παρ.9. Δεν υποχρεώνει τον εργοδότη σε τίποτα. Στην ουσία ανοίγει μία διαδικασία «εργατικής διαφοράς» σε μία εξαιρετικά επισφαλή εργασιακή σχέση, όπου ο εργοδότης την επόμενη μέρα μπορεί απλά να ανακοινώσει τη λήξη της «συνεργασίας» χωρίς φυσικά αυτό να θεωρηθεί απόλυση καθώς σπάνια υπογράφεται οποιαδήποτε σύμβαση ή απλώς να επιβάλει μείωση του μισθού. Είναι εξαιρετικά δύσκολο κάποιος «συνεργάτης» να σπεύσει να υποβάλει αντιρρήσεις, διακινδυνεύοντας τη θέση εργασίας του, τη μείωση της αμοιβής ή την εν γένει επαγγελματική και συχνά προσωπική σχέση μέσα στον εργασιακό χώρο.

Οι όροι εργασίας, οι αμοιβές και η ασφάλιση των συναδέλφων που εργάζονται ως «συνεργάτες» δεν είναι ένα ζήτημα που μπορεί ή πρέπει να αφεθεί στην ατομική διαπραγμάτευση, στις αντιρρήσεις στον ΕΦΚΑ και τις αγωγές για αναδρομικά. Είναι πολύ σοβαρότερο και απαιτεί τη δύναμη της μαζικής, συλλογικής διεκδίκησης για την κατοχύρωση έστω και αυτής της ατελούς προβληματικής διάταξης των αρ.38, 39 του ν.4387/2021.

Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι πρέπει να εργαστούν για τις κατωτέρω κατευθύνσεις:

  1. Οι εργοδότες, είτε δικηγόροι, είτε δικηγορικές είτε εμπορικές εταιρίες, είτε οποιοσδήποτε άλλος φορέας, πρέπει με το νόμο να υποχρεώνονται να καταβάλουν εργοδοτική εισφορά σύμφωνα με το αρ. 38 του ν.4387/2016. Η γραμματική ερμηνεία του νόμου (αναλογική εφαρμογή) μπορεί να το εξασφαλίσει, αλλά όπως φαίνεται, αυτό δεν αρκεί.
  2. Επέκταση της εφαρμογής σε όλους τους συναδέλφους με ποσοστό 75% του ακαθάριστου εισοδήματος από απασχόληση σε ένα από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή νομικές οντότητες, χωρίς προϋπόθεση έγγραφης σύμβασης, και όχι περιοριστικά σε έναν ή δύο εργοδότες.
  3. Η πιστή εφαρμογή των διατάξεων του ν.4387/2016 μετά την κατάργηση των ανυπόστατων εγκυκλίων, όπως προαναφέραμε, δημιουργεί νόμιμη βάση για την αξίωση από τους συναδέλφους αναδρομικών ασφαλιστικών (εργοδοτικών) εισφορών από τους εργοδότες στους οποίους απασχολήθηκαν/απασχολούνται, και τις οποίες πλήρωσαν 100% οι ίδιοι.
  4. Θέσπιση απαραβίαστων κατώτατων αξιοπρεπών αμοιβών για συνεργάτες δικηγόρους.
  5. Να δημιουργηθεί από τους Δικηγορικούς Συλλόγους το κατάλληλο μητρώο (με προστασία των προσωπικών δεδομένων) ώστε να είναι δυνατόν να ελέγχεται το καθεστώς εργασίας των «συνεργατών» και να υπάρχει η δυνατότητα νόμιμης προσφυγής σε περιπτώσεις καταστρατήγησης.
  6. Ο ΔΣΑ πρέπει να αναλάβει πραγματική πρωτοβουλία για την υλοποίηση της υποχρέωσης αυτής:
  • Να οριστεί τυχόν μείωση αμοιβής του συνεργάτη κατά το ποσό της ασφαλιστικής εισφοράς που επιβαρύνεται ο εργοδότης ως πειθαρχικό παράπτωμα.
  • Επίβλεψη τυχόν αυθαιρεσιών σε βάρος των συνεργατών δικηγόρων και επιβολή πειθαρχικών κυρώσεων.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.

Δημοφιλή