Να αρθεί το ασυμβίβαστο της δικηγορικής ιδιότητας με τα εργασιακά δικαιώματα! (του Χρήστου Ξαγοράρη)
[Το παρόν κείμενο είναι επεξεργασμένη μορφή της εισήγησης του Χρήστου Ξαγοράρη στην εκδήλωση της Εναλλακτικής Παρέμβασης στον ΔΣΑ στη 1/10/2024 με θέμα “Μισθωτοί/ές δικηγόροι με δικαιώματα: Κι όμως γίνεται!]
1. To επάγγελμα του δικηγόρου έχει μια αν όχι πολλές ιδιαιτερότητες: είναι συνδεδεμένο με την έννοια του λειτουργήματος (λειτουργική ανεξαρτησία), με την έννοια της εντολής και της πληρεξουσιότητας, με την έννοια της επιστημονικής κατάρτισης και ανεξαρτησίας, καθώς επίσης είναι βαθιά εμποτισμένο με το ιδεολόγημα της μαθητείας (βλ. άσκηση).
Έτσι, ο νέος δικηγόρος, καθώς αποκτά αυτή την ιδιότητα, αποκτά μια ιδιότητα η οποία φέρει πάρα πολλούς “αρχαίους και πανίσχυρους” επικαθορισμούς με τους οποίους, αν η πραγματικότητα διαφωνεί, τότε “τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα”. Και αν η ίδια πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο πλαίσιο αυτών δεν καλύπτει τις ανάγκες του, τότε τόσο το χειρότερο για τον ίδιο.
Tα παραπάνω τίθενται εισαγωγικά για την απάντηση ενός ερωτήματος που, εξαιτίας όλων αυτών, έχει καταλήξει “υπαρξιακό”: Τί είναι εν τέλει η μισθωτή δικηγορία;
Η μισθωτή δικηγορία είναι, πρώτα από όλα, μια πραγματικότητα. Ως τέτοια πασχίζει να βρει το χώρο της ανάμεσα στις άλλες πραγματικότητες, ερχόμενη, για το σκοπό αυτό, σε μερική ή και ολική σύγκρουση με τα αφηγήματα του κλάδου μας γύρω από τη φύση του επαγγέλματος.
2. Ποια τάση κάνει τη μισθωτή δικηγορία πραγματικότητα και ποια είναι η πραγματικότητά της; Αξίζει να επισημανθούν τα παρακάτω αναφορικά με το τι χαρακτηρίζει αυτή τη μορφή απασχόλησης τα τελευταία αρκετά χρόνια στη δικηγορία:
– η εντεινόμενη τάση συγκεντροποίησης της δικηγορικής ύλης σε μεγάλα δικηγορικά γραφεία και δικηγορικές εταιρείες και το ασφυκτικό κλίμα για την ελεύθερη απασχόληση σε επίπεδο του λεγόμενου μικρού γραφείου
– η ποσοτική αύξηση της μισθωτής απασχόλησης στον δικηγορικό κλάδο ως ανάστροφη πλευρά της παραπάνω τάσης, ήτοι όλο και μεγαλύτερη απασχόληση δικηγόρων μόνιμα και σταθερά σε δικηγορικά γραφεία και εταιρείες όπου παρέχουν νομικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή.
– η αύξηση και παγίωση της μισθωτής απασχόλησης δικηγόρων σε νομικά τμήματα επιχειρήσεων, ήτοι όλο και μεγαλύτερη απασχόληση δικηγόρων μόνιμα και σταθερά στις ανωτέρω επιχειρήσεις όπου παρέχουν νομικές υπηρεσίες με πάγια περιοδική αμοιβή
– η, κατόπιν σχετικής συμφωνίας ή de facto, αύξηση της αποκλειστικότητας της ως άνω μισθωτής απασχόλησης
– η ως εκ τούτου παροχή δικηγορικής εργασίας υπό συνθήκες οικονομικής εξάρτησης των μισθωτών δικηγόρων, ήτοι αποκόμισης του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του εισοδήματός τους από την ως άνω αποκλειστική απασχόληση
– ο κατακερματισμός της δικηγορικής εργασίας σε επιμέρους εργασίες λ.χ. νομικής έρευνας, διαχείρισης αποδεικτικού υλικού και προετοιμασίας φακέλου υπόθεσης, διαχείρισης ηλεκτρονικών πλατφορμών, έκδοσης και συλλογής πιστοποιητικών, πραγματοποίησης εργασιών εκτός γραφείου ενώπιον δημόσιων υπηρεσιών, δικαστηρίων, υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων, σύνταξης δικογράφων κλπ., όπου ο κάθε δικηγόρος καλείται να εκτελεί αποκλειστικά και κατ’ επανάληψη μια πολύ συγκεκριμένη εργασία είτε με αξιοποίηση υπάρχουσας εξειδίκευσής του είτε εξειδικευόμενος μέσα ακριβώς από την εργασιακή αυτή πρακτική, στο πλαίσιο ενός ιδιότυπου φορντικού μοντέλου μαζικής παραγωγής νομικών υπηρεσιών
– η παρατηρούμενη de facto απαίτηση από πλευράς δικηγορικών γραφείων και εταιρειών για την παροχή δικηγορικής εργασίας σε ορισμένο χρόνο ή/και τόπο, εντός ορισμένου κατώτατου ωραρίου, με διάφορης δεσμευτικότητας υποδείξεις ως προς τον εν γένει τρόπο παροχή της εργασίας αυτής, ήτοι, η εν ολίγοις de facto άσκηση διευθυντικού δικαιώματος σε πληθώρα περιπτώσεων εντός της μισθωτής δικηγορίας (είναι πολλοί λίγες και λίγοι οι συναδέλφισσες/-οι οι οποίες/οι μπορούν να αντιγυρίσουν στον εργοδότη τους ότι δεν δύναται να τους υποδείξει ποιες ώρες θα είναι στο γραφείο ή πως θα χειριστούν μια υπόθεση).
Επομένως, διαμορφώνεται μια κατάσταση όπου η ίδια η δικηγορική ύλη αποτελεί το πιο σημαντικό κεφάλαιο, το οποίο στερείται ο/η νέος/α δικηγόρος, ο/η οποίος/α αποτολμώντας όλο και πιο σπάνια την αυτοαπασχόληση, καταλήγει να παρέχει σταθερά και μόνιμα τις υπηρεσίες του σε έναν δικηγόρο / δικηγορική εταιρεία με πάγια περιοδική αμοιβή η οποία αποτελεί το σύνολο του εισοδήματός του (ή σχεδόν το σύνολο αυτού), από το οποίο εξαρτάται η κάλυψη των αναγκών του.
Αυτή ακριβώς η συνθήκη (της οικονομικής εξάρτησης) όπως περιγράφεται είναι που διαπερνά οριζόντια και τυποποιεί αυτό που λέμε Μισθωτή Δικηγορία (ενδεχομένως να τυποποιεί κατά διαβολική σύμπτωση και αυτό που λέμε “εργαζόμενο”).
Η λεγόμενη προσωπική εξάρτηση υπό την έννοια της άσκησης διευθυντικού δικαιώματος ισχύει ότι συναντάται, με διαβαθμίσεις ως προς την ένταση, στον τρόπο που εργάζονται οι μισθωτοί δικηγόροι, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μη συναντάται και καθόλου. Ωστόσο, για να είμαστε ειλικρινείς, ο εντοπισμός ή μη διευθυντικού δικαιώματος ταιριάζει πιο πολύ σε μια συζήτηση νομικού χαρακτήρα περί πλήρωσης ή μη του κριτηρίου της προσωπικής εξάρτησης που η θεωρία και η νομολογία έχουν διαμορφώσει για τον χαρακτηρισμό μιας συμβατικής σχέσης ως σχέσης εξαρτημένης εργασίας και την υπαγωγή αυτής στις διατάξεις του εργατικού δικαίου, παρά σε μια αμιγώς πολιτική συζήτηση για το αν, και εντός του δικηγορικού κλάδου, έχουμε καταρχήν να κάνουμε με εργαζόμενες και εργαζόμενους σε ένα περιβάλλον αντικειμενικής εξάρτησης από την εργοδοσία και άρα διαπραγματευτικής ανισοτιμίας, οι οποίες/οι, συνεπώς, χρήζουν ειδικής προστασίας μέσα από την κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων.
Και είναι αυτή η πολιτική συζήτηση που πρέπει να έχει τα πρωτεία και πρέπει να διαμορφώνει το πλέγμα διεκδικήσεων ζητώντας είτε τη θέσπιση, είτε την εφαρμογή είτε τη κατάργηση νόμων, αξιοποιώντας το νομικό πλαίσιο ή ερχόμενη σε σύγκρουση με αυτό, λυγίζοντας και τροποποιώντας σε κάθε περίπτωση το νομικό εποικοδόμημα έτσι ώστε αυτό να συναντήσει την αδήριτη ανάγκη των εργαζομένων (εν προκειμένω των μισθωτών δικηγόρων).
3. Ο δικηγορικός κλάδος απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα
Δεν θα ήμασταν άδικοι αν λέγαμε ότι ο κλάδος της δικηγορίας είναι τσακωμένος με την έννοια του εργαζομένου και του προστατευτικού πλαισίου δικαιωμάτων που αυτή επισύρει. Προτιμά, και τα πηγαίνει πολύ καλύτερα, με τις έννοιες του “ασκούμενου” ή του “συνεργάτη” οι οποίες, πέραν του ότι “ανταποκρίνονται πολύ καλύτερα στην φύση του δικηγορικού επαγγέλματος”, κατά μια διαβολική σύμπτωση δεν απολαμβάνουν κανενός κατοχυρωμένου εργασιακού δικαιώματος.
Στο σημείο αυτό να θυμηθούμε ότι δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο ΔΣΑ, με ισχνή μειοψηφία στο ΔΣ του, ανακοίνωνε, σε πανηγυρικό τόνο, το τέλος της εποχής της βαρβαρότητας με την απόφαση του για καταβολή ελάχιστης αμοιβής μόλις 600 ευρώ στους ασκούμενους συναδέλφους (Οκτώβριος 2022) και, κατόπιν νεότερης απόφασης, 650 ευρώ (Ιούλιος 2024), με τη μορφή μη δεσμευτικής σύστασης πάντα προς όλους τους δικηγόρους και τις δικηγορικές εταιρείες.
Εν έτει 2024, με το κόστος ζωής όπως έχει διαμορφωθεί με ενοίκια, λογαριασμούς και τιμές σε βασικά είδη να έχουν εκτοξευθεί, ο μεγαλύτερος Δικηγορικός Σύλλογος της Ελλάδας κήρυξε το “τέλος της βαρβαρότητας”, θέτοντας ο ίδιος τη δική του βούλα σε αυτή, καλωσορίζοντας τους απόφοιτους των νομικών σχολών σε ένα επάγγελμα όπου καλούνται να ζήσουν με 650 ευρώ το μήνα και, αν έχουν ιδιόκτητο σπίτι να μείνουν ή/και γονείς που να μπορούν να τους στηρίξουν οικονομικά, να φτάσουν ως τις εξετάσεις για την άδεια άσκησης και να γίνουν δικηγόροι (!).
Οι τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων οι οποίες έχουν προταθεί προς συζήτηση επισημοποιούν απλώς την άσκηση ως θεσμό μαθητείας, ως εργαλείο ανάσχεσης της εισόδου νέων συναδέλφων στον κλάδο (βλ. υποχρεωτικά σεμινάρια, σκλήρυνση εξετάσεων) και ως ένα βάρβαρο καλωσόρισμα υποαμειβόμενης εργασίας και υποτίμησης των δεξιοτήτων των συναδέλφων, το οποίο τους ακολουθεί και μετά την ολοκλήρωσή της και αποτελεί την “αρχή του κακού”, θέτοντας χαμηλά τον πήχη για τις προσδοκίες των νέων δικηγόρων.
Περαιτέρω, υπάρχει παντελής έλλειψη ενός συμπαγούς, σαφούς, δεσμευτικού και ενιαίου ρυθμιστικού πλαισίου των όρων εργασίας των μισθωτών δικηγόρων. Ειδικότερα, πλάι στην λεγόμενη “μαύρη εργασία” χωρίς την έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η οποία συναντάται πολύ συχνά στον κλάδο, είτε μόνη της είτε σε συνδυασμό με κάποιον από τους παρακάτω τρόπους αμοιβής, συνυπάρχουν στον Κώδικα Δικηγόρων δύο, ως γνωστόν, επιλογές για τους εργοδότες προκειμένου να απασχολήσουν σταθερά και μόνιμα έναν δικηγόρο με πάγια περιοδική αμοιβή.
Η μία είναι η έμμισθη εντολή των άρθρων 42 επ., η οποία αναγνωρίζει, αν και με τρόπο αρκετά ελλιπή, μια σειρά από εργασιακά δικαιώματα (καταβολή ⅔ ασφαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη, καταβολή δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα, χορήγηση αδειών και επιδομάτων αδείας, καταβολή αποζημίωσης απόλυσης κ.α.) και η άλλη είναι η σύμβαση αποκλειστικής συνεργασίας του άρθρου 48, η οποία δεν αναγνωρίζει κανένα δικαίωμα στον μισθωτό και θέτει όλους τους όρους της συμφωνίας αποκλειστικής συνεργασίας σε ελεύθερη διαπραγμάτευση. Προς έκπληξη κανενός, για την συντριπτική πλειονότητα των εργοδοτών δικηγόρων δεν υπήρξε ποτέ ερώτημα επιλογής μεταξύ των δύο: η κυριαρχία της απασχόλησης με το λεγόμενο “μπλοκάκι” με ή χωρίς την υπογραφή σύμβασης του άρθρου 48 είναι απόλυτη και η έμμισθη εντολή συναντάται πολύ πιο σπάνια εντός του κλάδου ενώ είναι πολύ πιο συνηθισμένη εκτός αυτού (ΜΚΟ, νομικά τμήματα επιχειρήσεων).
Εξάλλου, η θέσπιση των διατάξεων για την έμμισθη εντολή, οι οποίες υπάρχουν εδώ και αρκετά χρόνια, ανταποκρινόταν κυρίαρχα, θα μπορούσε να πει κανείς στην ανάγκη διασφάλισης των εργασιακών δικαιωμάτων των έμμισθων δικηγόρων απέναντι στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα και το δημόσιο. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ασύγκριτα σπανιότερη εφαρμογή από εργοδότες – δικηγόρους και δικηγορικές εταιρίες, για τους οποίους, άλλωστε, και μόνο επιφυλάσσεται η διάταξη του άρθρου 48.
4. Το Σωματείο Μισθωτών Δικηγόρων
Το Σωματείο ιδρύθηκε πριν από 4 χρόνια. Η αυτόνομη οργάνωση των μισθωτών δικηγόρων για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους τόσο ως προς τη μορφή όσο και ως προς το περιεχόμενο αποτελούσε θέμα ταμπού και γόρδιος δεσμός για τις αγωνιστικές δυνάμεις εντός του κλάδου, ακριβώς λόγω όλων των ιδιαιτεροτήτων που προαναφέρθηκαν και καθώς, πριν κάποια χρόνια, η μισθωτή δικηγορία μπορεί να βρισκόταν ακόμη στο μεταίχμιο μεταξύ τάσης και πραγματικότητας.
Η πρωτοβουλία για την ίδρυση ενός εργατικού σωματείου μισθωτών δικηγόρων πρέπει να παραδεχτούμε ότι έλυσε το γόρδιο δεσμό που οδηγούσε σε σχετική απραξία αλλά και απουσία λόγου και δράσης των ασκούμενων και μισθωτών πέραν αυτής της ΕΑΝΔΑ, με τα σαφή όρια και προβλήματα που αυτή έχει, και άνοιξε το δρόμο για το ξεδίπλωμα συνδικαλιστικών πρακτικών εργατικού χαρακτήρα, όπως η παρέμβαση σε χώρους εργασίας, οι καμπάνιες ενημέρωσης, οι συναντήσεις με εργοδότες για την διεκδίκηση αιτημάτων συναδέλφων, οι συγκεντρώσεις και οι παραστάσεις διαμαρτυρίας έξω από γραφεία εργοδοτών δικηγόρων και δικηγορικών εταιρειών.
Παρά τις αδυναμίες του, ακόμη και τα προβλήματα που κατά την άποψη του γράφοντος χαρακτηρίζουν την κεντρική του κατεύθυνση, το Σωματείο έχει πράγματι βοηθήσει στην μεγαλύτερη ορατότητα της μισθωτής δικηγορίας και, ως ένα βαθμό, έχει επαγάγει πιέσεις στον τρόπο με τον οποίο άλλες δυνάμεις μπορεί να διαμεσολαβούν και να εκπροσωπούν τις ανησυχίες και τις ανάγκες αυτού του κομματιού της δικηγορίας, καταγράφοντας ήδη κάποιες μικρές αλλά σημαντικές νίκες σε επίπεδο αντιμετώπισης περιστατικών εργοδοτικής αυθαιρεσίας και απλήρωτων συναδέλφων.
Αναφορικά με τη συζήτηση γύρω από τις τροποποιήσεις στον Κώδικα Δικηγόρων, το μεγάλο αγκάθι στη κατεύθυνση που ακολουθεί, δυστυχώς, το Σωματείο είναι ότι, ασπαζόμενο την άποψη της πλειοψηφούσας δύναμης στο Διοικητικό Συμβούλιο (Αγωνιστική Συσπείρωση Μισθωτών Δικηγόρων), θεωρεί πως η συζήτηση αυτή δεν το αφορά και δεν είναι κάτι στο οποίο πρέπει να παρέμβει μαχητικά είτε προς ανάσχεση ορισμένων αλλαγών είτε απαιτώντας την πραγματοποίηση άλλων.
Είναι πράγματι απορίας άξιο πως ένα Σωματείο το οποίο διεκδικεί την κατάργηση της άσκησης, την κατοχύρωση κατώτατων αποδοχών για τους μισθωτούς δικηγόρους και τους ασκούμενους (ενόσω διατηρείται ο θεσμός της άσκησης), την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης η οποία να καλύπτει τη μισθωτή δικηγορία, την κατοχύρωση ανώτατου ωραρίου απασχόλησης, την αναγνώριση της ακυρότητας των καταγγελιών συμβάσεων μισθωτών δικηγόρων που ασκούνται καταχρηστικά π.χ. κατά εγκύων ή ασθενών συναδέλφων ή για λόγους εκδικητικότητας ή δυσμενούς διάκρισης λόγω συνδικαλιστικής δράσης ή πολιτικών φρονημάτων, αποφασίζει, παρόλα αυτά, ότι δεν το αφορά η συζήτηση της τροποποίησης του Κώδικα Δικηγόρων, ήτοι του νόμου του κράτους (ν. 4194/2013) ο οποίος ρυθμίζει όλα τα παραπάνω θέματα και ότι το βασικό αγωνιστικό του καθήκον είναι να απέχει από αυτή τη συζήτηση.
Η απάντηση σε αυτή την απορία από πλευράς της πλειοψηφούσας δύναμης του Σωματείου που εισηγείται αυτή την κατεύθυνση είναι ότι “το Σωματείο δεν το αφορά αυτή η συζήτηση (της τροποποίησης του Κώδικα Δικηγόρων) γιατί παλεύει για την αναγνώριση της εξαρτημένης σχέσης εργασίας στο επάγγελμα και την ως εκ τούτου υπαγωγή του στην προστασία του Εργατικού Δικαίου δια της υπογραφής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας”.
Πέραν του ότι η κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων και η αναγνώριση ενός υποκειμένου ως εργαζόμενου υποκείμενου δεν θα έπρεπε να ταυτίζονται, κατά την άποψη του γράφοντος, μονοσήμαντα με την υπαγωγή στο νομικό καθεστώς της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, το οποίο πράγματι (πάλι κατά την άποψη του γράφοντος) δεν ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες ανάγκες όλου του φάσματος των μισθωτών δικηγόρων, μεγάλο κομμάτι των οποίων δεν επιθυμούν τη δέσμευση σε συγκεκριμένο ωράριο (σημ. άλλο θέμα είναι το ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης) καθώς επιφυλάσσονται της δυνατότητάς τους να χειρίζονται παράλληλα δικές τους υποθέσεις, το βασικό και εκκωφαντικό πρόβλημα της παραπάνω άποψης είναι ότι δεν αντιλαμβάνεται και τελεί σε πλήρη άρνηση του γεγονότος ότι ακόμη και το ασυμβίβαστο της δικηγορικής ιδιότητας με τη σχέση εξαρτημένης εργασίας προβλέπεται στον Κώδικα Δικηγόρων (άρθρο 7), τον ίδιο νόμο του κράτους από την συζήτηση για την τροποποίηση του οποίου θεωρεί ότι πρέπει να απόσχει, ενώ, την ίδια στιγμή, προτείνει την υπογραφή ΣΣΕ η οποία ρητά θα παραπέμπει στο νομικό καθεστώς των σχέσεων εξαρτημένης εργασίας.
Παραβλέπει έτσι δύο βασικά πράγματα τα οποία είναι προφανή στο μέσο στοιχειωδώς ενημερωμένο και υποψιασμένο συνάδελφο και συναδέλφισσα: πρώτον, ότι η υπογραφή συμβάσεων εργασίας ή η καθ’ οιονδήποτε τρόπο αναγνώριση της σχέσης απασχόλησης ενός δικηγόρου ως υπαλληλικής – εξαρτημένης σχέσης εργασίας, σύμφωνα με τον ισχύοντα Κώδικα Δικηγόρων συνεπάγεται αυτοδίκαιη απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας ενώ, κατόπιν της σκοπούμενης τροποποίησης του επίμαχου άρθρου 7, ενδέχεται να συνεπάγεται την αναστολή της δικηγορικής ιδιότητας έως τρία έτη.
Δεύτερον, ότι μια διάταξη αναγκαστικού δικαίου, όπως είναι αυτή του άρθρου 7 του Κώδικα Δικηγόρων, δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να υπερκεραστεί ή να καταργηθεί ή να καταστεί ανίσχυρη ή άνευ εφαρμογής δια της υπογραφής μιας σύμβασης (ατομικής ή συλλογικής) που θα ορίζει διαφορετικά.
Με τον ίδιο τρόπο που σε μία σύμβαση δεν μπορεί να συμφωνηθούν όροι αναφορικά π.χ. με το φορολογικό καθεστώς (γιατί το ρυθμίζει με αμφιμερώς αναγκαστικό τρόπο ο νόμος), έτσι δεν μπορεί να συμφωνηθεί η διατήρηση της δικηγορικής ιδιότητας με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, στο βαθμό που υπάρχει αναγκαστικός νόμος που προβλέπει διαφορετικά.
Τα παραπάνω δεν τίθενται από την σκοπιά κάποιας νομολατρείας ή κάποιας συμφωνίας του γράφοντος με την υπάρχουσα νομοθεσία. Υπάρχει, εξάλλου, χαώδης απόσταση ανάμεσα στη γνώση του νομικού καθεστώτος που έχει εφαρμογή σε έναν επαγγελματικό κλάδο και της ενεργητικής αποδοχής και σύνταξης με αυτό. Οφείλουμε να έχουμε βαθιά και ουσιαστική γνώση τόσο της νομικής όσο και της “πραγματικής” πραγματικότητας στον κλάδο μας, αν επιθυμούμε ο συνδικαλισμός εντός του κλάδου να γίνεται στη βάσηι ειλικρινών προτάσεων προς τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες μας, που θα θέτουν στόχους επισημαίνοντας τα εμπόδια και τις δυσκολίες, αλλά και τους τρόπους υπέρβασης αυτών, χωρίς να τις παρακάμπτουν και να στρουθοκαμηλίζουν. Στόχους οι οποίοι μπορεί να φαντάζουν υπερβολικά φιλόδοξοι ή ακατόρθωτοι, αλλά τουλάχιστον δεν θα είναι a priori ναρκοθετημένοι.
5. Ειδικότερα: οι διεκδικήσεις από πλευράς Σωματείου Μισθωτών Δικηγόρων και οι αναγκαίες τροποποιήσεις του Κώδικα Δικηγόρων
Το Σωματείο Μισθωτών Δικηγόρων (ΣΜΔ) στη βάση διαδοχικών αποφάσεών του διεκδικεί την κατάργηση της άσκησης, την υπογραφή Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για τους ασκούμενους και τους μισθωτούς δικηγόρους και την δι’ αυτής κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων σε κατώτατες καθαρές αποδοχές 1250 ευρώ στο νέο δικηγόρο και 960 ευρώ στους ασκούμενους καθώς επίσης άδειες, επιδόματα κλπ.
Πριν αναφερθεί η άμεση σχέση που οι παραπάνω διεκδικήσεις έχουν με τη συζήτηση για την τροποποίηση του Κώδικα, ορισμένες σύντομες επισημάνσεις αναφορικά με σημεία διαφοροποίησης του γράφοντος αλλά και ευρύτερα του σχήματος της “Αντίρρησης” στο ΣΜΔ:
– το αίτημα για κατάργηση της άσκησης δεν θα έπρεπε να συνοδεύεται κατά τη γνώμη μας με προτάσεις για ένταξή της στο πρόγραμμα σπουδών της Νομικής Σχολής. Με αυτόν τον τρόπο η υποαμειβόμενη εργασία θα συνεχιστεί και το αφήγημα της μαθητείας θα σκληρύνει αυτή τη φορά και με τη βούλα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αιτήματα όπως αυτά μπορούν να μας φέρουν, εξάλλου, σε ρήξη με τους φοιτητικούς συλλόγους των νομικών σχολών που εναντιώνονταν παγίως σε αυτή την κατεύθυνση.
– η κατεύθυνση για υπογραφή ΣΣΕ η οποία είναι καταρχήν ομόθυμη στο εσωτερικό του σωματείου (με αρκετές διαφοροποιήσεις ως προς το περιεχόμενο και τη στόχευση) δεν θα έπρεπε να τίθεται ανταγωνιστικά ως προς οποιαδήποτε άλλη διεκδίκηση με στόχο την άμεση βελτίωση των συνθηκών εργασίας των συναδέλφων (π.χ. κατάργηση άρθρου 48 Κώδικα Δικηγόρων και του καθεστώτος του μπλοκακίου, υπαγωγή όλων σε καθεστώς έμμισθης εντολής, πίεση για ομοιόμορφη εφαρμογή της μισθωτής ασφάλισης στα μπλοκάκια με βάση το άρθρο 39 παρ. 9 ν. 4387/2016). Επιπλέον, δεν θα έπρεπε να τίθεται με πρώτιστο και αποκλειστικό ίσως στόχο την αναγνώριση εξαρτημένης εργασίας (βλ. για αυτό παραπάνω) αλλά την κάλυψη όλων των μισθωτών και ασκούμενων και την ουσιαστική βελτίωση των εργασιακών τους συνθηκών ανεξαρτήτως του νομικού χαρακτηρισμού. Προς αυτή τη κατεύθυνση, ως Αντίρρηση, προτεραιοποίησαμε την κάλυψη όλης της μισθωτής δικηγορίας με το κριτήριο της οικονομικής εξάρτησης και με σχετική αξιοποίηση της παρ. 2 του άρθρου 1 ν. 1876/19901 για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας προκειμένου να έχουμε ένα σχέδιο πολιτικά αλλά και νομικά υπερασπίσιμο απέναντι στην εργοδοσία
– Οι κατώτατες αποδοχές πρέπει να προσεγγίζονται με αποκλειστικό κριτήριο τις σύγχρονες ανάγκες και όχι με βάση τους διαχωρισμούς που κάνει η εργοδοσία, τη διάσπαση των επαγγελματικών δικαιωμάτων (όπως π.χ. με την άσκηση), τους εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων. Έτσι, λοιπόν, θεωρούμε ότι εσφαλμένα η πλειοψηφούσα άποψη εντός του σωματείου θέλει τον ασκούμενο να αμείβεται με το 80% των κατώτατων αποδοχών του νέου δικηγόρου και με αυτό το τρόπο ρίχνει νερό στο μύλο του ιδεολογήματος της μαθητείας. Από πλευράς μας, κατόπιν επικοινωνίας με πολλούς συναδέλφους και συναδέλφισσες αλλά και μέσα από την προσωπική μας εμπειρία, φτάσαμε στο συμπέρασμα ότι κάθε εργαζόμενος με βάση το σύγχρονο κόστος ζωής δεν πρέπει να αμείβεται με λιγότερα από 1200 ευρώ καθαρά το μήνα, όπως και αν θέλει να τον χαρακτηρίζει το κράτος και η εργοδοσία (ασκούμενο, πρακτικάριο, δόκιμο, μαθητευόμενο κλπ). Αντιμετωπίζοντας τον/ην ασκούμενο/η ως εργαζόμενο/η και όχι ως “περίπου εργαζόμενο/η”, θεωρούμε ότι πρέπει να διεκδικούμε ως κατώτατες αποδοχές του/της τις παραπάνω. Παρότι δεν θα πρεπε να καλούμαστε να απαντήσουμε στο πως θα επιβιώσει ο θεσμός της άσκησης (του οποίου υποστηρίζουμε την κατάργηση), στο βαθμό που ο ασκούμενος δεν θα είναι πλέον “φθηνότερος” από τον νέο δικηγόρο (όπως δυστυχώς έχουμε κληθεί πολλάκις να απαντήσουμε), ας σημειωθεί ότι σε επίπεδο μικτών αποδοχών και συνολικού μισθολογικού κόστους (ήτοι συμπεριλαμβανομένων και των εργοδοτικών εισφορών) η πρόσληψη νέου δικηγόρου θα εξακολουθεί να κοστίζει περισσότερο για την εργοδοσία έναντι του ασκούμενου.
Έχοντας πει αυτά το Σωματείο θα μπορούσε και θα έπρεπε σε κάθε περίπτωση να παρέμβει στη συζήτηση για την τροποποίηση του Κώδικα Δικηγόρων απαιτώντας:
→ την κατάργηση του άρθρου 48 του Κώδικα Δικηγόρων: Η απασχόληση δικηγόρων με μπλοκάκι (σταθερή απασχόληση και περιοδική αμοιβή με έκδοση δελτίου παροχής υπηρεσιών) ως τέτοια δεν απαιτεί κάποια ειδική νομοθετική πρόβλεψη. Είναι κάτι που απλώς συμβαίνει άτυπα σε πολλά επαγγέλματα. Το δε άρθρο 48 καταλείποντας όλους τους όρους της σύμβασης στην ελεύθερη διαπραγμάτευση και συμφωνία των μερών δεν κομίζει τίποτα σε επίπεδο ρύθμισης, πλην ενός και μόνου πράγματος: τον εκτοπισμό του τεκμηρίου υπέρ της έμμισθης εντολής αναφορικά με την σταθερή και μόνιμη απασχόληση δικηγόρου με πάγια και περιοδική αμοιβή. Με άλλα λόγια, η κατάρτιση της σύμβασης του άρθρου 48 εγγράφως (με ρητή μάλιστα πολλές φορές πρόβλεψη αποκλεισμού των διατάξεων της έμμισθης εντολής) αποτελεί ένα εργαλείο προκειμένου οι μισθωτές/οι δικηγόροι με μπλοκάκι να μην αξιώσουν ποτέ την αναγνώριση της σχέσης απασχόλησής τους ως έμμισθης εντολής διεκδικώντας όσα προβλέπονται στα άρθρα 42 επ., όπως έχουν πετύχει πολλάκις συνάδελφοι στα δικαστήρια τόσο απέναντι σε δικηγορικά γραφεία όσο και σε τράπεζες.
→ τη πλήρη κατάργηση του θεσμού της άσκησης, άλλως (και στο βαθμό που αυτός διατηρείται) τη πρόβλεψη για κατώτατες αποδοχές (1200 καθαρές μηνιαίες αποδοχές), καταβολή ασφαλιστικών εισφορών από τον εργοδότη, παραπομπή στις ισχύουσες διατάξεις για τους ιδιωτικούς υπαλλήλους για άδειες και επιδόματα (στα πρότυπα των διατάξεων της έμμισθης εντολής), μείωση του χρόνου αυτής και τη κατάργηση των εξετάσεων.
→ να προβλεφθεί ρητά η δυνατότητα των μισθωτών δικηγόρων να προβαίνουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις και να υπογράφουν Συλλογικές Συμβάσεις μέσα από τις αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Πέραν αυτής της ρητής πρόβλεψης, πρέπει επίσης να προστεθούν τα αντίστοιχα χωρία αναφορικά με την επιφύλαξη ευνοϊκότερης ρύθμισης Συλλογικής Σύμβασης Μισθωτών Δικηγόρων στα άρθρα 44 παρ. 1 (αποδοχές έμμισθου δικηγόρου)2 και 46 παρ. 1 εδ. β’3.
→ να επεκταθεί η ακυρότητα της καταγγελίας σύμβασης έμμισθης εντολής (αρθ. 46 παρ. 7 και σε μέλη ΔΣ Σωματείων στα οποία υπάγονται οι έμμισθοι δικηγόροι (όχι μόνο σε μέλη ΔΣ Δικηγορικών Συλλόγων).
→ τη ρητή πρόβλεψη περί ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης έμμισθης εντολής από τον εργοδότη-εντολέα για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΠΔ 80/2022 (Κώδικας Εργατικού Δικαίου)4. Είναι επιτακτική η ανάγκη να προστατευτούν οι μισθωτοί δικηγόροι από τις απολύσεις που γίνονται λ.χ. λόγω ασθένειάς τους, κύησης και λοχείας, της συνδικαλιστικής τους δράσης και των πολιτικών τους φρονημάτων, όπως ισχύει για τους υπόλοιπους εργαζομένους, έτσι ώστε να μπορούν να διεκδικούν την επαναπρόσληψή τους. Πρέπει η έμμισθη εντολή δικηγόρου να αντιμετωπιστεί ως μια sui generis σύμβαση με περισσότερα στοιχεία από το εργατικό δίκαιο από όσα έχει έως σήμερα και με την απεμπλοκή της από τη σύμβαση εντολής βάσει της οποίας τα δικαστήρια έχουν πολλάκις νομολογήσει υπέρ της μη ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης έμμισθης εντολής ακόμη και όταν αυτή είναι καταχρηστική (“λόγω διάρρηξης της σχέσης εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει τη σύμβαση εντολής”).
→ τη ρητή πρόβλεψη για ανώτατο όριο ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης στις διατάξεις περί έμμισθης εντολής: παρότι η σχετική ελευθερία που επιφυλάσσουν οι διατάξεις περί έμμισθης εντολής στον μισθωτό δικηγόρο αναφορικά με τη δυνατότητα παροχής των υπηρεσιών του σε δικό του τόπο και χρόνο και την παράλληλη απασχόλησή του με άλλες υποθέσεις δύσκολα συνάδει με την κατοχύρωση συγκεκριμένου ωραρίου (από ώρα Α έως ώρα Β), τούτο δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει και δεν μπορεί να τεθεί ένα ανώτατο χρονικό όριο ημερήσιας και εβδομαδιαίας απασχόλησης με τις υποθέσεις του εργοδότη-εντολέως πέραν του οποίου ο τελευταίος δεν θα μπορεί να απαιτεί την παροχή νομικών υπηρεσιών και αντίστοιχα ο μισθωτός θα έχει νόμιμο δικαίωμα να τις αρνηθεί χωρίς να συνιστά αυτό αθέτηση των υποχρεώσεών του εκ της σύμβασης. Το ανώτατο όριο ημερήσιας/εβδομαδιαίας απασχόλησης με υποθέσεις του εργοδότη – εντολέως θα μπορούσε να τεθεί στις 8 ώρες ημερησίως και 40 εβδομαδιαίως κατά τα συνήθη πρότυπα. Συμπληρωματικά, θα μπορούσε να προβλεφθεί η δυνατότητα απασχόλησης πέραν του χρονικού ορίου (υπερωριακή απασχόληση) μόνο στη περίπτωση που διατίθεται και συμφωνεί προς τούτο ο μισθωτός δικηγόρος και υπό την προϋπόθεση καταβολής προσαυξημένης αμοιβής.
→ να καταδικάσει τη σκοπούμενη τροποποίηση του άρθρου 7 Κώδικα Δικηγόρων αναφορικά με την τριετή αναστολή της δικηγορικής ιδιότητας: είναι εξαιρετικά σαφές ότι η συγκεκριμένη τροποποίηση δεν εξυπηρετεί τίποτε άλλο πέρα από τη διευκόλυνση της απασχόλησης δικηγόρων από άλλους δικηγόρους ή δικηγορικές εταιρείες ως νομικών χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα δικηγόρου. Πρόκειται για τη περισσότερο γνωστή στο εξωτερικό κατηγορία paralegal, ήτοι αποφοίτων νομικών σχολών χωρίς επαγγελματικά δικαιώματα δικηγόρου, οι οποίοι απασχολούνται παρέχοντας υπηρεσίες συναφείς με το αντικείμενο (π.χ. νομική έρευνα, προετοιμασία φακέλων υποθέσεων, συλλογή εγγράφων και πιστοποιητικών, οργάνωση αρχείου υποθέσεων κ.α.) χωρίς προφανώς να έχουν τη δυνατότητα εκπροσώπησης εντολέων, ήτοι υπογραφής δικογράφων και παράστασης ενώπιον των δικαστηρίων. Ως αποτέλεσμα της τροποποίησης αυτής, είναι εξαιρετικά πιθανό το επόμενο χρονικό διάστημα, πλάι στην άσκηση, να δούμε άλλη μια μαζική διαίρεση εντός της μισθωτής δικηγορίας, αυτή των συναδέλφων που θα δουλεύουν με αναστολή δικηγορικής ιδιότητας ως paralegal με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, αμειβόμενοι με τον κατώτατο μισθό υπαλλήλου.
6. Αντί επιλόγου
Στη συζήτηση για την τροποποίηση του Κώδικα Δικηγόρων δεν προσερχόμαστε όλες οι συναδέλφισσες και όλοι οι συνάδελφοι με τα ίδια συμφέροντα, τις ίδιες ανησυχίες, τις ίδιες βλέψεις και τις ίδιες προσδοκίες.
Οι συναδέλφισσες και οι συνάδελφοι που απαρτίζουμε το κομμάτι της μισθωτής δικηγορίας παρότι μαζί και με τους μαχόμενους αυτοαπασχολούμενους δικηγόρους αποτελούμε ίσως το πιο πολυάριθμο τμήμα του κλάδου, εντούτοις δεν έχουμε τη φωνή και την εκπροσώπηση που μας αντιστοιχεί. Για αυτή τη φωνή πρέπει να παλέψουμε, όχι σε πνεύμα ανάθεσης, αλλά δυναμώνοντάς τη και πολλαπλασιάζοντάς τη με την ενεργοποίηση του καθενός και της καθεμιάς από εμάς.
Στη συζήτηση περί ασυμβίβαστων, οι μισθωτές και μισθωτοί δικηγόροι έχουμε σαφή προτεραιοποίηση: να αρθεί το ασυμβίβαστο της δικηγορικής ιδιότητας με τα εργασιακά δικαιώματα!
Σημειώσεις
1 Αρθ. 1 ν. 1876/1990: 1. Ο νόμος αυτός αφορά όλους όσους εργάζονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε οποιονδήποτε ημεδαπό ή αλλοδαπό εργοδότη, επιχείρηση, εκμετάλλευση ή υπηρεσία του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα της οικονομίας, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι εργαζόμενοι στην γεωργία, κτηνοτροφία, και συναφείς εργασίες, καθώς και οι κατ` οίκον εργαζόμενοι. 2. Εφαρμόζεται επίσης και σε φυσικά πρόσωπα τα οποία αν και δεν συνδέονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας παρέχουν εργασία υπό συνθήκες εξάρτησης και εμφανίζουν ανάγκη προστασίας αντίστοιχη με αυτή των εργαζομένων.
2 “Ο δικηγόρος για τις παρεχόμενες με έμμισθη εντολή υπηρεσίες του αμείβεται με πάγιες μηνιαίες αποδοχές που καθορίζονται με ελεύθερη συμφωνία με τον εντολέα του και οι οποίες δεν μπορούν να είναι κατώτερες των εκάστοτε ισχυουσών κατώτατων νόμιμων αποδοχών υπαλλήλου του ιδιωτικού τομέα ανάλογων επιστημονικών προσόντων. Σε περίπτωση Συλλογικής Σύμβασης Μισθωτών Δικηγόρων η οποία δεσμεύει τον εντολέα, οι πάγιες μηνιαίες αποδοχές δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις οριζόμενες στη Σύμβαση.
3 “Σε περίπτωση ύπαρξης Κανονισμού εργασίας για τους εργαζόμενους στον εντολέα ή Συλλογικής Σύμβασης Μισθωτών Δικηγόρων, εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κανονισμού ή της Συλλογικής Σύμβασης, εφόσον είναι ευνοϊκότερες”
4 Η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τον εργοδότη είναι άκυρη, εφόσον:
α) Οφείλεται σε δυσμενή διάκριση σε βάρος του εργαζομένου ή εκδικητικότητα λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, πολιτικών φρονημάτων, θρησκευτικών ή φιλοσοφικών πεποιθήσεων, γενεαλογικών καταβολών, εθνικής ή εθνοτικής καταγωγής, γενετήσιου ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ηλικίας, ταυτότητας ή χαρακτηριστικών φύλου, αναπηρίας, ή συμμετοχής ή μη σε συνδικαλιστική οργάνωση, ή
β) γίνεται ως αντίδραση σε ενάσκηση νόμιμου δικαιώματος του εργαζομένου ή
γ) αντίκειται σε άλλη ειδική διάταξη νόμου, ιδίως όταν πρόκειται για απόλυση:
γα) που οφείλεται σε διάκριση για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 15 ως αντίμετρο σε
καταγγελία ή αίτημα παροχής έννομης προστασίας, για τη διασφάλιση τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 24,
γβ) που οφείλεται στην άσκηση των δικαιωμάτων σε περίπτωση βίας και παρενόχλησης, σύμφωνα με το άρθρο 65,
γγ) των εγκύων και τεκουσών γυναικών, όπως και του πατέρα του νεογεννηθέντος τέκνου για το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 281, όταν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος,
γδ) ως αντίδραση στο αίτημα ή τη λήψη οποιασδήποτε άδειας που προβλέπεται στα άρθρα 217 243, σύμφωνα με το άρθρο 240, ή ευέλικτης ρύθμισης για λόγους φροντίδας του τέκνου, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 224,
γε) κατά τη διάρκεια της άδειας αναψυχής, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 216,
γστ) των πολύτεκνων, αναπήρων και εν γένει προστατευόμενων προσώπων, που έχουν τοποθετηθεί σύμφωνα με το Τμήμα ΙΙ του Μέρους Γ’, όταν δεν έχουν τηρηθεί οι προϋποθέσεις του άρθρου 85,
γζ) των στρατευμένων, σύμφωνα με το άρθρο 310, γη) των μετεκπαιδευόμενων εργαζομένων σε τουριστικές επιχειρήσεις, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 15 του ν. 1077/1980 (Α’ 225),
γθ) που γίνεται κατά παράβαση της νομοθεσίας περί ομαδικών απολύσεων, σύμφωνα με το άρθρο 346,
γι) των συνδικαλιστικών στελεχών, όπως ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 1264/1982 (Α’ 79), καθώς και των μελών των συμβουλίων εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ν. 1767/1988 (Α’ 63), όπως και των μελών της ειδικής διαπραγματευτικής ομάδας, του ευρωπαϊκού συμβουλίου εργαζομένων και των εκπροσώπων των εργαζομένων, που ασκούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της διαδικασίας για την ενημέρωση και τη διαβούλευση της παρ. 3 του άρθρου 56 του ν. 4052/2012 (Α’ 41), σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 64 του ν. 4052/2012, κατά το χρονικό διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 14 του ν. 1264/1982, όταν δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος,
για) που οφείλεται σε νόμιμη συνδικαλιστική δράση του εργαζομένου, σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 14 του ν. 1264/1982,
γιβ) λόγω μη αποδοχής από τον εργαζόμενο πρότασης του εργοδότη για μερική απασχόληση ή εκ περιτροπής εργασία, σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 106,
γιγ) των εργαζομένων που αρνούνται τη διευθέτηση που έχει συμφωνηθεί συλλογικά και η άρνησή τους δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη, σύμφωνα με την περ. β) της παρ. 1 και την περ. β) της παρ. 2 του άρθρου 192, καθώς και των εργαζομένων που δεν συναίνεσαν σε διευθέτηση του χρόνου εργασίας, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 192, αν και τους ζητήθηκε από τον εργοδότη,
γιδ) των εργαζομένων που ασκούν το δικαίωμα αποσύνδεσης της παρ. 9 του άρθρου 123.