Τα πολιτικά παιχνίδια της κυβέρνησης με τον Ποινικό Κώδικα αποκλίνουν από το κράτος δικαίου, τον ανθρωπιστικό και σωφρονιστικό προσανατολισμό του δικαίου. Άμεση ανάληψη πρωτοβουλίας από το ΔΣΑ για την κατάργηση των αντιδραστικών διατάξεων! (Ανακοίνωση της Εναλλακτικής, 12/11/2021)
Οι τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα που έσπευσε να προωθήσει ο Υπουργός Δικαιοσύνης και να ψηφίσει με συνοπτικές διαδικασίες η κυβέρνηση , αποτελούν σοβαρή οπισθοδρόμηση από τα κεκτημένα του ποινικού και σωφρονιστικού δικαίου στη χώρα μας. Ο αυταρχικός προσανατολισμός τους, καμία σχέση δεν έχει με πραγματικές κοινωνικές αναγκαιότητες, αλλά αποκλειστικά με τις πολιτικές προτεραιότητες της κυβέρνησης και την ανάγκη της να προωθήσει την ατζέντα του νόμου και της τάξης, για να μετατοπίσει το δημόσιο διάλογο από τα κρίσιμα προβλήματα της κοινωνίας στην εργασία, την εκπαίδευση, την υγεία κ.ά.
Όχι απλώς η κυβέρνηση δεν επεδίωξε την ουσιαστική διαβούλευση για τις σοβαρότατες αυτές τροποποιήσεις με τους κατεξοχήν αρμόδιους φορείς της δικαιοσύνης, τους δικηγορικούς συλλόγους, τις ενώσεις δικαστών κλπ., φέρνοντας αλλαγές σε διατάξεις μέχρι τελευταία στιγμή με τροπολογίες, αλλά παρέκαμψε τις ρητές επιφυλάξεις του νομικού κόσμου για τις επιδιωκόμενες αλλαγές κατάλυσης των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου.
Η βασική λογική των τροποποιήσεων είναι η αυστηροποίηση και αύξηση των ποινών, καθιστώντας πλέον την απειλή της ισόβιας κάθειρξης μοναδική ποινή για μεγάλο αριθμό αδικημάτων, χωρίς δηλαδή διαζευκτική δυνατότητα επιβολής τουλάχιστον 10 ετών κάθειρξης. Καθίσταται έτσι άνευ αντικειμένου ο ρόλος του δικαστηρίου στον προσδιορισμό του ύψους της ποινής, αλλά και η ίδια η διαδικασία επιμέτρησης με τη φιλοσοφία που τη διέπει. Στο ίδιο πλαίσιο αυστηροποίησης εντάσσεται η κακουργηματοποίηση αδικημάτων όπως η κατοχή άνευ χρήσης αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών.
Παράλληλα περιορίζεται και αυστηροποιείται ο θεσμός της υφ’ όρων απόλυσης, καθώς σε περίπτωση επιβολής πρόσκαιρης κάθειρξης για συγκεκριμένα εγκλήματα (όπως π.χ. κακουργήματα ναρκωτικών, εγκληματική και τρομοκρατική οργάνωση, ληστεία κ.λπ.), ο κρατούμενος μπορεί να απολυθεί μόνο αν έχει εκτίσει με ευεργετικό υπολογισμό τα 4/5 της ποινής, από τα 3/5, που ισχύει σήμερα. Στην περίπτωση δε της ισόβιας κάθειρξης για τα παραπάνω αδικήματα το κατώτατο όριο πραγματικής έκτισης αυξάνεται από τα 16 στα 18 χρόνια.
Για τον περιορισμό των αυτοδίκαιων αναστολών, επαναφέρεται η προϋπόθεση της μη προηγούμενης καταδίκης σε ποινή πάνω από 3 έτη για την αυτοδίκαιη αναστολή της ποινής, ενώ δύναται να μην χορηγείται ανασταλτικό αποτέλεσμα σε ποινές φυλάκισης μέχρι τριών ετών, εφόσον ο δικαστής το κρίνει απαραίτητο. Καθιερώνεται πλέον ως λόγος δυνητικής ανάκλησης της απόλυσης η οποιαδήποτε απλή άσκηση νέας ποινικής δίωξης για κακούργημα ή πλημμέλημα για το οποίο απειλείται φυλάκιση τουλάχιστον 1 έτους.
