Συνεδρίασε στις 8/7/2020 τπ ΔΣ του ΔΣΑ μέσω τηλεδιάσκεψης με βασικό θέμα το νομοσχέδιο του Υπουργείου ΠΡΟΠΟ για τις διαδηλώσεις.
Εισηγήθηκε ο Αντιπρόεδρος Θ. Σοφός, με βασική κατεύθυνση την αντισυνταγματικότητα σημαντικών διατάξεων του νόμου. Την έκδοση ανακοίνωσης του ΔΣΑ σε αυτή την κατεύθυνση και με την απαίτηση να αποσυρθεί συνολικά το νομοσχέδιο ζήτησαν ως μέλη της Επιτροπής οι σύμβουλοι Αντ. Αντανασιώτης και Θ. Καμπαγιάννης.
Στην τοποθέτηση του ο σύμβουλος της Εναλλακτικής ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:
“Όσον αφορά το νομοσχέδιο του Υπ. ΠΡΟΠΟ για τις διαδηλώσεις, έχει ήδη υπάρξει πλούσιος πολιτικός και νομικός διάλογος, έχουμε μάλιστα πλέον και το εμπεριστατωμένο κείμενο της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής.
Το νομοσχέδιο άλλάζει το πρόσημο του δικαιώματος: από εκεί που οι συναθροίσεις είναι κατ’αρχήν ελεύθερες και νόμιμες εφόσον πραγματοποιούνται “ήσυχα και χωρίς όπλα”, κατ’ εξαίρεσιν δε τίθενται περιορισμοί για σοβαρούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, πηγαίνουμε σε έναν κανόνα ανελευθερίας: οι συναθροίσεις είναι ύποπτες αν όχι έκνομες, η δε νομιμότητά τους είναι ένα έπαθλο που κατακτάται υπό προϋποθέσεις (γνωστοποίηση, ορισμός οργανωτή, επικοινωνία με κρατικό διοαμεσολαβητή, κλπ).
Θέλω όμως να προχωρήσω σε πιο συγκεκριμένα ζητήματα που έχουν αναδειχτεί:
α) Τίθεται το ζήτημα αν η γνωστοποίηση ταυτίζεται με την αδειοδότηση. Λέγεται δηλαδή ότι η αδειοδότηση θα ήταν παράνομη γιατί θα έκανε προληπτικο έλεγχο νομιμότητας και άσκησης του δικαιώματος, δεν ισχύει όμως το ίδιο για τη γνωστοποίηση που αποτελεί θεμιτή διατύπωση. Η απάντηση βρίσκεται στο άρθρο 9 που προβλέπει τη διάλυση συνάθροισης που δεν έχει γνωστοποιηθεί εξ αυτού και μόνο του λόγου, ακόμα και αν είναι απολύτως ειρηνική! Πρόκειται δηλαδή για πλήρη καταστρατήγηση του άρθρου 11 του Συντάγματος. Το άρθρο αυτό, μαζί με το ιδιώνυμο αδίκημα συμμετοχής σε μη γνωστοποιηθείσα διαδήλωση, είναι οι κορωνίδες της αντισυνταγματικότητας του νομοσχεδίου. Το ιδιώνυμο πάρθηκε πίσω, αλλά το άρθρο για τη διάλυση παραμένει και ειναι το κλειδί της αντισυνταγματικότητας του νομοθετήματος.
Δυνατότητα διάλυσης μη γνωστοποιηθείσας συνάθροισης προβλεπόταν με το χουντικό διάταγμα του 1971 και αυτός ηταν ένας από τους σημαντικοτερους λογους που θεωρούταν καταργηθέν ως αντισυνταγματικό, ασχετως του αν τωρα ρητα καταργείται. Και βεβαια υπαρχει πάγια νομολογία και εγχώρια και του ΕΔΔΑ για το θέμα, και συμφωνία στη θεωρία όσον αφορά τη δυνατότητα διάλυσης, ακόμα και από όσους προκρίνουν τη γνωστοποίηση (βλ. Χρυσόγονο, Ανθόπουλο, κλπ).
β) Ο θεσμός του οργανωτή αποτελεί όχι τον νεωτερισμό, αλλά την ταφόπλακα του εν λόγω νομοθετήματος. Αποτελεί τον λόγο του γιατί το νομοσχέδιο δεν θα εφαρμοστεί από καμιά συλλογικότητα. Κι αυτό γιατι η πολιτεία πετάει στον οργανωτή το βάρος των δικών της συνταγματικών υποχρεώσεων: ο οργανωτής είναι ταυτόχρονα διαδηλωτής, αστυνομικός, πληροφοριοδότης και στο τέλος και αστικός υπεύθυνος! Κανένα φυσικό πρόσωπο δεν θα αποδεχτεί τέτοιο ρόλο (τον ρόλο του κορόιδου!), ιδίως όταν γνωρίζουμε από δημοσιευμένες φωτογραφίες την ύπαρξη – όχι αγνώστων – αλλά αστυνομικών που συμμετέχουν με πολιτική αμφίεση σε διαδηλώσεις και δρουν ως agent provocateur και στη συνέχεια καλύπτονται πίσω από τις δυνάμεις των ΜΑΤ. Ποιός εχέφρων άνθρωπος θα βάλει το όνομά του και θα εκθέσει τον εαυτό του σε τέτοιο κίνδυνο; Η απάντηση είναι κανείς. Με τον τρόπο αυτό, θέτοντας δηλαδή τόσο ψηλά τον πήχυ των καθηκόντων του οργανωτή, ο νομοθέτης εν γνώσει του παρανομοποιεί αδιακρίτως τις συναθροίσεις. Μάλιστα, η εφαρμογή του θεσμού του οργανωτή ξεπερνάει τα όρια του γκροτέσκου όταν ο νομοθέτης αξιώνει από αυθορμήτως συγκεντρωμένους να εκλέξουν ad hoc οργανωτή για να επιτραπεί η νομιμότητα της συγκέντρωσής τους!
