Τοποθέτηση συμβούλου Θ. Καμπαγιάννη στην από 19/7/2022 συνεδρίαση του ΔΣ του ΔΣΑ
[Στη συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου του ΔΣΑ της 19/7/2022, τέθηκε προς συζήτηση προσχέδιο ψηφίσματος του Συλλόγου από αφορμή την πρόσφατη πολύκροτη δίκη για βιασμούς ανηλίκων στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών. Η ανακοίνωση υπερψηφίστηκε από τον Πρόεδρο του ΔΣΑ Δ. Βερβεσό και 16 συμβούλους. Καταψηφίστηκε από τους συμβούλους της Εναλλακτικής Παρέμβασης Θανάση Καμπαγιάννη και Δημήτρη Σαραφιανό, καθώς και από τον Αντιπρόεδρο του ΔΣΑ Ανδρέα Κουτσόλαμπρο και τους συμβούλους Αντώνη Αντανασιώτη και Δημήτρη Λυρίτση. Ακολουθεί η έγγραφη αποτύπωση της τοποθέτησης του ενός εκ των συμβούλων της Εναλλακτικής Παρέμβασης Θανάση Καμπαγιάννη.]
Κύριε Πρόεδρε, ακούγοντας την εισήγηση, θα πίστευα ότι ζούμε σε διαφορετικές περιστάσεις και έχουμε διαφορετική κατανόηση της πραγματικότητας… Το βασικό διακύβευμα του εισηγητικού κειμένου είναι ότι ο “εχθρός λαός”, οι “αβράκωτοι” έχουν αποκτήσει άποψη επί των ζητημάτων, για τα οποία μόνο οι Δικαστές και εμείς οι δικηγόροι μπορούμε να εκφέρουμε άποψη. Κι αυτή είναι μια λάθος άποψη. Είναι μια αντιδημοκρατική άποψη, η οποία έρχεται σε σύγκρουση με το λειτούργημα και το επάγγελμά μας, το οποίο είναι ένα δημοκρατικό και φιλελεύθερο λειτούργημα και επάγγελμα. Δεν είναι δυνατόν να τίθεται η περιγραφή του διακυβεύματος της παρούσας συζήτησης ως μια συζήτηση, όπου ο λαός εκφράζει την άποψή του για τις Δικαστικές αποφάσεις κι εμείς θα πρέπει μαζί με τους Δικαστές, αφού έχει κάνει το primo η κυρία Στενιώτη, να κάνει το secondo ο κύριος Βερβεσός, και να βγούμε να πούμε: «ύπαγε οπίσω μου σατανά», λαέ, που έχεις και άποψη για τα νομικά ζητήματα, και γι’ αυτό το λόγο θα πρέπει να βγάλουμε αυτήν τη συγκεκριμένη απόφαση. Από αυτήν την άποψη, προφανέστατα και δεν με βρίσκει σύμφωνο το παρόν κείμενο, γιατί περιγράφει λάθος το διακύβευμα της παρούσας συζήτησης.
Η παρούσα συζήτηση αυτή τη στιγμή δεν έχει να κάνει με το τεκμήριο της αθωότητας ούτε με το αν δικάζει το κοινό περί δικαίου αίσθημα: κανένας δεν πιστεύει ότι δικάζει το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ούτε αμφισβητείται ούτε είναι δυνατόν να υποκλαπεί με οποιονδήποτε τρόπο η δικαιοδοτική κρίση των Δικαστηρίων, ούτε οι αποφάσεις βγαίνουν με την αρχή της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, ούτε τα ατομικά δικαιώματα τίθενται υπό την αίρεση της οποιασδήποτε πλειοψηφίας. Κι αυτό φυσικά γιατί ο κατηγορούμενος είναι δυνατόν να ανήκει σε μια μειοψηφία, πέραν του τεκμηρίου της αθωότητάς του που είναι δεδομένο. Είναι δυνατόν να είναι ετερόδοξος. Είναι δυνατόν να είναι αλλοεθνής. Είναι δυνατόν να είναι αλλόθρησκος. Είναι δυνατόν να είναι αντικαθεστωτικός και γι’ αυτό το λόγο δεν είναι δυνατόν η τύχη του να κριθεί από την πλειοψηφία. Αυτές τις μέρες κάνει απεργία πείνας ένας αναρχικός κρατούμενος, ο Γιάννης Μιχαηλίδης, και αντιμετωπίζει αυτού του τύπου την εκδικητική αντιμετώπιση από την πλευρά της δικαστικής εξουσίας. Δεν τον αφήνουν ελεύθερο, παρότι έχει εκτίσει όλον το χρόνο, προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμα της υφ’ όρον απόλυσης, κι αυτό και μόνο θα έπρεπε να είναι αντικείμενο λήψης απόφασης του Συμβουλίου μας, αυτό και μόνο αποδεικνύει για ποιο λόγο δεν είναι δυνατόν να γίνονται και να λαμβάνονται οι αποφάσεις με γενικότητες περί πλειοψηφίας, μειοψηφίας ή κοινού περί δικαίου αισθήματος.