Με τον τρόπο αυτό οποιαδήποτε νέα δικαστική περιπέτεια μπορεί να οδηγήσει στο γέμισμα των φυλακών από απολυμένους ή σε αναστολή καταδικασθέντες. Η πραγματική διάσταση αυτών των αλλαγών γίνεται κατανοητή αφενός υπό το πρίσμα των σκευωριών σε βάρος νεολαίων, διαδηλωτών κ.ά. που αποκαλύφθηκαν με τις περιπτώσεις όπως του «Ινδιάνου» και άλλες και αφετέρου στο πλαίσιο της γενικής αυστηροποίησης της ποινικής μεταχείρισης από τις τροποποιήσεις του κώδικα, που φέρνει πιο κοντά την απώλεια των δικαιωμάτων της αναστολής ή απόλυσης.
Περαιτέρω, με τις νέες διατάξεις επαναφέρεται η διάταξη για την απρόσφορη απόπειρα, η οποία είχε καταργηθεί με την αλλαγή του Ποινικού Κώδικα τον Ιούνιο του 2019. Η τιμωρία της απρόσφορης απόπειρας απηχεί ξεπερασμένες υποκειμενικές θεωρίες περί κινδύνου, ενώ η ασφαλέστερη προσέγγιση είναι αυτή που ανάγεται σε πραγματικά δεδομένα της εμπειρικής πραγματικότητας, τα οποία με επαληθεύσιμο τρόπο μπορούν να αξιολογηθούν ως εκκινούντα (ή όχι) μια αιτιώδη διαδρομή που οδηγεί στην πραγμάτωση του κινδύνου. Εφόσον τελικά η απαξία της απρόσφορης απόπειρας εντοπίζεται στην πρόθεση, στο φρόνημα του δράστη, αντίκειται στο άρ. 7 παρ. 1 Σ.
Επιπλέον, μια σειρά εγκλημάτων (πλημμύρα, έκρηξη, κοινώς επικίνδυνη βλάβη, κλπ.) μετατρέπονται από συγκεκριμένης διακινδύνευσης σε αφηρημένης διακινδύνευσης με την προσθήκη της διατύπωσης «μπορεί να προκύψει κίνδυνος», αντί της προϊσχύουσας «πρόεκυψε κίνδυνος». Η άρση της προϋπόθεσης επέλευσης αποτελέσματος για την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης των εγκλημάτων αυτών αφήνει ένα τεράστιο περιθώριο υποκειμενισμού ως προς την ερμηνεία και κρίση περί της στοιχειοθέτησης αδικήματος, που απειλεί σοβαρά το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου. Το περιθώριο της αυθαιρεσίας γίνεται κατανοητό αν σκεφτεί κανείς το παράδειγμα του εγκλήματος της διασποράς ψευδών ειδήσεων (191 ΠΚ) και την ανασφάλεια δικαίου που προκαλεί η στοιχειοθέτηση αδικήματος με μόνο προϋπόθεση να κριθεί ότι οι ψευδείς ειδήσεις να είναι γενικώς ικανές να προκαλέσουν φόβο. Η ίδια η θεσμοθέτηση του εν λόγω αδικήματος φανερώνει την εισαγωγή στο χώρο του ποινικού δικαίου εργαλείων καταδίωξης «αιρετικών» απόψεων από το δημόσιο λόγο.
Εξάλλου, καθιερώνεται επιβαρυντική περίσταση για τη σωματική βλάβη από αμέλεια (άρθρο 314 παρ. 1 ΠΚ) στην περίπτωση τέλεση σωματικής βλάβης σε βάρος υπαλλήλου κατά την εκτέλεση της εργασίας, διάταξη που προσφέρεται προς αξιοποίηση στη βιομηχανία διώξεων που έχει στηθεί το τελευταίο διάστημα σε βάρος διαδηλωτών, αγωνιστών κλπ. μέσα από κατηγορητήρια που αποδεικνύονται ως επί το πλείστον κατασκευασμένα και στηριζόμενα μόνο σε ύποπτες, πανομοιότυπες καταθέσεις αστυνομικών.
