Νομοσχέδιο Φλωρίδη: Να βάλουμε φραγμό στον κατήφορο του ποινικού αυταρχισμού (ΕΠΔΑ, 22/1/2025)
Την Πέμπτη 23/01 και Παρασκευή 24/01 οι δικηγόροι απέχουμε καθολικά από τα καθήκοντά μας λέγοντας ένα ξεκάθαρο ΟΧΙ στην περαιτέρω αντιδραστική αναμόρφωση του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Η ανακοίνωση της Εναλλακτικής Παρέμβασης – Δικηγορικής Ανατροπής για το σχέδιο νόμου Φλωρίδη έχει ως εξής:
Ως Εναλλακτική Παρέμβαση, ήδη από τον περασμένο Ιούνιο και τις πρώτες εξαγγελίες του Υπουργού Δικαιοσύνης περί τροποποίησης των διατάξεων σχετικά με την ενδοοικογενειακή βία, ήμασταν ξεκάθαροι και ξεκάθαρες πως πρόκειται για προπέτασμα μιας βαθιά αντιδραστικής αναμόρφωσης της δομής και φυσιογνωμίας του ποινικού δικαίου σε οπισθοδρομική κατεύθυνση, σε συνέχεια του Ν. 5090/2024.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, το Υπουργείο Δικαιοσύνης ακολουθώντας την πάγια πλέον τακτική της παράκαμψης των νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, κατέθεσε σε σύντομη διαβούλευση ένα σχέδιο νόμου στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης και ενίσχυσης του τιμωρητικού χαρακτήρα των σχετικών διατάξεων. Η όποια προσπάθεια επίλυσης σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων όπως η έμφυλη και ενδοοικογενειακή βία και η βία των ανηλίκων, μόνο προσχηματική μπορεί να θεωρηθεί, καθώς είναι σαφές πως δεν υπάρχει καμία διάθεση γενικής ή ειδικής πρόληψης και αντιμετώπισης των αιτίων που οδηγούν στις συγκεκριμένες μορφές βίας ή πολύ περισσότερο αρωγής και στήριξης των θυμάτων. Στα προτεινόμενα μέτρα διακρίνουμε για ακόμη μια φορά ξεκάθαρα τη συνήθη κυβερνητική γραμμή: Μηδέν από ουσιαστικό έργο και υπερχειλής ποινική αντιμεταρρύθμιση.
Στην πλειονότητα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων εγείρονται ζητήματα αντισυνταγματικότητας και προσβολής θεμελιωδών δικαιωμάτων και αρχών όπως του τεκμηρίου αθωότητας, του δικαιώματος αποτελεσματικής υπεράσπισης, της κατ΄ εξαίρεση επιβολής προσωρινής κράτησης. Παράλληλα, πέραν του προβληματικού περιεχομένου, οι επιχειρούμενες αλλαγές δημιουργούν και ζητήματα αντινομιών, οι οποίες είναι πλέον δεδομένες με τον τρόπο που έχει επιλέξει να νομοθετεί ο Υπουργός Δικαιοσύνης.
Ενδεικτικά, κάποια παραδείγματα των προβληματικών προωθούμενων διατάξεων:
Άρθρο 8: Προστίθεται πέμπτη παράγραφος στο άρθρο 377 του Ποινικού Κώδικα, η οποία ορίζει ότι “Όποιος κοινοποιεί ή αποστέλλει σε άλλον, χωρίς τη συναίνεσή του, με οποιονδήποτε τρόπο ή με τη χρήση της τεχνολογίας των πληροφοριών και επικοινωνιών, πραγματική ή σχεδιασμένη εικόνα ή οπτικό ή οπτικοακουστικό υλικό αποτυπωμένο σε ηλεκτρονικό ή άλλο υλικό φορέα, που απεικονίζει γεννητικά όργανα, κατά τρόπο που δύναται να προκαλέσει φόβο, ανησυχία ή σοβαρή ψυχολογική βλάβη στο πρόσωπο που λαμβάνει το υλικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση έως τρία (3) έτη” και θεσπίζεται και επιβαρυντική περίσταση με βάση την οποία “Αν το αδίκημα του προηγούμενου εδαφίου διαπράχθηκε κατά προσώπου που φέρει την ιδιότητα δημόσιου εκπροσώπου, δημοσιογράφου ή υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ο δράστης τελεί σε ιεραρχική σχέση ή σχέση εξάρτησης με το θύμα, συντρέχει ιδιαίτερη επιβαρυντική περίσταση”.
