Οι εκλογές του ΔΣΑ και το μαχόμενο ρεύμα της δικηγορίας
Οι εκλογές του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ), θα διεξαχθούν, μετά από δύο χρόνια πανδημίας, που έχουν πλήξει πολύ ισχυρά τον κλάδο των δικηγόρων και ιδιαίτερα τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα στο εσωτερικό του. Η συνθήκη της πανδημίας, ήρθε να αποτελέσει το τελικό χτύπημα για πολύ μεγάλα τμήματα του κλάδου, συναδέλφους που ήδη δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα με τα πάγια έξοδα και τις φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις τους. Σε μια δεκαετία κρίσης που έχει αλλάξει ριζικά τις βιοτικές συνθήκες της πλειοψηφίας των Δικηγόρων, ήρθαν να προστεθούν 10 μήνες κλεισίματος των γραφείων για τους περισσότερους, χωρίς την παραμικρή αποζημίωση και σχεδόν ανύπαρκτες ελαφρύνσεις στο όριο της κοροϊδίας.
Οι ηγεσίες των Δικηγορικών Συλλόγων και ιδιαίτερα του ΔΣΑ, στις συνθήκες αυτές αποκάλυψαν την απόλυτη χρεοκοπία στην οποία έχουν περιέλθει, αρνούμενες να αντιπαρατεθούν σοβαρά με την κυβέρνηση, όταν η πλειοψηφία των μελών τους στερούταν τα μέσα βιοπορισμού. Ακόμη χειρότερα, τα ανεκδιήγητα αιτήματά τους επικεντρώνονταν στο να παραμείνουν τα Δικαστήρια ανοιχτά, όταν οι τα κρούσματα του covid ήταν στο απόγειο και οι νεκροί αυξάνονταν καθημερινά. Με τον τρόπο αυτό έδειξαν ξεκάθαρα ποια συμφέροντα εξυπηρετούν: των μεγάλων δικηγορικών εταιρειών, των εργοδοτών μέσα στον κλάδο, του κεφαλαίου και των τραπεζών που είναι ο βασικός εντολέας αυτών των γραφείων.
Οι μεγαλοδικηγόροι και τα αφεντικά στις μεγάλες εταιρείες, όντως δεν κινδύνευαν από το να παραμένουν ανοιχτά τα δικαστήρια, γιατί οι ίδιοι, δεν συνωστίζονταν ούτε σε ακροατήρια, ούτε σε ουρές δικαστηρίων και υπηρεσιών για να εξυπηρετηθούν. Για τον λόγο αυτό είχαν τους ασκούμενους και τους μισθωτούς δικηγόρους – «συνεργάτες» τους, τους οποίους αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμους. Οι εργοδότες έχαναν από το κλείσιμο των δικαστηρίων και δεν είχαν να κερδίσουν και πολλά από τις πενιχρές κρατικές επιδοτήσεις, αν αυτές δίνονταν. Αντίθετα τα πληβειακά στρώματα του κλάδου, βλέπανε με τρόμο, ότι είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στην διακινδύνευση της υγείας και της ζωής τους, ή τον κίνδυνο της πείνας και της εξαθλίωσης, καθώς με το κλείσιμο των Δικαστηρίων έχαναν το κύριο μέσο βιοπορισμού τους, χωρίς να λάβουν οποιοδήποτε βοήθημα ή αντισταθμιστικό μέτρο.
Η πρόσδεση αυτή της ηγεσίας του ΔΣΑ με την ελίτ των μεγαλοδικηγόρων, τα εργοδοτικά συμφέροντα μέσα στον κλάδο και την κυβερνητική πολιτική, είναι ένα φαινόμενο που σχετίζεται με την συγκέντρωση και την συγκεντροποίηση κεφαλαίου στον κλάδο, μια διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και αρκετά χρόνια. Η διαδικασία αυτή, εκφράζεται με τις μεγάλες δικηγορικές εταιρείες, οι οποίες συχνά αναλαμβάνουν την νομική εκπροσώπηση των τραπεζών και μεγάλων εταιρειών, καρπώνονται την μερίδα του λέοντος από την δικηγορική ύλη και απασχολούν μισθωτούς δικηγόρους, τους οποίους πολλές φορές, δεν απασχολούν καν με τυπική σύμβαση έμμισθης εντολής, αλλά με δελτίο παροχής υπηρεσιών. Δίπλα λοιπόν σε αυτή την τάση συγκέντρωσης όπως είναι φυσικό, και συμπληρωματικά σε αυτή, εξελίσσεται μια διαδικασία «προλεταριοποίησης» ενός μεγάλου τμήματος των δικηγόρων.
