Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι απέναντι στην έμφυλη βία και τον ποινικό αυταρχισμό: ένα διπλό στοίχημα που μπορεί να κερδηθεί (του Θανάση Καμπαγιάννη)
1. Οι καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία με θύμα γυναίκα δικηγόρο και δράστη τον δικηγόρο σύζυγό της συντάραξαν την κοινή γνώμη και αμφισβήτησαν τα στερεότυπα που συνδέουν αυτού του είδους τη βία με συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά (χαμηλό εισόδημα, χαμηλή μόρφωση, ιδιαίτερο επάγγελμα, κοκ). Η έμφυλη βία είναι δυστυχώς διαδεδομένη και στα κατ’ ευφημισμό “ευγενή επαγγέλματα”. Όπως μάλιστα έχουμε αποδείξει με σχετικό ερωτηματολόγιο της Εναλλακτική Παρέμβαση (βλ. Εδώ: https://tinyurl.com/2p9p236a ), οι κακοποιητικές συμπεριφορές ανθούν και μέσα στoν χώρο της δικαιοσύνης, τα δικαστήρια και τα δικηγορικά γραφεία, ιδίως από άνδρες σε θέση ισχύος (εργοδότες, κλπ) χωρίς να βλέπουν το φως της δημοσιότητας, να καταγράφονται και να τιμωρούνται. Είναι, λοιπόν ανάγκη, με αφορμή τη δημοσιοποίηση του τελευταίου πολύκροτου περιστατικού, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών να δηλώσει μηδενική ανοχή στις κακοποιητικές συμπεριφορές και την έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία, να αναλάβει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες στον τομέα ευθύνης του και να αξιώσει από την πολιτεία συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες για τη στήριξη και ενδυνάμωση των θυμάτων, με έμφαση στην κοινωνική και υλική στήριξή τους και την εξασφάλιση απόδοσης δικαιοσύνης χωρίς δευτερογενή θυματοποίηση και φαλκίδευση των δικαιωμάτων.
2. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες που εξήγγειλε η κυβέρνηση διά του Υπ. Δικαιοσύνης Γ. Φλωρίδη καμία σχέση δεν έχουν με την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής και έμφυλης βίας. Η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται τα καταγγελλόμενα περιστατικά για να συνεχίσει στον δρόμο του ποινικού αυταρχισμού διά της αλόγιστης αυστηροποίησης των ποινών και της κατάργησης πετυχημένων θεσμών του Ποινικού Δικαίου (αναστολή, υφ’ όρον απόλυση, κλπ) και, εν γένει, των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων. Η πολιτική αυτή έχει μετατρέψει τον Ποινικό Κώδικα σε εφήμερο νομοθέτημα που αλλάζει ανάλογα με την επικαιρότητα και τις ορέξεις μεσημεριανών εκπομπών, χωρίς φυσικά κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα στο αίσθημα ασφάλειας και δικαιοσύνης των πολιτών, αφού είναι αποδεδειγμένο ότι η αυστηροποίηση και η “περισσότερη φυλακή” δεν συνεπάγονται τη μείωση του εγκλήματος.
3. Παρά την πάνδημη κριτική του νομικού κόσμου στην τελευταία ποινική αντιμεταρρύθμιση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως εκφράστηκε με διοργάνωση ημερίδων και παρεμβάσεις από Νομικές Σχολές της χώρας, καθηγητές πανεπιστημίων, Δικηγορικούς Συλλόγους και δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, η ηγεσία της δικαστικής εξουσίας, διά της Προέδρου και της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, επιλέγει το δρόμο της εμμονικής ταύτισης με την εκτελεστική εξουσία. Η στρατηγική αυτή εκφράστηκε τόσο με την έκδοση ανακοινώσεων κατά του “δικαιωματισμού” την περίοδο ψήφισης των αντιδραστικών αλλαγών στους Ποινικούς Κώδικες όσο και με την έκδοση απόφασης της πλειοψηφίας της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (με σημαντική ωστόσο μειοψηφία) κατά του ψηφίσματος του Ευρωκοινοβουλίου για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα. Έκφραση της ίδιας στρατηγικής ευθυγράμμισης με τα κελεύσματα της εκτελεστικής εξουσίας ήταν και η εκκίνηση πειθαρχικής έρευνας σε βάρος ανακριτή και εισαγγελέα για την μη προφυλάκιση του κατηγορούμενου δικηγόρου στην προαναφερθείσα πολύκροτη υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας. Είναι προφανές ότι η ουσιαστική κρίση των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο πειθαρχικής δίωξης σε βάρος τους. Περαιτέρω, η απειλή πειθαρχικής δίωξης σε βάρος κάθε εισαγγελικού και δικαστικού λειτουργού και δικαστικής σύνθεσης που καλείται να αποφανθεί επί της ενοχής, της χορήγησης αναστολής και ούτω καθεξής, θα πλήξει πρώτα και κύρια τους ασθενέστερους κατηγορούμενους (φτωχούς, μετανάστες, ευάλωτους, κλπ) και αυτός είναι ένας περαιτέρω λόγος να αποκρουστεί. Η κατ’ ουσίαν δικαστική κρίση δεν μπορεί να τελεί υπό τη δαμόκλειο σπάθη της πειθαρχικής δίωξης.