Είναι πραγματικά άξιο απορίας ποια είναι δικαιολογητική βάση και η λογική της θέσπισης της συγκεκριμένης επιβαρυντικής περίστασης και γιατί τα πρόσωπα που φέρουν τις συγκεκριμένες ιδιότητες χρήζουν μιας τέτοιας προστασίας.
Άρθρο 10: Παρέχεται η δυνατότητα υποβολής εγκλήσεως, πέρα από τα οριζόμενα στις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, προφορικά μέσω τηλεφώνου. Εισάγεται έτσι παρέκκλιση από τις γενικές διατάξεις που μπορεί να οδηγήσει σε ποινική δίωξη με τηλεφωνική κλήση, ενώ την ίδια στιγμή δεν υφίσταται καν η υποδομή ειδικών υπηρεσιών αντιμετώπισης ενδοοικογενειακής βίας για να υποστηρίξουν μια τέτοια λειτουργία, παρά μόνο το τηλεφωνικό κέντρο της ΕΛΑΣ.
Άρθρο 14: Ορίζεται ότι για τα επίμαχα αδικήματα, η ανώτερη των δύο (2) ετών στερητική της ελευθερίας ποινή, δεν μετατρέπεται και δεν αναστέλλεται με κανέναν τρόπο, τυχόν δε ασκηθείσα έφεση δεν έχει αναστέλλουσα ισχύ, θέτοντας εκποδών βασικούς θεσμούς και την αρχή της αναλογικότητας. Επαναφέρεται ο κατηργημένος θεσμός της υποτροπής προς το σκοπό αυστηροποίησης των ποινών. Προβλέπεται η επιβολή προσωρινής κράτησης ακόμη και για πλημμελήματα με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους. Επιπλέον, καταργεί τη διαδικασία των συμβουλίων και διαδικαστικά στάδια πριν την παραπομπή ακόμη και κακουργηματικών υποθέσεων στο ακροατήριο.
Άρθρο 19: Προβλέπεται η δυνατότητα αντικατάστασης της αυτοπρόσωπης εξέτασης μάρτυρα με την ανάγνωση προανακριτικών καταθέσεων, ακόμα και σε περιπτώσεις κακουργημάτων, που συνιστά σοβαρό περιορισμό του δικαιώματος στην υπεράσπιση.
Άρθρο 24: Προβλέπεται συμμετοχή του προσώπου που είχε δηλώσει υποστήριξη της κατηγορίας στη διαδικασία ενώπιον του δικαστικού συμβουλίου για την εξέταση του αιτήματος χορήγησης υπό όρο απόλυσης, όσον αφορα κακουργήματα κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της προσωπικής ελευθερίας, της γενετήσιας ελευθερίας και ενδοοικογενειακής βίας. Έτσι καταλήγουμε στην προφανή αντινομία η υποστήριξη της κατηγορίας να μην έχει λόγο κατά το στάδιο ακόμη της ποινικής δίκης για το ζήτημα της ποινής, αλλά να έχει για την εκτέλεση αυτής και την υπό όρους απόλυση. Είναι διαφορετικό ζήτημα το να ορίζεται ότι πρέπει να εξεταστεί τυχόν όχληση της παρούσας ή του περιβάλλοντός της από το δράση κατά το διάστημα της εκτέλεσης της ποινής.
Άρθρο 25: Εισάγεται υπέρμετρα αυστηρή αντιμετώπιση ανηλίκων με τη δυνατότητα αντικατάστασης αναμορφωτικών μέτρων που επιβλήθηκαν σε ανήλικο, με περιορισμό σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων έως 3 έτη, αν αφορά πράξη που θα ήταν κακούργημα σε περίπτωση τέλεσης από ενήλικο ή αν παραβιάζονται τα αναμορφωτικά μέτρα.
