Μπορεί η ΑΔΑΕ να ζητήσει στοιχεία από τις εταιρείες τηλεφωνίας για το αν παρακολουθούνται άλλα πολιτικά πρόσωπα;
(Τοποθέτηση Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων, 2/9/2022)
Το ερώτημα τέθηκε επίσημα μετά και την προχτεσινή συνάντηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα με τον επικεφαλής της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστο Ράμμο.
Είναι γνωστό πως η κυβέρνηση, με σκανδαλώδη τροπολογία του Μαρτίου 2021 (άρθρο 87 του ν. 4790/2021 που τροποποίησε την παρ. 9 του άρθρου 5 του ν. 2225/1994), στέρησε ολοκληρωτικά από την ΑΔΑΕ τη δυνατότητα να ενημερώνει τους πολίτες για παρακολούθηση που πραγματοποιήθηκε σε βάρος τους, αν αυτή έλαβε χώρα με εισαγγελική διάταξη για λόγους εθνικής ασφάλειας. Πρόκειται για άλλη μια απόδειξη του οργανωμένου χαρακτήρα των υποκλοπών σε βάρος δημοσιογράφων (όπως ο Θ. Κουκάκης) και πολιτικών αντιπάλων (όπως ο Ν. Ανδρουλάκης).
Ωστόσο, η τροπολογία αυτή δεν σημαίνει ότι η ΑΔΑΕ στερήθηκε του ελεγκτικού της ρόλου και των αρμοδιοτήτων που ο νόμος της παρέχει.
Σύμφωνα με τον Νόμο 3115/2003 (ΦΕΚ 47/Α/2722003) με τον οποίο ιδρύθηκε κατά την παράγραφο 2 του άρθρου 19 του Συντάγματος, η ΑΔΑΕ είναι ανεξάρτητη αρχή, που απολαμβάνει διοικητικής αυτοτέλειας και υπόκειται σε κοινοβουλευτικό έλεγχο.
Η Αρχή μπορεί να διενεργήσει, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από καταγγελία, τακτικούς και έκτακτους ελέγχους, σε εγκαταστάσεις, τεχνικό εξοπλισμό, αρχεία, τράπεζες δεδομένων και έγγραφα της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΕΥΠ), άλλων δημόσιων υπηρεσιών, οργανισμών, επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, καθώς και ιδιωτικών επιχειρήσεων που ασχολούνται με ταχυδρομικές, τηλεπικοινωνιακές ή άλλες υπηρεσίες σχετικές με την ανταπόκριση και την επικοινωνία (ά. 6 παρ. 1 περ. α ν. 3115/2003), να λάβει πληροφορίες σχετικές με την αποστολή της (ά. 6 παρ. 1 περ. β ν. 3115/2003), ενώ μπορεί να προβεί και σε κατασχέσεις (ά. 6 παρ. 1 περ. δ ν. 3115/2003).
Είναι ενδεικτικό ότι, κατά τον διεξαγόμενο έλεγχο, η Αρχή διαθέτει στο οπλοστάσιό της την εξουσία και τις αρμοδιότητες της Επιτροπής Ανταγωνισμού κατά τον νόμο 703/1977 (ΦΕΚ Α΄278/26.9.1977, Περί ελέγχου μονοπωλίων και ολιγοπωλίων και προστασίας του ελευθέρου ανταγωνισμού), όπως ρητά αναφέρεται στο ά. 6 παρ. 2 του ν. 3115/2003.
Όσον αφορά τις άρσεις του τηλεφωνικού απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας και διακρίβωσης σοβαρών εγκλημάτων (άρθ. 3, 4 και 5 του Ν. 2225/ 1994), η Αρχή ελέγχει την τήρηση των όρων και της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, χωρίς όμως να δύναται να εξετάσει την κρίση των αρμόδιων δικαστικών αρχών (ά. 6 παρ. 1 περ. στ ν. 3115/2003).
Η μη έκφραση κρίσης επί των εκδιδόμενων εισαγγελικών διατάξεων και βουλευμάτων τηρεί την διάκριση των εξουσιών, ουδόλως όμως στερεί από την ΑΔΑΕ τον ελεγκτικό της ρόλο απέναντι τόσο στις αρχές που ζητούν τις άρσεις (ΕΥΠ, ΔΙΔΑΠ, ΔΑΕΕΒ, κλπ) όσο και στους παρόχους.
Σύμφωνα με τον Νόμο 3674/2008 (ΦΕΚ 136/Α/10-7-2008, “Ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου διασφάλισης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας και άλλες διατάξεις”), η ΑΔΑΕ προβαίνει σε τακτικούς και έκτακτους ελέγχους της υποδομής των συστημάτων υλικού και λογισμικού και γενικώς των μέσων που τελούν υπό την εποπτεία του παρόχου, προκειμένου να διαπιστωθεί η τήρηση των διατάξεων του νόμου και της κείμενης νομοθεσίας για την προστασία του απορρήτου της επικοινωνίας (άρθρο 6 του Ν. 3674/2008).