Τέλος, με την εξωφρενική τροποποίηση του άρθρου 201 ΚΠΔ, εξαιρούνται τα αδικήματα που διώκονται με την αυτόφωρη διαδικασία (και μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αφορά και τα διαρκή αδικήματα, οπότε θα πρόκειται μάλλον για κανόνα παρά για εξαίρεση) από την υποχρεωτική εφαρμογή των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου σε περίπτωση λήψης γενετικού υλικού, όπως ο διορισμός τεχνικού συμβούλου που προβλέπεται στο άρθρο 204 ΚΠΔ. Ο πρωτοφανής αποκλεισμός του κατηγορουμένου και της υπεράσπισης από τον έλεγχο και την εποπτεία της διαδικασίας δεν υπαγορεύεται από καμία δικονομική αναγκαιότητα, και συνιστά σφοδρή παραβίαση της αμεροληψίας της διαδικασίας, δίνοντας τη δυνατότητα κατασκευής και αλλοίωσης δεδομένων. Απαράδεκτη είναι εξάλλου η πρόβλεψη λήψης DNA από τις διωκτικές αρχές και όχι από ειδικό επιστήμονα γενετιστή και μάλιστα χωρίς μια τέτοια πράξη που συνιστά πραγματογνωμοσύνη να παραγγελθεί από δικαστικό λειτουργό (βλ. και παραδοχές και ανάλυση ΟλΑΠ 1/2017).
Την στόχευση των ρυθμίσεων καταδεικνύει επίσης η επιλεκτική ποινικοποίηση της παραβίασης συμφωνίας (επικυρωμένης με συμβολαιογραφικό έγγραφο) για επικοινωνία των ανήλικων τέκνων, κατ’ αποκλεισμό της παραβίασης αντίστοιχης συμφωνίας για διατροφή. Συνεπώς η κατεύθυνση της αυστηροποίησης δεν φαίνεται να απορρέει από κάποια πραγματική έγνοια για την προστασία των τέκνων.
Η κυβέρνηση επιδίδεται σε μια εκστρατεία αντιδραστικής τροποποίησης της νομοθεσίας, περνώντας στο χώρο του ποινικού δικαίου τη λογική της πυγμής και της «ανηλεούς τιμωρίας» που εφαρμόζει στην πολιτική της ατζέντα. Η ποινική δικαιοσύνη δεν αποτελεί πεδίο πρόσφορο για τα πολιτικά παιχνίδια της κυβέρνησης. Η λογική ότι με σιδηρόφραχτες διατάξεις και εξοντωτικές ποινές θα μειωθεί η εγκληματικότητα είναι μια αντιεπιστημονική και ξεπερασμένη αντίληψη που διαψεύδεται από την πραγματικότητα. Αλλά και πέρα από αυτό, με τη σημαία του ποινικού λαϊκισμού, οι τροποποιήσεις αυτές εκτρέπονται από τον πυρήνα του σωφρονισμού ως στόχο της ποινικής δικαιοσύνης, ακυρώνουν θεμελιώδη δικαιώματα του κατηγορουμένου, και διακυβεύουν δοκιμασμένους και ιστορικά επιτυχημένους θεσμούς, όπως η αναστολή εκτέλεσης ποινή και η υφ’ όρων απόλυση, επιτυγχάνοντας τελικά αντί της κοινωνικής ειρήνευσης εννόμων αγαθών, την οικοδόμηση της έντασης και της διάλυσης της κοινωνικής συνοχής και συνεπώς ένα φαύλο κύκλο περιθωριοποίησης.
Ο παραμερισμός των επιφυλάξεων του νομικού κόσμου για την προώθηση τέτοιων δραστικών μεταβολών συνιστά προσβολή προς τον δικηγορικό και νομικό κλάδο. Προς τούτο, η Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή έθεσε μετ’ επιτάσεως το ζήτημα των επικείμενων τροποποιήσεων στο ΔΣ του ΔΣΑ ζητώντας την ανάληψη πρωτοβουλιών αντίδρασης. Δυστυχώς, η παράκαμψη των δικηγορικών συλλόγων επιβεβαιώνει το ήδη γνωστό, ότι απειλείται σήμερα με εξαφάνιση το θεσμικό κύρος τους ακόμη και στα βασικά ζητήματα αρμοδιότητάς τους. Για την ανάκτησή του δεν αρκούν χλιαρές υποσημειώσεις. Απαιτεί μαχητική και σθεναρή αντιπαράθεση με τα παιχνίδια της κυβέρνησης με το κράτος δικαίου. Έστω και τώρα ο ΔΣΑ και οι σύλλογοι πανελλαδικά να κινηθούν αποφασιστικά απαιτώντας την κατάργηση των σχετικών αντιδραστικών τροποποιήσεων.