Η προλεταριοποίηση αυτή, για ένα τμήμα του κλάδου είναι τυπική, έχει να κάνει δηλαδή με την υπαλληλοποίηση τους- μετατροπή τους από ελεύθερους επαγγελματίες σε εργαζόμενους – μισθωτούς, χωρίς μάλιστα πολλές φορές να απολαμβάνουν την τυπική προστασία του εργατικού δικαίου (ωράριο, άδειες, επιδόματα εορτών και αδείας, αποζημιώσεις απόλυσης, προστασία απέναντι στην άκυρη απόλυση, εργοδοτικές εισφορές στα ταμεία, συλλογικές συμβάσεις)
Για ένα άλλο τμήμα του κλάδου, η προλεταριοποίηση έχει να κάνει με τις συνθήκες ζωής και εργασίας τους, καθώς ενώ παραμένουν αυτοαπασχολούμενοι, αποκομίζουν όλο και λιγότερα από την εργασία τους, συχνά ακόμη και λιγότερα από ότι ένας μισθωτός και αντιμετωπίζουν δυσβάσταχτα λειτουργικά έξοδα. Καταλήγουν έτσι να ζουν δουλεύοντας όλη μέρα, για να τα βγάλουν πέρα με δυσκολία. Φυσικά υπάρχει μια πληθώρα ενδιάμεσων στρωμάτων και εισοδηματικών κατηγοριών, αλλά η βασική τάση είναι να μεγαλώνουν αριθμητικά τα κατώτερα αυτά, πληβειακά στρώματα, την ίδια στιγμή που δυναμώνουν οικονομικά οι ανώτερες ελίτ.
Ο ΔΣΑ και οι μεγάλοι Δικηγορικοί Σύλλογοι είναι σώματα που εκπροσωπούν όλους όσους έχουν την δικηγορική ιδιότητα, ανεξαρτήτως της κατηγορίας στην οποία ανήκουν. Έτσι εκπροσωπούν τόσο τους μισθωτούς και τους αυτοαπασχολούμενους, όσο και τους έμμισθους δικηγόρους στο ευρύτερο Δημόσιο, τους εργοδότες και τις μεγάλες δικηγορικές εταιρείες. Εκπροσωπούν δηλαδή την ίδια στιγμή εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενους, μεγάλες εταιρίες και αυτοαπασχολούμενους. Όπως είναι λογικό σε τέτοιες περιπτώσεις, οι εργοδότες και οι ισχυροί είναι πολύ πιο εύκολο να επικρατήσουν και να έχουν προνομιακή εκπροσώπηση στην ηγεσία του Συλλόγου, αφενός λόγω του γεγονότος ότι είναι καλύτερα οργανωμένοι και έχουν συνείδηση των συμφερόντων τους, αφετέρου λόγω της οικονομικής τους δύναμης, των δεσμών τους με την πολιτική εξουσία και τα πολιτικά κόμματα.
Έτσι λοιπόν, έχουμε φτάσει στο φαινομενικά παράδοξο, την ίδια στιγμή που η μεγάλη πλειοψηφία των δικηγόρων έχει, περισσότερο από ποτέ, κοινά συμφέροντα με τους εργαζόμενους και το εργατικό κίνημα και τις άλλες λαϊκές τάξεις, η θεσμική τους εκπροσώπηση, να στέκει μακρύτερα από ποτέ, από αυτούς και να προσπαθεί να κρατήσει προνομιακή σχέση με την κυβέρνηση του κεφαλαίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απερχόμενη διοίκηση του ΔΣΑ καταψήφισε όλες τις προτάσεις για συμμετοχή στις απεργίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ ακόμα και όταν οι σημερινές συμβιβασμένες πλειοψηφίες τους αναγκάζονταν να τις προκηρύξουν, σπάζοντας την παράδοση συμμετοχής των προηγούμενων χρόνων.