Δυνάμει του ως άνω νόμου, η ΑΔΑΕ εξέδωσε κανονιστική πράξη με Αριθμ. Απόφασης 205/2013 (“Κανονισμός για την Ασφάλεια και την Ακεραιότητα Δικτύων και Υπηρεσιών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών”) όπου καθορίζονται αναλυτικά οι υποχρεώσεις των παρόχων και οι έλεγχοι που αυτοί υφίστανται από την Αρχή.
Έχοντας υπόψιν όλο αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι θετική: η ΑΔΑΕ δύναται να προβεί αυτεπαγγέλτως σε έλεγχο στους ιδιώτες παρόχους και να λάβει κάθε πληροφορία που της είναι απαραίτητη για να επιτελέσει το κατά νόμο έργο της που είναι η προστασία του απορρήτου των επικοινωνιών.
Δεν χρειάζεται εξάλλου καμία άλλη ερμηνεία, καθώς εκ των πραγμάτων γνωρίζουμε ότι η ΑΔΑΕ έχει ασκήσει τον ελεγκτικό της ρόλο κατά τα εδώ υποστηριζόμενα μετά την καταγγελία του Νίκου Ανδρουλάκη.
Έτσι, με την Aπόφαση υπ’αριθμ. 312/2022 (03/08/2022) “Σύσταση ομάδας ελέγχου για την διενέργεια ελέγχου στην εταιρεία … κατόπιν της υπ’αρ. πρωτ. ΑΔΑΕ 2045/29.07.2022 καταγγελίας του Νικολάου Ανδρουλάκη Πρόεδρου του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ”, η Ολομέλεια της ΑΔΑΕ συνέστησε Ομάδα Ελέγχου στην οποία παραγγέλθηκε “να πραγματοποιήσει το ταχύτερο δυνατό όλους τους απαραίτητους ελέγχους για την διαλεύκανση της υποθέσεως”.
Ήταν ακριβώς στα πλαίσια αυτού του ελέγχου στην εταιρεία WIND (βλ. Γιάννης Σουλιώτης, Καθημερινή, 6/8/2022), που η Ομάδα Ελέγχου της ΑΔΑΕ πληροφορήθηκε την “νόμιμη επισύνδεση” του κινητού τηλεφώνου του Ν. Ανδρουλάκη από την ΕΥΠ κατά τη χρονική περίοδο Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 2021. [Για τη γνώση των εταιρειών αναφορικά με τις “νόμιμες επισυνδέσεις”, βλ. Θ. Καμπαγιάννης, Οι ολιγάρχες γνωρίζουν… κύριε Γεραπετρίτη, 30/8/2022].
Το γεγονός δημοσιοποίησε και η ΑΔΑΕ με το από 9/8/2022 δελτίο τύπου στο οποίο αναφέρει ότι “ο έλεγχος που αφορά την καταγγελία του Προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κ. Νίκου Ανδρουλάκη έχει ήδη αποφέρει τα πρώτα ευρήματα”.
Συνεπώς δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για τη δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ελέγξει τους ιδιώτες παρόχους και να λάβει όλα τα στοιχεία που θα αναζητήσει. Τυχόν διαφοροποίηση της στάσης τόσο της ΑΔΑΕ όσο και του ελεγχόμενου πάροχου θα συνιστά ανεξήγητη παραβίαση του νομοθετικού πλαισίου και της ακολουθηθείσας νόμιμης ελεγκτικής πρακτικής στην περίπτωση Ανδρουλάκη.
Είναι αυτονόητο ότι, με δεδομένο τον κρίσιμο πολιτειακά έλεγχο που ζητά η αξιωματική αντιπολίτευση (παρακολούθηση κοινοβουλευτικών πολιτικών προσώπων μέσω “νόμιμης επισύνδεσης” για λόγους εθνικής ασφάλειας), τυχόν άρνηση των ιδιωτών παρόχων να παράσχουν τις αιτούμενες πληροφορίες, πολλώ δε μάλλον τυχόν καταστροφή στοιχείων, θα θεμελίωνε σοβαρότατες κακουργηματικές κατηγορίες που θα βάρυναν τις εταιρικές διοικήσεις.
Το μόνο ερώτημα που απομένει να απαντηθεί είναι: ποιόν θα όφειλε να ενημερώσει η ΑΔΑΕ μετά τη λήψη των στοιχείων για την παρακολούθηση ή μη άλλων κοινοβουλευτικών πολιτικών προσώπων. με δεδομένη την απαγόρευση που εισάγει η τροπολογία του ά. 87; Η απάντηση είναι προφανής: την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, στον έλεγχο της οποίας υπόκειται.
Η διενέργεια αυτού του ελέγχου και η προσκόμιση των στοιχείων αυτών στη Βουλή δεν θα είναι το τέλος του σκανδάλου των υποκλοπών, καθώς δεν απαντά στην ανασφάλεια του κάθε πολίτη (και όχι μόνο των βουλευτών) για το απόρρητο των επικοινωνιών, ούτε υποκαθιστά την ανάγκη αλλαγής του νομοθετικού πλαισίου. Θα είναι όμως ένα πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της διαφάνειας και της λογοδοσίας, που η ΑΔΑΕ πρέπει να τολμήσει.