Άρθρο 28: Αυστηροποιείται το αδίκημα της συμπλοκής του 313 ΠΚ, με τη θεμελίωση του αξιόποινου για το βασικό αδίκημα, ως προς όλους τους συμμετέχοντες με την επέλευση απλής σωματικής βλάβης, δηλαδή την επέκταση του αξιοποίνου σε αμέτρητα καθημερινά επεισόδια. Επιπλέον, αν υπάρξει οπλοφορία και βαρύτερο αποτέλεσμα, επεκτείνεται δυσανάλογα η αυστηρότερη μεταχείριση ακόμη και σε πρόσωπα που δεν οπλοφορούσαν.
Άρθρο 31: Αυστηροποιούνται υπερβολικά οι ποινικές κυρώσεις για το έγκλημα της παραμέλησης. Με βάση την παρ. 2 “Αν ο υπαίτιος της παράλειψης είναι πρόσωπο που έχει την επιμέλεια του ανηλίκου και ιδίως γονέας, επιβάλλεται φυλάκιση έως τρία (3) έτη και χρηματική ποινή και σε περίπτωση που η πράξη ενέχει στοιχεία βίας ή στρέφεται κατά ανηλίκου θύματος ή είναι πράξη που αν την τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ”.
Άρθρο 36: Θεσπίζεται η δυνατότητα παράτασης της προσωρινής κράτησης ανηλίκων από τους έξι στους εννέα μήνες.
Άρθρο 38: Σε περίπτωση άσκησης νέας ποινικής δίωξης για συγκεκριμένα εγκλήματα θεσπίζεται υποχρεωτική αντικατάσταση περιοριστικών όρων με προσωρινή κράτηση.
Άρθρο 79: Καταργείται η ακυρότητα της μη αναγραφής του χρόνου και τόπου επιδόσεων στα επιδιδόμενα έγγραφα.
Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου επιβεβαιώνει ότι σκοπός του Υπουργείου είναι να εργαλειοποιηθεί το πρόβλημα της ενδοοικογενειακής βίας προκειμένου εν τέλει να εκριζωθούν θεμελιώδεις θεσμοί και αρχές που διέπουν τον φιλελεύθερο πυρήνα του ημεδαπού και ευρωπαϊκού ποινικού δικαίου: η μετατροπή της προσωρινής κράτησης από εξαίρεση σε κανόνα, ακόμη και για πλημμελήματα, η κατάργηση διαδικαστικών σταδίων και η άμεση παραπομπή στο ακροατήριο, η ολοκληρωτική απαγόρευση αναστολής ή μετατροπής της ποινής και πλήρης έκτιση, η επιβολή περιοριστικών της ελευθερίας όρων ακόμη και προ της άσκησης ποινικής δίωξης, η νόθευση της ακροαματικής διαδικασίας με την επέκταση της πρόβλεψης ανάγνωσης καταθέσεων αντί της εμφάνισης στο ακροατήριο (ρύθμιση που προστέθηκε πρόσφατα στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τους δημοσίους υπαλλήλους και αστυνομικούς για τις καταθέσεις τους σε βάρος πολιτών), διαρρηγνύουν θεμελιώδεις κανόνες, ουσιαστικούς και δικονομικούς, που στηρίζουν το κράτος δικαίου στη χώρα μας, αλλά και στον ευρωπαϊκό χώρο.
Με την θέσπιση ενός καθεστώτος εξαίρεσης δικαιωμάτων και με την ανατροπή θεσμών όπως η αναστολή, για πεδία του ποινικού δικαίου και συγκεκριμένες κατηγορίες αδικημάτων, που μπορούν να επεκταθούν ανεξέλεγκτα ανά πάσα στιγμή, τίθενται υπό διακινδύνευση βασικά δικαιώματα των πολιτών. Πρόκειται για συνέχεια προηγούμενων νομοθετικών πρωτοβουλιών της κυβέρνησης που ξηλώνουν θεσμικές εγγυήσεις, παρά τις αντιδράσεις των Δικηγορικών Συλλόγων και της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων με τις οποίες περιορίστηκαν θεμελιώδεις θεσμοί και δικαιώματα, όπως η υφ’ όρον απόλυση, οι αυτοδίκαιες αναστολές, κατέστη η ισόβια κάθειρξη μοναδική ποινή για μεγάλο αριθμό αδικημάτων, καταλύθηκε το δικαίωμα του κατηγορούμενου να ελέγχει τη διαδικασία λήψης γενετικού υλικού σε αυτόφωρα αδικήματα κ.ά. Το ίδιο δυσανάλογη και αδικαιολόγητη είναι λόγου χάρη και η θέσπιση ενός καθεστώτος «συλλογικής ευθύνης» για την περίπτωση του αδικήματος της συμπλοκής με οπλοφορία ατόμου του αρ. 313 εδ. 2 ΠΚ.
Μια τέτοια κατεύθυνση είναι όχι μόνο ασυμβίβαστη με τα θεμέλια ενός δημοκρατικού νομικού πολιτισμού, αλλά και εντελώς αναποτελεσματική για το σκοπό της αντιμετώπισης της ενδοοικογενειακής βίας που επικαλείται η κυβέρνηση. Έχει αποδειχθεί ότι η ποινική αυστηροποίηση, η διαρκής αύξηση των ποινών και περισσότερη φυλάκιση δεν λειτουργούν αποτρεπτικά για τέτοια εγκλήματα μεγάλης κοινωνικής απαξίας – αλλά σε αρμονία με την κραταιά κουλτούρα της πατριαρχίας – , παρά μόνο αποσκοπούν σε μικροπολιτικούς σχεδιασμούς και στην προώθηση αφηγημάτων περί «νόμου και τάξης». Και ακόμα πιο προκλητικά: Αποπροσανατολίζουν τη συζήτηση, η οποία πρέπει να είναι πώς αναπαράγονται τα έμφυλα στερεότυπα, ακόμα και από τα όργανα που καλούνται να εφαρμόσουν τον νόμο και πώς ο συστημικός χαρακτήρας της έμφυλης βίας απαιτεί δέσμη μέτρων σύμφωνα με τους άξονες της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης.
Οι βασικοί λόγοι που αποθαρρύνουν τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας να καταγγείλουν είναι δύο: οικονομικοί και ο νόμος της κυβέρνησης περί “συνεπιμέλειας”, όταν το θύμα έχει παιδί με τον κακοποιητή. Τι απαντά η κυβέρνηση στην ανησυχία της συζύγου/συντρόφου ότι θα βρεθεί σε απορία και δεν θα λαμβάνει διατροφή; Περισσότερη φυλακή. Τι απαντά στον τρόμο της μητέρας μπροστά στη δαμόκλειο σπάθη της συνεπιμέλειας και της προωθούμενης ψευτοθεωρίας της “γονεϊκής αποξένωσης”; Υψηλότερες ποινές χωρίς ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Θα επαναλάβουμε για ακόμη μια φορά πως το ενδιαφέρον της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τις συγκεκριμένες μορφές βίας κατά των γυναικών και των ανηλίκων είναι εντελώς υποκριτικό, καθώς την ίδια στιγμή που εισηγείται τις εν λόγω αλλαγές, αρνείται πεισματικά να λάβει ουσιαστικά μέτρα για τη στήριξη και προστασία των θυμάτων έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, υποβιβάζει όλο και περισσότερο την Γενική Γραμματεία Ισότητας (κάποτε των φύλων) και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν αναμορφώνει το πλαίσιο καταγγελιών ώστε να υπάρχει σοβαρή αντιμετώπιση των περιστατικών, διατηρεί μια εντελώς ανεπαρκή υποδομή δομών φιλοξενίας και ανύπαρκτη οικονομική και κοινωνική στήριξη των θυμάτων.
Η κυβέρνηση πρέπει να σταματήσει να αντιμετωπίζει σοβαρά ζητήματα όπως αυτό της έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας ως μέσο για να επιβάλλει άλλες, άσχετες, ατζέντες. Για ακόμη μία φορά, καμία εκτίμηση της κατάστασης δεν έχει γίνει για να τεκμηριώσει την αποτελεσματικότητα κάθε μέτρου, ούτε προηγήθηκε η διαβούλευση με τους αρμόδιους φορείς, αλλά οι νομοθετικές αλλαγές κινούνται με “τηλεοπτικούς χρόνους”. Οι κοινωνικοί φορείς και οι γυναικείες οργανώσεις προτάσσουν την ανάγκη λήψης μέτρων ουσιαστικής στήριξης των θυμάτων, να δημιουργηθεί επαρκές πλαίσιο οικονομικής, επαγγελματικής στήριξης, φροντίδας των γυναικών και των παιδιών, επαρκείς ξενώνες και μια υποδομή που θα επιτρέπει τον άμεσο απεγκλωβισμό των γυναικών και των παιδιών από κακοποιητικά περιβάλλοντα. Να αναμορφωθεί το πλαίσιο καταγγελιών με τη συνδρομή ειδικού επιστημονικού προσωπικού και όχι αυτήν την αστυνομία που συνηθίζει να αφήνει στο συρτάρι σοβαρές υποθέσεις βίας κατά γυναικών.
Να προβλεφθεί επαρκής κοινωνική μέριμνα για τα θύματα έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, να αναμορφωθεί το σύστημα παροχής αποζημίωσης από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης, ώστε να είναι αποτελεσματικό για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας και να μην προϋποτίθεται η έκδοση δικαστικής απόφασης μετά από πολυετείς διαδικασίες, οικονομική στήριξη για τις δαπάνες διαβίωσης αντί να ωθούνται να αλλάξουν περιβάλλον με τα παιδιά τους καταφεύγοντας σε ξενώνες κακοποιημένων γυναικών, να αυξηθούν οι θέσεις σε ξενώνες, για τις περιπτώσεις που βρίσκονται σε κίνδυνο, σύμφωνα με την Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης. Να ιδρυθούν οικογενειακά δικαστήρια με τη συνδρομή κοινωνικών επιστημόνων και ψυχολόγων, για την εξέταση υποθέσεων επιμέλειας τέκνων. Να ενισχυθούν οι κοινωνικές υπηρεσίες των Δήμων, ώστε να παρέχεται κοινωνική υποστήριξη στις μονογονεϊκές οικογένειες και να εντοπίζονται περιπτώσεις κακοποίησης εγκαίρως. Να λειτουργήσει επιτέλους αποτελεσματικά ο θεσμός της δωρεάν νομικής βοήθειας (όχι στις πλάτες υποαμειβόμενων και απλήρωτων δικηγόρων), συμπεριλαμβάνοντας κάθε δικαστική και εξωδικαστική ενέργεια και συμβουλευτική.
Παράλληλα, με το νομοσχέδιο επεκτείνεται η λογική της ποινικής αυστηροποίησης ακόμη και στην ποινική μεταχείριση των ανηλίκων. Με την αύξηση των ποινών και τον εγκλεισμό των ανηλίκων, αντί για αναμορφωτικά μέτρα, όχι απλώς δεν λύνονται τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν στην εγκληματικότητα και τα φαινόμενα βίας παιδιών και ανηλίκων, αλλά αντίθετα είναι συνταγή καταστροφής, που θα οδηγήσει τα παιδιά ακόμη πιο βαθιά στα κοινωνικά αδιέξοδα, το στιγματισμό την περιθωριοποίηση τη βία. Εξάλλου, η αυστηροποίηση των ποινών σε βάρος γομέων και εχόντων την επιμέλεια ανηλίκων, πέρα από ανάλγητη και δυσανάλογη, έχει ως βασικό στόχο να βγάλει από το κάδρο των ευθυνών την Πολιτεία που δεν λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και πολιτικές για να την προστασία και προοπτική των ανηλίκων.
Οι δικηγορικοί σύλλογοι οφείλουν να προτάξουν το επιστημονικό και θεσμικό ανάστημά τους απέναντι στον κατήφορο του ποινικού αυταρχισμού που έχει πάρει η κυβέρνηση, η οποία συστηματικά και επιδεικτικά αγνοεί τις θέσεις των δικηγόρων και των επιστημονικών φορέων του νομικού κόσμου.