Είναι εύλογο, η πλειοψηφία των κατώτερων στρωμάτων, ιδιαίτερα στην Αθήνα, να μην αισθάνεται ότι εκπροσωπείται από τις συνδικαλιστικές ηγεσίες αυτές και από τον Σύλλογο εν γένει. Αυτό το γεγονός εκφράζεται και με την μεγάλη αποχή στις Δικηγορικές εκλογές, που τείνει να γίνει παράδοση. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν είναι αδύνατο να ανατραπεί. Τα κατώτερα στρώματα, που αποτελούν την πλειοψηφία στο σώμα, έχουν την αριθμητική δύναμη να επικρατήσουν και να επιβάλλουν τις διεκδικήσεις τους, αν συνειδητοποιήσουν τα υλικά τους συμφέροντα, σε συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας και οργανωθούν. Η συγκρότηση του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων Αττικής είναι ένα ελπιδοφόρο πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση. Η υποστήριξη της συνδικαλιστικής Αριστεράς στον ΔΣΑ, που εκφράζει και προσπαθεί να εκπροσωπήσει αυτά τα υλικά συμφέροντα της πλειοψηφίας, στις ερχόμενες εκλογές, είναι ένα ακόμη στοίχημα σε αυτή την κατεύθυνση.
Βεβαίως, οι δικηγόροι, δεν μπορούν σε αυτές τις συνθήκες να κερδίσουν νίκες μόνοι τους, με αποκλειστικά δικές τους κινητοποιήσεις και αγώνες. Αυτό μπορούν να το κάνουν μόνο παλεύοντας δίπλα στο εργατικό κίνημα, τους αυτοαπασχολούμενους και το κίνημα της νεολαίας, για τα κοινά τους συμφέροντα και ενάντια στα πλήγματα των δικαιωμάτων που μας αφορούν όλους. Το πρώτο και σημαντικότερο σημείο τομής σήμερα είναι η πάλη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των δημοκρατικών ελευθεριών, που δέχονται συνεχή και βαρύτατα πλήγματα από την αντιδραστική κυβέρνηση της ΝΔ.
Οι δικηγόροι, μπορούν και πρέπει να παίξουν κρίσιμο ρόλο στη μάχη για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, Οι δικηγόροι, παραδοσιακά είναι οι θεσμικοί υπερασπιστές των δημοκρατικών δικαιωμάτων, παράδοση την οποία έχουν ευτελίσει οι σύγχρονες διοικήσεις των Δικηγορικών Συλλόγων (με ελάχιστες εξαιρέσεις) με την αφωνία τους, σε όλες τις παραβιάσεις του τελευταίου διαστήματος και την άρνηση τους να συγκρουστούν με την εκτελεστική εξουσία και να συμμετέχουν στους κοινωνικούς αγώνες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων. Εάν οι Δικηγορικοί Σύλλογοι έπαιζαν τον θεσμικό τους ρόλο, τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα για την εκάστοτε κυβέρνηση και η κοινωνική νομιμοποίηση όσων αγωνίζονται ενάντια σε αυτή την κατάσταση, θα ήταν πολύ ευρύτερη και ισχυρότερη.
Τον ρόλο αυτόν, που έχει απεκδυθεί η ηγεσία των Δικηγορικών Συλλόγων, τον έχει αναλάβει, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, το μαχητικό ρεύμα των Δικηγόρων, που ήταν παρόν σε όλες τις μάχες του τελευταίου διαστήματος για την υπεράσπιση της δημοκρατίας. Στον αγώνα που δόθηκε ενάντια στο νόμο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, στην μάχη για την υπεράσπιση των δίκαιων αιτημάτων του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, στον αγώνα ενάντια στα αντεργατικά μέτρα και τον αντεργατικό νόμο Χατζηδάκη, στην μάχη ενάντια στην απαγόρευση των συναθροίσεων με ΚΥΑ της τελευταίας στιγμής και αστυνομικές διαταγές.