Το ζήτημα, το οποίο τίθεται αυτήν τη στιγμή, είναι ζήτημα ισονομίας. Αυτό είναι το αντικείμενο της συζήτησης που διεξάγεται. Το ζήτημα, το οποίο θέτει ο κόσμος, ο οποίος παρακολουθεί έκπληκτος αυτά τα οποία συμβαίνουν, είναι αν ο νόμος ισχύει με τον ίδιο τρόπο για όλους. Ανεξάρτητα αν είσαι πλούσιος ή φτωχός. Ανεξάρτητα αν είσαι επώνυμος ή αν είσαι ανώνυμος. Ανεξάρτητα αν δεν έχεις στον ήλιο μοίρα ή αν είσαι φίλος των γόνων που κυβερνούν αυτόν εδώ τον τόπο. Αυτό είναι το ζήτημα, το οποίο θέτει ο κόσμος κι αυτό είναι η δοκιμασία που αντιμετωπίζει η δικαιοσύνη, να καταφέρνει να πείσει όλην την κοινωνία ότι τους κρίνει όλους ισόνομα. Τους κρίνει όλους ανεξάρτητα από το που βρίσκονται, με τα ίδια μέτρα και τα ίδια σταθμά. Και όχι με διαφορετικά μέτρα και διαφορετικά σταθμά. Και δόξα τω θεώ στα δικαστήρια είμαστε κάθε μέρα και βλέπουμε πώς πέφτουν τα χρόνια κάθειρξης σαν τα μαρουλόφυλλα. Το πώς στερούνται το δικαίωμα όχι μόνο της υφ’ όρον απόλυσης αλλά και της αναστολής στην ποινή και της αναστέλλουσας ισχύος στην έφεση και όλα αυτά τα πράγματα, τα οποία παρακολουθούμε στα Ποινικά ακροατήρια.
Άρα, αυτό είναι το ζήτημα το οποίο τίθεται, και γι’ αυτό θα πρέπει από τη δική μας την πλευρά να έχουμε μια δημοκρατική και φιλελεύθερη τοποθέτηση, όχι μια τοποθέτηση, η οποία να ευθυγραμμίζεται με αυτό το οποίο θέλει αυτήν τη στιγμή η πλειοψηφία της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, παρότι δεν έχει καμία δημοκρατική νομιμοποίηση γιατί η δικαστική εξουσία εκ της συγκρότησής της δεν έχει καμία δημοκρατική νομιμοποίηση. Είναι ο μοναδικός κλάδος της εξουσίας, ο οποίος δεν έχει καμία δημοκρατική νομιμοποίηση, παρά μόνο την επιλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης που και αυτή τίθεται σε αμφισβήτηση ότι επηρεάζει την ανεξαρτησία της. Και παρότι, λοιπόν, εκ της συγκρότησής της, το συγκεκριμένο σκέλος της κρατικής εξουσίας δεν έχει καμία δημοκρατική νομιμοποίηση, κάνει αυτήν τη στιγμή μια επίθεση, η οποία δεν έμεινε μόνο στο δελτίο τύπου από τις 14/07 αλλά κλιμακώθηκε σ’ ένα κείμενο, το οποίο είναι απαράδεκτο. Το κείμενο της 16/07/2022 της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων είναι απαράδεκτο πολιτικό κείμενο, το οποίο επιτίθεται σε οποιονδήποτε ασκεί κριτική στις αποφάσεις της δικαστικής εξουσίας, επιτίθεται στα κόμματα της Αντιπολίτευσης. Πρωτοφανές, να επιτίθεται στα κόμματα της Αντιπολίτευσης η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων και φυσικά θέλει να πετύχει τη θωράκισή της από την οποιανδήποτε κριτική.
