Η ελληνική κυβέρνηση προχωρεί ανεξέλεγκτα στην άρση των δημοκρατικών εγγυήσεων υπέρ των κατηγορουμένων και στην πλήρη παρακώλυση της υπεράσπισης τους με την υιοθέτηση νέου πλαισίου για την πάταξη της τρομοκρατίας.
Η κυβέρνηση των εκσυγχρονιστών, ακολουθεί πιστά την πολιτική του Μητσοτάκη και σε αυτό τον τομέα (μαζί με τις αναδιαρθρώσεις στο ασφαλιστικό, στην εκπαίδευση, τις ιδιωτικοποιήσεις, το περιβάλλον). Είναι η πρώτη φορά που ελληνική σοσιαλιστική κυβέρνηση υιοθετεί ειδικό αντιτρομοκρατικό νόμο.
Σύμφωνα με τις σχετικές συζητήσεις και παρά τις συνεχείς παραιτήσεις των μελών της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής αναιρούνται μια σειρά δικαιωμάτων των κατηγορουμένων:
•- κατά παράβαση κάθε φιλελεύθερης αρχής η ίδια η ανθρώπινη υπόσταση (DNA) μετατρέπεται σε αποδεικτικό μέσο και μάλιστα χωρίς τη συναίνεση του κατηγορουμένου.
•- ποινικοποιείται -και μάλιστα σε βαθμό κακουργήματος- η ίδια η συμμετοχή στις ομάδες που θα χαρακτηρίζονται από την εκάστοτε εξουσία ως τρομοκρατικές, ανεξάρτητα από την συμμετοχή ή όχι του κατηγορουμένου σε τέλεση αδικήματος. Κατά τα πρότυπα του ναζιστικού ποινικού οπλοστασίου, το φρόνημα και όχι η πράξη αποτελούν πια το αντικείμενο της ποινικής δίωξης.
-επιτρέπεται στις αστυνομικές αρχές να πραγματοποιούν undercover επιχειρήσεις για να διεισδύουν ως μέλη των ομάδων αυτών (κοινώς ως προβοκάτορες).
-προς τον σκοπό της «προστασίας» των μαρτύρων θα επιτρέπεται η λήψη καταθέσεων με βιντεοσκοπήσεις, έτσι ώστε να μην εμφανίζονται στο ακροατήριο και να μην υπόκεινται στη βάσανο της αντεξέτασης, που αποτελεί την ουσία της υπερασπίσεως.
-προς τον ίδιο σκοπό θα επιτρέπεται στις αστυνομικές αρχές να μην αποκαλύπτουν τα στοιχεία του μάρτυρα και της πηγής των πληροφοριών τους (το γνωστόν «εκ της υπηρεσίας»).
-σχεδιάζεται η εκδίκαση των αδικημάτων αυτών από δικαστήρια με αμιγή δικαστική σύνθεση, αφαιρούμενης της σχετικής αρμοδιότητας από Μεικτά Ορκωτά Δικαστήρια. Επιχειρείται έτσι (και με την συνταγματική αναθεώρηση της σχετικής διάταξης) η περαιτέρω αποστείρωση του δικαστικού μηχανισμού από την παρουσία των λαϊκών στρωμάτων.
Η σημασία της εφαρμογής αυτών των διατάξεων στα αδικήματα που χαρακτηρίζονται κατά καιρούς ως τρομοκρατικά καθίσταται έκδηλη αν αναλογισθούμε ότι η ποινικοποίηση του «εγκλήματος της τρομοκρατίας» εισάγει ουσιαστικά μια αόριστη έννοια στο ποινικό σύστημα, που προσδιορίζεται κάθε φορά από τις βουλήσεις και τα άθλια παιχνίδια ελληνικών, αλλά και ξένων κυβερνήσεων (ας θυμίσουμε στα καθ’ ημάς τις προσπάθειες περιθωριοποίησης και ποινικοποίησης πολιτικών χώρων με τις σκευωρίες κατά των Μπαλάφα, Μπουκουβάλα, Μπέρκνερ, Ζηρίνη, Σκυφτούλη, Σερίφη και άλλων πολλών, που κατέρρευσαν στα ελληνικά δικαστήρια ή τις πιέσεις των αμερικάνων να χαρακτηρισθούν τρομοκρατικές οι αντιδράσεις κατά του εγκληματικού πολέμου στο Κόσοβο).
