Ανακοίνωση της Εναλλακτικής Παρέμβασης για το “Νέο Δικαστικό Χάρτη” (ΕΠΔΑ, 22/4/2024)
Το νομοσχέδιο για την αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη (ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων) για όλη τη χώρα που παρουσίασε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, και πρόκειται να ψηφιστεί τη Μ.Τρίτη, παρουσιάζεται ως εκσυγχρονισμός και λύση στο πρόβλημα της ταχύτητας έκδοσης αποφάσεων. Ωστόσο το πνεύμα του είναι άσχετο με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και φυσικά είναι εντελώς αμφίβολο κατά πόσο θα συμβάλλει στην ταχύτητα ολοκλήρωσης των υποθέσεων. Κυρίως όμως είναι ένα ακόμη νομοσχέδιο με μεγαλεπήβολο τίτλο αλλά χωρίς καμία υποδομή να μπορεί να στηρίξει την εφαρμογή του.
Η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με την κατάργηση του θεσμού των Ειρηνοδικείων είναι μία εξέλιξη αμφιλεγόμενης αξίας και σίγουρα δεν εξυπηρετεί την ορθή και χρήσιμη λογική της αποκέντρωσης στην απονομή δικαιοσύνης, της προσβασιμότητας των κατοίκων της περιφέρειας στο φυσικό δικαστή και την εγγύτητα των δικαστικών λειτουργών στην καθημερινή ζωή των πολιτών. Η συγχώνευση δε των Πρωτοδικείων τείνει στη δημιουργία υπερσυγκεντρωμένων δικαστηρίων, στα οποία θα εμφανιστούν δίχως άλλο τα γνωστά προβλήματα καθυστερήσεων.
Στην Αττική ειδικότερα, η κατάργηση των Ειρηνοδικείων και η διάσπαση του Πρωτοδικείου Αθήνας, και δευτερευόντως Πειραιά, σε «περιφερειακά» Πρωτοδικεία, (συνολικά , θα πετύχει τον ακριβώς αντίθετο από τον επιδιωκόμενο σκοπό, αφού θα δημιουργηθούν 8 από 2 Δικαστήρια με αρμοδιότητα Πρωτοδικείου. Έτσι για τους δικηγόρους, θα πολλαπλασιαστεί το υπάρχον πρόβλημα μετακίνησης και εκπροσώπησης, με τρόπο πού ούτε η πρόταση «Κοντονή» για τριχοτόμηση του Πρωτοδικείου Αθήνας δεν επιχειρούσε. Και αυτό διότι δεν προβλέπεται ενοποίηση ή ψηφιοποίηση της Γραμματειακής υποστήριξης (καταθέσεις, προτάσεις, προσθήκες κ.ο.κ.) και κεντρικός τρόπος προσδιορισμού δικασίμων, ούτε υπάρχουν και οι απαραίτητες υποδομές. Δηλαδή οι δικηγόροι που δραστηριοποιούνται στην Αττική, θα αναγκάζονται να μετακινούνται πολλαπλάσιες φορές στα περιφερειακά Πρωτοδικεία της Αττικής απ’ ότι σήμερα στα Ειρηνοδικεία, αφού, λόγω της αύξησης της καθ’ ύλη αρμοδιότητάς τους, θα συγκεντρώνουν πολύ περισσότερες υποθέσεις.
Όπως σωστά επισημαίνει η Ολομέλεια στην ανακοίνωσή της, «είναι προφανές ότι, υπό τους όρους που προωθείται η αναδιάταξη του δικαστικού χάρτη της χώρας, τη μόνη ανάγκη που ικανοποιεί είναι η συμμόρφωση της χώρας στις επιταγές του Ταμείου Ανάκαμψης για την εκταμίευση των σχετικών πόρων- οι οποίοι σημειωτέον δεν θα κατευθυνθούν στις ανάγκες κάλυψης των ελλείψεων υλικοτεχνικής υποδομής της ελληνικής Δικαιοσύνης.».
Μία ορθολογική, μακροπρόθεσμη και δημοκρατική αναμόρφωση του δικαστικού χάρτη θα προϋπέθετε διάλογο και ανταλλαγή απόψεων αρκετών μηνών, με τη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων (δικαστών, υπαλλήλων, δικηγόρων). Αντίθετα, και σε αυτό το ζήτημα η κυβέρνηση αποφάσισε και διέταξε. Όχι μόνο δεν άνοιξε διάλογο με τους παράγοντες της απονομής δικαιοσύνης, αλλά ούτε καν δέχθηκε οποιαδήποτε από τις παρατηρήσεις της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων στο σχέδιό της.
Για όλους αυτούς τους λόγους, οι δικηγόροι έστω και τώρα, οφείλουμε να απορρίψουμε μαζικά το νομοσχέδιο αυτό και να εκφράσουμε με κάθε δυνατό τρόπο τη διαμαρτυρία και την αντίθεσή μας.
Η διεξαγωγή δημοψηφίσματος στον ΔΣΑ μπορεί να δώσει ένα ορατό συμβολικό τόνο της αντίθεσης αυτής και πρέπει να συμμετέχουμε.
Ωστόσο για ακόμη μία φορά η πλειοψηφία του δ.σ. αρνείται να θέσει τα ζητήματα αυτά σε Γενική Συνέλευση του ΔΣΑ, όπως εδώ και μήνες απαιτούσαμε. Αρνείται να δώσει στο σώμα μας τη δύναμη που αυτό έχει να προκαλέσει το μέγιστο αποτέλεσμα και πολιτική πίεση.
Επίσης, η απόφαση της πλειοψηφίας του δ.σ. να μην ακολουθήσουμε την πρόταση της Ολομέλειας για επταήμερη καθολική αποχή αλλά να εμείνουμε σε συμβολικές κινητοποιήσεις, είναι ένα μέτρο που δεν προκαλεί καμία πίεση στο Υπουργείο να αποσύρει ή να επαναδιαπραγματευτεί το νομοσχέδιο αυτό.
Σε κάθε περίπτωση, καλούμε σε όλες τις κινητοποιήσεις που πρόκειται να πραγματοποιηθούν το επόμενο διάστημα:
Στην ψήφο καταδίκης του νομοσχεδίου στο δημοψήφισμα του ΔΣΑ
Στην αποχή από τις πολιτικές δίκες τη Δευτέρα 22.4.2024 και Πέμπτη 25.4.2024.
Στην καθολική αποχή της Τετάρτης 24.2.2024 και τη συμμετοχή μας στις απεργιακές κινητοποιήσεις των δικαστικών υπαλλήλων την ίδια ημέρα.
Στην καθολική αποχή την ημέρα ψήφισης του νομοσχεδίου Μ.Τρίτη 30.4.2024.