Και γι’ αυτό το λόγο η δική μας τοποθέτηση θα πρέπει να ξεκινάει όχι μόνο από το ότι υπάρχει το κοινό περί δικαίου αίσθημα αλλά είναι υποχρέωση της δικαστικής εξουσίας, όχι σε μια υπόθεση – τη μια υπόθεση δεν τη δικάζει το κοινό περί δικαίου αίσθημα – αλλά οι δικαστικές αποφάσεις που λαμβάνει η δικαιοσύνη να συγκλίνουν εν τέλει με το αίσθημα δικαιοσύνης των πολιτών. Κι αυτό δεν το λέω εγώ, είναι ο τρόπος που ο ίδιος ο Τσάτσος στα βιβλία, τα οποία μάθαμε πηγαίνοντας στις Νομικές Σχολές για το Συνταγματικό δίκαιο, προσπαθεί να λύσει αυτόν το γρίφο, το γεγονός ότι η Δικαστική εξουσία δεν έχει δημοκρατική νομιμοποίηση, λέγοντας ότι: “αυτό καθιστά το πρόβλημα της νομιμοποίησης της δικαστικής λειτουργίας ακόμα πιο σημαντικό. Η αναζήτηση αυτής της νομιμοποίησης δεν μπορεί να κινηθεί παρά προς την κατεύθυνση της αποδοχής της πολιτειακής ανάγκης, οι δικαστικές αποφάσεις να επικοινωνούν με την περί δικαίου συνείδηση της κοινωνίας”. Κι αυτό δεν το λέω εγώ, το λέει ο Τσάτσος στο Συνταγματικό Δίκαιο, που όλοι διδαχτήκαμε. Κι άρα λοιπόν αυτό, το οποίο, πρέπει να κάνει ο Δικηγορικός Σύλλογος είναι να προασπίσει, ότι προφανέστατα ο κόσμος, οι πολίτες, έχουν το δικαίωμα να κρίνουν τις αποφάσεις, κάτι το οποίο δεν το δέχεται καν η Ένωση Δικαστών. Δεν αναφέρεται καν στο δικαίωμα των πολιτών να κρίνουν τις δικαστικές αποφάσεις.
Και όχι όπως το λέει το εισηγητικό κείμενο “με αμιγώς νομικά κριτήρια”. Τι θα πει αυτό; Όχι, φυσικά! Όχι, οι πολίτες είναι δυνατόν να κρίνουν μια δικαστική απόφαση ως πολίτες, όχι ως ειδικοί Νομικοί, που δεν είναι. Και αυτό είναι κάτι, το οποίο θα πρέπει από τη δική μας την πλευρά να το υπερασπιστούμε, την ίδια στιγμή που θα πούμε, ότι δεν είναι το κοινό περί δικαίου αίσθημα, το οποίο δικάζει. Δικάζει η συγκεκριμένη υπόθεση. Δικάζει η δικογραφία, δικάζει η αποδεικτική διαδικασία. Αλλά θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπερασπιστούμε και το δικαίωμα του κόσμου να κρίνει τις δικαστικές αποφάσεις και τον τρόπο με τον οποίο αυτό έχει θεσμοθετηθεί, με την παρουσία των Λαϊκών Δικαστών στα ένορκα δικαστήρια και ούτω καθεξής. Άρα, αυτό, είναι το πρώτο, το οποίο, θα πρέπει να κάνουμε.