Με άλλα λόγια πρόκειται για ρυθμίσεις που με πρόσχημα ένα φαινόμενο που δεν υφίσταται καν στην Ελλάδα (την μαζική πολιτική τρομοκρατία) δημιουργούν ένα καθεστώς τρόμου και επεκτείνονται σε κάθε μη αρεστή από την εκάστοτε εξουσία πολιτική ή συνδικαλιστική δραστηριότητα.
Σε συνδυασμό με την κύρωση των συμβάσεων Σένγκεν, Τρέβι, Παλέρμο, Ευρωπόλ και τις αναμενόμενες ρυθμίσεις για την Ολυμπιάδα 2004, αλλά και για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, που θα θέσουν την Αθήνα υπό καθεστώς πολιορκίας δημιουργείται ένα πραγματικά ασφυκτικό πλαίσιο αναίρεσης θεμελιωδών ελευθεριών.
Εν όψει των αναμενόμενων αντιδράσεων -και με τη λογική «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»- ο Υπουργός Δικαιοσύνης εδήλωσε προκλητικά ότι οι υπερασπιστές των δημοκρατικών δικαιωμάτων πρέπει να αποφασίσουν εάν επιθυμούν την δίωξη του οργανωμένου εγκλήματος ή όχι. Εμείς απαντάμε ότι η υπεράσπιση των θεμελιωδών δικαιωμάτων, του τεκμηρίου αθωότητας και του λειτουργήματος της υπεράσπισης είναι αδιαπραγμάτευτες εγγυήσεις της δημοκρατίας και η αμφισβήτηση τους από τον ίδιο τον Υπουργό Δικαιοσύνης που καλείται να τις προασπίζει αποτελεί μείζον θεσμικό πρόβλημα.
Γι’ αυτό το λόγο το ΔΣ του ΔΣΑ κατόπιν αιτήσεως της Εναλλακτικής Παρέμβασης, της ΣΑΚΔΑ και των συμβούλων Κοκκινάκη και Γαλετσέλη έχει καταδικάσει κάθε περιορισμό των δικαιωμάτων των κατηγορουμένων και της υπεράσπισης με πρόσχημα την τρομοκρατία. Παραταύτα, ο Πρόεδρος αρνείται επίμονα την ενεργοποίηση της Επιτροπής Συνταγματικών Δικαιωμάτων που θα έδινε τη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια μαζική συσπείρωση δικηγόρων ενάντια στις αντιδραστικές επιδιώξεις της κυβέρνησης.
Η ανάγκη συστράτευσης όλων των δικηγόρων σ’ αυτή την κατεύθυνση γίνεται ακόμα περισσότερο έκδηλη όταν αναλογισθούμε ότι η ίδια η σύμβαση του Παλέρμο για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος που υπογράφηκε πρόσφατα από την κυβέρνηση καθιστά υποχρεωτική την ποινικοποίηση κάθε δραστηριότητας που διευκολύνει τις επιδιώξεις των ομάδων που κατηγορούνται ως εγκληματικές, συμπεριλαμβανομένης και κάθε είδους συμβουλευτικής δραστηριότητας προς τις ομάδες αυτές (ακόμα και νομικής).
Πρέπει άμεσα όλοι μας να συμμετέχουμε στις εκδηλώσεις, τις διαδηλώσεις και τις πρωτοβουλίες ενάντια στον νέο τρομονόμο, απαιτώντας να μην ψηφισθεί καμμία αυταρχική διάταξη.