γ) Οι δυνατότητες απαγόρευσης επικείμενης συνάθροισης απαριθμούνται περιοριστικά στην παράγραφο 2 του άρθρου 11. Η προσθήκη επιπλέον λόγου απαγόρευσης με το στοιχείο γ της παραγράφου 1 του άρθρου 7, και μάλιστα ερειδόμενης αποκλειστικά στον σκοπό της συνάθροισης που αντιτίθεται σε άλλη, είναι αντίθετη με τη βούληση του συνταγματικού νομοθέτη, ορθά δε περιγράφεται αυτό στην Έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής.
Όσον αφορά το ζήτημα του ποιός αποφασίζει την απαγόρευση, τον περιορισμό και τη διάλυση, είναι απολύτως ενδεικτική της πρόθεσης του νομοθέτη η απονομή της αρμοδιότητας στην Αστυνομία. Αλλά ας μη γελιόμαστε: η μεταγενέστερη προσθήκη της σύμφωνης γνώμης ή/και ενημέρωσης του δικαστή και του εισαγγελέα δεν μας καλύπτει αν αυτοί πρόκειται να εφαρμόσουν αντισυνταγματικές διατάξεις”.
Καταγράφουμε βασικά σημεία τοποθετήσεων και των υπόλοιπων συμβούλων:
Δεληγιώργης: Το νομοσχέδιο έχει διατάξεις που συγκρούονται με το Σύνταγμα, αλλά δεν πρέπει να βγάλουμε ανακοίνωση σε οξύ τόνο γιατί θα έρθουμε σε σύγκρουση με την κοινή γνώμη και πολλούς συναδέλφους που το υποστηρίζουν.
Κορδώνης: Να βγει ανακοίνωση σε οξείς τόνους γιατί πλήττεται το συνταγματικό δικαίωμα. Η θέση αυτή ειναι ανεξάρτητη από τη δημοφιλία της στην κοινή γνώμη κλπ. Περιορισμοί του δικαιώματος πρέπει να συζητηθούν (πχ κυκλοφορία κλπ), αλλά δεν είναι αυτό το θέμα του παρόντος νομοσχεδίου.
Μαρινάκη: Να συγκεκριμενοποιηθεί το εγκαίρως στη γνωστοποίηση. Ο ορισμός οργανωτή συναντάται στη γερμανική έννομη τάξη (βλ. άρθρο Αλιβιζάτου).
Κωτσής: Όχι αίτημα απόσυρσης λόγω αντισυνταγματικότητας. Να προτείνουμε διορθώσεις. Δεν διαλύονται οι μη γνωστοποιηθείσες, είναι λάθος αυτή η ανάγνωση. Προβληματικός ο θεσμός του οργανωτή.
Παπαστεργίου: Δεν υπάρχει εξειδίκευση των συνταγματικών όρων “διατάραξη”, “κίνδυνος”, κλπ, αλλά απονέμεται η εξουσία στην αστυνομία να τις αποφασίσει. Πρόδηλα αντισυνταγματική η διάλυση μη γνωστοποιηθείσας συνάθροισης. Ομοίως προβληματικός ο θεσμός του “οργανωτή”. Οι διατάξεις θίγουν τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος.
Γούναρη: Πολυ προβληματικός ο θεσμός του οργανωτή.
Καλαντζόπουλος: Νομοσχέδιο με αντισυνταγματικές ρυθμίσεις. Πρέπει αυτό να προκύπτει με σαφήνεια στην ανακοίνωσή μας. Ανεπίτρεπτη αντιστροφή του τεκμηρίου νομιμότητας: η κάθε συνάθροιση είναι παράνομη. Κανείς δεν θα δεχτεί να αναλάβει ρόλο οργανωτή. Υπάρχει σκοπιμότητα στην νομοθέτηση διάλυσης μη γνωστοποιηθείσας συνάθροισης. Δεν αρκεί η θέση της Συντονιστικής. Πρέπει ο ΔΣΑ να βγει με πιο σαφή θέση, να αποσυρθεί το νομοσχέδιο.
Ράντος: Η μεγάλη πλειοψηφία των συγκεντρώσεων τα τελευταία χρόνια υπερβαίνει το Συνταγμα, δεν είναι ήσυχες και χωρίς όπλα. Οπότε χρειάζεται νομικό πλαίσιο. Απολύτως συνταγματική η γνωστοποίηση. Θετική η ρύθμιση του οργανωτή. Δεν θα ψηφίσω σχέδιο ανακοίνωσης, η ανακοίνωση της Συντονιστικής πιο ήπια. Αν προταθεί ανακοίνωση αντισυνταγματικότητας και απόσυρσης, καταψηφίζω.
Πρόεδρος: νομικό κείμενο με πολιτική θέση. Θεμιτοί οι περιορισμοί, αλλά συγκεκριμένοι στο ά. 11 παρ. 2. , δεν αναφέρονται ενδεικτικά. Ο συνδυασμός γνωστοποίησης άρθρου 3 με διάλυση άρθρου 9 παρ. 1 περ. δ’ (περίπτωση μη γνωστοποίησης), παραβιάζει τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος.
Μετά από μακρά διαλογική συζήτηση και σχετικές ψηφοφορίες, το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το ΔΣ ήταν ότι το νομοσχεδιο περιέχει διατάξεις που πλήττουν τον πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος του συνέρχεσθαι, δηλαδή διατάξεις αντισυνταγματικές. Μια σημαντική μειοψηφία των παρόντων συμβούλων ήθελε να συνοδευτεί αυτή η κρίση με την απαίτηση πλήρους απόσυρσης του νομοσχεδίου, γι’ αυτό και η τελική ψήφος του συμβούλου της Εναλλακτικής ήταν “παρών”. Το κείμενο της απόφασης διαμορφώθηκε τελικά ως εξής:
Θέσεις του ΔΣΑ επί του νομοσχεδίου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις», που συζητείται στη Βουλή
1. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών θεωρεί θεμελιώδους σημασίας την προστασία που παρέχει το άρθρο 11 του Συντάγματος για την άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και τη διενέργεια δημοσίων συναθροίσεων στα πλαίσια της προάσπισης των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων των πολιτών.
Το άνω δικαίωμα δεν είναι απόλυτο. Χωρούν θεμιτοί περιορισμοί σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος. Συγκεκριμένα, οι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, μόνο, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, και σε ορισμένη περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
Με δεδομένο ότι κατά το Σύνταγμα, μπορεί και μόνη η αστυνομική αρχή να λαμβάνει απαγορευτικά μέτρα εφόσον συντρέχουν οι ως άνω περιοριστικά απαριθμούμενοι, η παρεμβολή δικαστικής κρίσης προκειμένου να εξεταστεί η συνδρομή λόγων που δικαιολογούν τον περιορισμό του δικαιώματος συνάθροισης είναι θεμιτή, αρκεί να διατυπώνεται ρητά και να μην συνάγεται σιωπηρώς (όπως αδόκιμα επιχειρείται στο νομοσχέδιο, με την προταθείσα νομοτεχνική βελτίωση).
2. Η υποχρέωση προηγούμενης γνωστοποίησης δεν μπορεί να ανατρέπει τον συνταγματικό κανόνα της κατ’ αρχήν νομιμότητας των δημοσίων συναθροίσεων. Συνεπώς, μόνη η παράλειψη γνωστοποίησης δεν μπορεί, κατά το Σύνταγμα, να παρέχει επαρκές νόμιμο έρεισμα για τη διάλυση της συνάθροισης. Για το λόγο αυτό, με το άρθρο 9 παρ. 1 δ’ του νομοσχεδίου, σε συνδυασμό με την καθολική απαγόρευση του άρθρου 7 και τους περιορισμούς του άρθρου 8, και την αντικειμενική ευθύνη του διοργανωτή (άρθρο 13), πλήττεται ο πυρήνας του συνταγματικού δικαιώματος, αποστεώνοντας την ουσιαστική λειτουργία του. Ως εκ τούτου, οι άνω διατάξεις των άρθρων 3, 7, 9 παρ. 1 δ’ και 13 πρέπει να επανεξεταστούν.
3. Ο ΔΣΑ επίσης διαφωνεί με την καθιέρωση αντικειμενικής ευθύνης, αστικής και ποινικής, του διοργανωτή (άρθρο 13 του ν/σ), καθώς αντίκειται προδήλως στην αρχή της ενοχής και της υπαιτιότητας.
4. Σε κάθε περίπτωση, η σύγκρουση συνταγματικών δικαιωμάτων, αφενός του δικαιώματος του συνέρχεσθαι και αφετέρου του δικαιώματος συμμετοχής στην κοινωνική και οικονομική ζωή, πρέπει να αντιμετωπίζεται με in concreto στάθμιση σύμφωνα με τις αρχές της πρακτικής εναρμόνισης και της αναλογικότητας, ώστε αφ’ ενός να εξασφαλίζονται εν τοις πράγμασιν οι όροι άσκησης του δικαιώματος του συνέρχεσθαι από τους πολίτες, αλλά αφ’ ετέρου να μην διαταράσσεται δυσανάλογα η οικονομική ζωή και να μην καθίσταται προδήλως καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος.
Θανάσης Καμπαγιάννης, σύμβουλος στο ΔΣ του ΔΣΑ με την “Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή”.
n