4. Οι Δικηγορικοί Σύλλογοι, ως οι πιο μαζικοί και οργανωμένοι φορείς του νομικού κόσμου της χώρας, έχουν ιδιαίτερη ευθύνη να αποκρούσουν τη λαίλαπα του ποινικού λαϊκισμού της κυβέρνησης, που καταργεί δικαιώματα, πισωγυρίζει νομικές κατακτήσεις δεκαετιών και διαμορφώνει αντιδραστικές συνειδήσεις στην κοινωνία. Η στρατηγική της ηγεσίας των θεσμικών οργάνων του δικηγορικού σώματος που κράτησε χαμηλούς τόνους κατά την ψήφιση της ποινικής αντιμεταρρύθμισης, με αντάλλαγμα την ψήφιση του “ερανιστικού” νομοσχεδίου για την αύξηση της δικηγορικής ύλης ως αντιστάθμισμα στον κεφαλικό φόρο Χατζηδάκη, δείχνει τώρα τα όρια και τις συνέπειές της. Χρειαζόμαστε τώρα μια μεγάλη δημόσια εκστρατεία αποφασιστικής καταγγελίας των διαδοχικών αντιδραστικών αλλαγών των Ποινικών Κωδίκων, σε συμμαχία με το τμήμα των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών που είναι διατεθειμένο, ατομικά και συλλογικά, να συγκρουστεί με τις αδηφάγες ορέξεις της εκτελεστικής εξουσίας. Η υπόθεση αυτή αφορά ολόκληρη την κοινωνία, και ιδίως την εργαζόμενη πλειοψηφία και τα αγωνιζόμενα κομμάτια της που αναπόφευκτα θα βρεθούν στο στόχαστρο του ποινικού αυταρχισμού.
5. Για να είναι η εκστρατεία αυτη πετυχημένη, ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας θα πρέπει να στείλει μήνυμα μηδενικής ανοχής σε αντιδεοντολογικές, σεξιστικές και ομοφοβικές συμπεριφορές μελών του, που διαβάλλουν με τη δημόσια παρουσία τους το δικηγορικό λειτούργημα, και λειτουργούν ως βολικός δούρειος ίππος της κυβέρνησης. Ήρθε η ώρα οι κατ’ επανάληψη ασελγούντες σε βάρος της συλλογικής μας αξιοπρέπειας να τεθούν εκτός επαγγέλματος. Αν τα θεσμικά όργανα του δικηγορικού σώματος δεν προχωρήσουν άμεσα στη λήψη των αναγκαίων αποφάσεων, τελούν απιστία σε βάρος των χιλιάδων ευσυνείδητων δικηγόρων και των Συλλόγων τους και πρέπει να ανακληθούν. Ταυτόχρονα, ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας θα πρέπει να υιοθετήσει τη δέσμη προτάσεων ενάντια στις κακοποιητικές συμπεριφορές και την έμφυλη βία που επανειλημμενα η Εναλλακτική Παρέμβαση Δικηγόρων έχει προτείνει στο Συμβούλιο, με σημαντικότερες τη διενέργεια ειδικών σεμιναρίων και την έκδοση πρωτοκόλλων καλών πρακτικών για τον χειρισμό υποθέσεων έμφυλης βίας και σεξουαλικών εγκλημάτων, την εξασφάλιση τήρησής τους και τη δημιουργία ειδικού μηχανισμού αναφοράς σεξιστικών συμπεριφορών και σεξουαλικών παρενοχλήσεων στους εργασιακούς χώρους. Αυτές οι αποφάσεις, που έχουν ήδη αργήσει δραματικά, θα θωρακίσουν τον θεσμικό ρόλο και τις δημόσιες παρεμβάσεις των Δικηγορικών Συλλόγων στη διεξαγόμενη δημόσια συζήτηση, και γι’ αυτό θα πρέπει να ληφθούν άμεσα.
* Ο Θανάσης Καμπαγιάννης είναι πρώην σύμβουλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με την Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή.