Δήλωση των Συμβούλων της Εναλλακτικής Παρέμβασης στο ΔΣ του ΔΣΑ για το θέμα της εφαρμογής του “νέου δικαστικού χάρτη”.
Ο νέος δικαστικός χάρτης, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις των δικηγόρων σε ολόκληρη τη χώρα και παρά την σημαντική κατακραυγή του από το δημοψήφισμα του ΔΣΑ, πρόκειται να αρχίσει να εφαρμόζεται μεταβατικά από το Σεπτέμβριο του τρέχοντος έτους.
Ιδίως στη διετή μεταβατική περίοδο, αλλά και μετά το 2026, πρόκειται να δημιουργηθούν πλείστα προβλήματα για τους συναδέλφους και τους προσφεύοντες στα δικαστήρια, αφού η μεταρρύθμιση του δικαστικού χάρτη επήλθε χωρίς προηγουμένως να έχουν πληρωθεί σημαντικές προϋποθέσεις και όροι για την καλή λειτουργία των νέων δικαστικών σχηματισμών, ιδίως στην Περιφέρεια Αττικής, όπου δημιουργούνται επί της ουσίας 8 Πρωτοδικεία. (Αθήνα, Μαρούσι, Περιστέρι, Κορωπί, Πειραιάς, Καλλιθέα, Ελευσίνα, Πόρος (sic)). Δεν έχει ολοκληρωθεί η ψηφιοποίηση όλων των υπηρεσιών για την πολιτική διαδικασία, είναι πολύ πίσω η ψηφιοποίηση των ποινικών διαδικασιών, τα κτίρια και οι υλικές και κτιριακές υποδομές των «περιφερειακών» δικαστηρίων (λ.χ. Περιστέρι, Πόρος, Καλλιθέα) είναι εντελώς ανεπαρκείς για να στηρίξουν το πληθος των υποθέσεων που θα προκύψουν λόγω της αύξησης της καθ’ ύλη αρμοδιότητας, ενώ, όπως είναι γνωστό, και το προσωπικό των υπηρεσιών είναι εξίσου ανεπαρκές αριθμητικά.
Όπως έχουμε επισημάνει, και είναι γενικά παραδεκτό από το σύνολο του δικηγορικού κόσμου, μία ορθολογική, μακροπρόθεσμη και δημοκρατική αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη θα προϋπέθετε διάλογο και ανταλλαγή απόψεων αρκετών μηνών, με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων (δικαστών, υπαλλήλων, δικηγόρων).
Αντίθετα, και σε αυτό το ζήτημα η κυβέρνηση αποφάσισε και διέταξε. Όχι μόνο δεν άνοιξε διάλογο με τους παράγοντες της απονομής δικαιοσύνης, αλλά ούτε καν δέχθηκε οποιαδήποτε από τις παρατηρήσεις της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων στο σχέδιό της. Ο υπουργός δικαιοσύνης έχει προχωρήσει σε σειρά μειζόνων μεταρρυθμίσεων χωρίς διαβούλευση και αγνοώντας επιδεικτικά τους εκπροσώπους του κλάδου μας.
Από την άλλη πλευρά και ο Δικηγορικός Σύλλογος της Αθήνας, παρότι ανέδειξε το ζήτημα του ανορθολογισμού του νέου δικαστικού χάρτη, δεν ανέπτυξε επαρκή δραστηριότητα για την αποτροπή ψήφισης του νομοσχεδίου. Η διεξαγωγή του δημοψιφήμαστος ήταν ορθή επιλογή, ωστόσο μόνον συμβολικά μπόρεσε να δώσει την απάντηση του δικηγορικού σώματος στον Υπουργού. Από πλευράς μας είχαμε επισημάνει από αρκετούς μήνες πριν την ανάγκη το ζήτημα του δικαστικού χάρτη να ανοίξει στους συναδέλφους, να γνωστοποιηθούν οι τότε προθέσεις του υπουργείου, να δημιουργηθεί από νωρίς μία σημαντική κατακραυγή. Ωστόσο η ηγεσία του ΔΣΑ επέλεξε για λόγους τακτικισμού, επειδή τότε διαπραγματευόταν τη «μεταφορά δικαστικής ύλης στους δικηγόρους», να μην κινητοποιήσει το σώμα, αλλά να μείνει μόνο στις διαβουλεύσεις του προέδρου με τον Υπουργό. Η τακτική αυτή απέτυχε παταγωδώς, όπως είναι πλέον προφανές. Ο ελάχιστος χρόνος τον οποίο η κυβέρνηση επιφύλαξε για διαβούλευση ήταν η παγίδα στην οποία έπεσε η ηγεσία του ΔΣΑ. Στις δύο εβδομάδες που δόθηκαν θα ήταν αδύνατον να υπάρξει μαζική κινητοποίηση δικηγόρων ή και οποιοδήποτε άλλο περιθώριο αποτροπής της ψήφισης του νομοσχεδίου.
Πέραν αυτών, ωστόσο, το μείζον πρόβλημα της πλειοψηφίας των συμβούλων στο δ.σ. του ΔΣΑ είναι ότι ακόμη και για αυτό το θέμα, του δικαστικού χάρτη, αρνείται πεισματικά να διεξαχθεί Γενική Συνέλευση των συναδέλφων. Αρνείται να δώσει στο σώμα μας τη δύναμη που αυτό έχει να προκαλέσει το μέγιστο αποτέλεσμα και πολιτική πίεση.
Σύντομα, δε, λόγω των προβλημάτων που θα δημιουργηθούν από το Σεπτέμβριο, με σοβαρούς κινδύνους ερημοδικασιών, θα εξαναγκαστούμε εκ των πραγμάτων οι ίδιοι οι δικηγόροι κι ο Σύλλογός μας να λύσουμε τα προβλήματα που το Υπουργείο δημιουργεί, με μπαλώματα και εκ των ενόντων. Το κόστος αυτής της διαδικασίας θα είναι φυσικά όπως συνήθως η ταλαιπωρία των χιλιάδων συνάδελφων μας.
Από πλευράς Εναλλακτικής Παρέμβασης επιμένουμε ότι είναι απολύτως αναγκαίο να διεξαχθεί Γενική Συνέλευση των δικηγόρων της Αθήνας. Υπάρχουν πολλά και μεγάλα ζητήματα και πέραν του δικαστικού χάρτη, όπως είναι η εφαρμογή των νέου ποινικού κώδικα, και η επικείμενη τροποποίηση του Κώδικα δικηγόρων.
Πρέπει επιτέλους να δωθεί φωνή στο σώμα και μέσα από την δημοκρατική διαδικασία της Γενικής Συνέλευσης να χαρακτεί μία συνεκτική στρατηγική για τις διεκδικήσεις του σώματος.
Οι σύμβουλοι: Ευγενία Κουνιάκη, Γιώργος Βλάχος