Σε όλες αυτές τις μάχες, οι δικηγόροι της μαχόμενης Αριστεράς και του ευρύτερου κινήματος, ήταν παρόντες όχι μόνο, με τις τοποθετήσεις και τις αναλύσεις τους, με τον νομικό τους λόγο, με τον οποίο αποκάλυψαν τον αντιδραστικό και αντισυνταγματικό χαρακτήρα όλων αυτών των αποφάσεων και νομοθετημάτων, όχι μόνο με την φυσική παρουσία τους, στην ΓΑΔΑ, τα αστυνομικά τμήματα και τις δικαστικές αίθουσες, υπερασπίζοντας, όσους διαδηλωτές υπέστησαν την αστυνομική καταστολή, αλλά κυρίως, με την ενεργή παρουσία τους στο δρόμο, στις διαδηλώσεις, όπου έδωσαν τον αγώνα δίπλα στους εργαζόμενους, τους φοιτητές και όσους σήκωσαν αυτές τις μάχες. Πολλές φορές έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στο να σπάσουν στην πράξη οι απαγορεύσεις των συναθροίσεων, να μπορέσουν να γίνουν οι διαδηλώσεις, μπαίνοντας στην πρώτη γραμμή και προσπαθώντας να εγγυηθούν στην πράξη, όσο περνούσε από το χέρι τους, το δικαίωμα στην διαδήλωση και υπέστησαν αρκετές φορές την αστυνομική καταστολή για την δράση τους αυτή.
Είναι ευνόητο ότι η μάχη αυτή για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών θα μπορούσε να δοθεί με πολύ καλύτερους όρους, με έναν άλλο συσχετισμό στον ΔΣΑ, που θα του επέτρεπε να αναλάβει ο ίδιος τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη μάχη αυτή. Αυτό θα είχε ευεργετική επίδραση για ολόκληρο το εργατικό κίνημα και την νεολαία και κάθε αγωνιζόμενο κομμάτι της κοινωνίας. Αυτός ο στόχος λοιπόν, σωστά μπαίνει στην πρώτη γραμμή των αιτημάτων μας, δίπλα στα αιτήματα που αφορούν την υπεράσπιση των υλικών συμφερόντων του κλάδου μας.
Σε όλες αυτές τις μάχες, τόσο για την υπεράσπιση των υλικών συμφερόντων της πλειοψηφίας των Δικηγόρων, όσο και τις μάχες για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η Εναλλακτική Παρέμβαση- Δικηγορική Ανατροπή, έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο. Αποτέλεσε την πρώτη μαγιά για να φτιαχτεί η «Πρωτοβουλία Δικηγόρων και Νομικών για τα Δημοκρατικά Δικαιώματα», πήρε κρίσιμες πρωτοβουλίες και στάθηκε δίπλα σε όλα τα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας. Συμμετείχε από την πρώτη στιγμή στην ίδρυση του Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων και δίνει τον αγώνα της μαζικοποίησης και ενδυνάμωσης του.
Οι θέσεις της, οι τοποθετήσεις της μέσα και έξω από το ΔΣ πάντοτε εκφράζουνε τα κατώτερα στρώματα της δικηγορίας, σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της ελίτ των μεγαλοδικηγόρων, ενάντια στο πνεύμα της ψεύτικης ομοψυχίας στον κλάδο και ενάντια στο συντεχνιακό συνδικαλισμό που φέρνει τον κλάδο σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της κοινωνίας. Παίρνει θέσξ και προσπαθεί πάντα να κινητοποιήσει τον κλάδο δίπλα στα αγωνιζόμενα κομμάτια της κοινωνίας και η ίδια εκφράζοντας το μαχητικό ρεύμα των Δικηγόρων δεν έλειψε από καμία αγωνιστική κινητοποίηση. Όλες αυτές τις μάχες επιλέγει να τις δώσει με ενωτικούς όρους και αποτελεί υπόδειγμα παράταξης που μπορεί να συνενώσει στην δράση διαφορετικά ρεύματα της Αριστεράς, λειτουργώντας σαν πόλος συσπείρωσης για ευρύτερα ακροατήρια.
Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι κρίσιμο να στηριχθεί στις ερχόμενες εκλογές η Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή στην κάλπη του ΔΣΑ και ο Θανάσης Καμπαγιάννης που την εκπροσωπεί διεκδικώντας να αλλάξει τον συσχετισμό και στην κάλπη των προέδρων.
Παναγιώτης Κολοβός
24/11/2021