Το δεύτερο, το οποίο, θα πρέπει να κάνουμε και το οποίο απουσιάζει πλήρως από το συγκεκριμένο κείμενο είναι να ασκήσουμε κριτική στη σκανδαλώδη ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία είναι μια απόφαση και αναφέρομαι στην απόφαση της 16/07, γιατί αυτό δείχνει και την εμπάθεια και την εμμονή της συγκεκριμένης πλειοψηφίας της Ένωσης Δικαστών, που δεν έμεινε στο κείμενο της 14/07, αλλά εξέδωσε καινούργιο δελτίο τύπου, το οποίο είναι αντίθετο στο νόμο, είναι ενάντια στη νομολογία και είναι ενάντια στη συνδικαλιστική πρακτική. Είναι ενάντια στο νόμο γιατί, αντί να πει το προφανές, ότι υπάρχουν κι άλλοι βαθμοί δικαιοδοτικής λειτουργίας, ταμπουρώνεται και κάνει επιλογή ανάμεσα στη δικαστική σύνθεση, μιλώντας αποκλειστικά για την Πρόεδρο, λες και δεν υπάρχει και τακτικός Δικαστής, ο οποίος ψήφισε διαφορετικά στην υπόθεση Λιγνάδη. Και με αυτόν τον τρόπο θέτει προσκόμματα στους υπόλοιπους βαθμούς της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Είναι μια απόφαση ενάντια στη νομολογία μας, γιατί στη νομολογία μας υπάρχει «το κοινό περί δικαίου αίσθημα», όχι με τρόπο ότι το κοινό περί δικαίου αίσθημα δικάζει τις υποθέσεις αλλά με τρόπους αναζήτησης της δημοκρατικής νομιμοποίησης και της ισονομίας των πολιτών ενώπιον της Δικαιοσύνης. Και φυσικά είναι ενάντια σε οποιαδήποτε συνδικαλιστική πρακτική γιατί δεν ξανάγινε Ένωση Δικαστών να στρέφεται ενάντια στα κόμματα της Αντιπολίτευσης και τους πολίτες, οι οποίοι ασκούνε κριτική, και αναζητάει μάλιστα και πολιτικές τοποθετήσεις, γινόμενη η Ένωση η συγκεκριμένη «παραμάγαζο», ως Κομματική Τοπική της Νέας Δημοκρατίας ή εκείνου του κομματιού του ΠΑΣΟΚ, εν πάση περιπτώσει που θα πάει στη Νέα Δημοκρατία, επιτέλους ας το κάνει, να μας αδειάσει τη γωνιά.
Στα πλαίσια αυτής της συζήτησης υπάρχουν και άλλα εξοργιστικά, τα οποία, ακούγονται… για παράδειγμα η αναφορά στα Λαϊκά Δικαστήρια, η οποία, είναι εξοργιστική, γιατί Λαϊκά Δικαστήρια σε αυτόν εδώ τον τόπο, υπήρξαν μονάχα σε μια συγκυρία. Υπήρξαν στη συγκυρία της δεκαετίας του ’40, όταν η χώρα βρέθηκε υπό Ναζιστική κατοχή. Όταν ένα κομμάτι της χώρας απελευθερώθηκε από την Εθνική Αντίσταση και σε εκείνη τη συγκυρία υπήρξαν Λαϊκά Δικαστήρια. Αλήθεια, αυτοί οι οποίοι στρέφονται ενάντια στα Λαϊκά Δικαστήρια στην Ελλάδα, με ποια Δικαστήρια ταυτίζονται εκείνη την περίοδο; Με τα Δικαστήρια, τα οποία, δικάζανε τους αγωνιστές, τα Γερμανικά Στρατοδικεία; Με τα Δικαστήρια των ΕΣ-ΕΣ, τα βασανιστήρια της οδού Μέρλιν; Με ποιον ήταν, αν δεν ήταν με τα Λαϊκά Δικαστήρια; Ή μήπως είναι μ’ εκείνο το κομμάτι της Αστικής τάξης της Ελλάδας που ήταν ρίψασπις, που αντί να μείνει να αντισταθεί έφυγε και πήγε στα μπουρδέλα του Καΐρου και της Αλεξάνδρειας; Αυτά είναι τα δικαστήρια, τα οποία θέλουμε να νομιμοποιήσουμε; Και όχι τα Λαϊκά Δικαστήρια της Ελεύθερης Ελλάδας, της Προσωρινής Επιτροπής της Εθνικής Απελευθέρωσης; Του κόσμου, ο οποίος απελευθέρωσε τη χώρα και έκτισε λαογέννητους θεσμούς, που αν έχουμε να τους κάνουμε αμφισβήτηση σήμερα είναι γιατί ήταν κομμάτι της κοινωνίας που τους γέννησε και είχε το συντηρητισμό της κοινωνίας που τους γέννησε, όχι πάντως επειδή δεν ήταν πρωτοποριακοί θεσμοί. Θα πρέπει να πλένουνε το στόμα τους αυτοί που μιλάνε για τα Λαϊκά Δικαστήρια, πριν μιλήσουν για τα Λαϊκά Δικαστήρια σε αυτήν εδώ τη χώρα.
Αντί λοιπόν να πούμε αυτά, [μας ζητούν] να βγάλουμε μια απόφαση, η οποία είναι παντελώς μονόμπαντη, απόφαση η οποία, στην πραγματικότητα, θα καταστήσει το Δικηγορικό Σώμα, τον Δικηγορικό Σύλλογο και τους θεσμικούς φορείς, ένα θλιβερό εξάρτημα της πλειοψηφίας της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων που κατέστησε τον εαυτό της Κομματική Τοπική της Νέας Δημοκρατίας. Συναδέλφισσες και Συνάδελφοι θα το βρείτε μπροστά σας, αν θα τη ψηφίσετε αυτήν εδώ την ανακοίνωση. Θα το βρείτε μπροστά σας. Θα το κάνετε, ψηφίστε την, τοποθετηθείτε με το συγκεκριμένο τρόπο, αλλά από τη δική μας την πλευρά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να νομιμοποιήσουμε μια τέτοιου τύπου ανακοίνωση. Υπήρξαν ανακοινώσεις αυτές τις μέρες, οι οποίες πραγματικά διέσωσαν την τιμή της δικαιοσύνης. Η τοποθέτηση του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, του Ηλία Κλάππα, ήταν μια τέτοιου τύπου τοποθέτηση, η οποία, ήταν σαφής.
Ούτε θα πούμε εμείς τώρα, ότι «το κοινό περί δικαίου αίσθημα» υπαγορεύει τη νομοθετική λειτουργία της Κυβέρνησης προκειμένου να πούμε και κάτι για την Κυβέρνηση. Από που κι ως που ο ποινικός λαϊκισμός του Τσιάρα έχει να κάνει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα; Πότε ζήτησε το κοινό περί δικαίου αίσθημα να υπάρξει ποινικοποίηση του Πλημμελήματος του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα και να μην μπορείς να έχεις αναστέλλουσα ισχύ στην έφεση για ένα Πλημμέλημα, τη στιγμή που πήρε την αναστέλλουσα ισχύ στην έφεση ο Λιγνάδης;
Συναδέλφισσες και Συνάδελφοι, εμείς με αυτούς – και το λέμε και το λέμε με χαρά – που δώσανε ρόλο κεντρικού εισηγητή στο κακό σπυρί του δικηγορικού σώματος για να μιλήσει δήθεν για τις Τηλεδίκες και για να κάνει – άκουσα την ομιλία – και υποδείξεις στα Πειθαρχικά Συμβούλια των Δικηγορικών Συλλόγων, είμαστε άλλος κόσμος. Είμαστε η μέρα με τη νύχτα. Είμαστε δύο διαφορετικοί κόσμοι. Και γι’ αυτό το λόγο πρόκειται να καταψηφίσουμε το συγκεκριμένο σχέδιο.
Διαβάστε ακόμα:
Για την από 19/7/2022 ανακοίνωση του ΔΣΑ (Δήλωση συμβούλων Εναλλακτικής Παρέμβασης)
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ ΜΑΣ (Ανακοίνωση της Εναλλακτικής Παρέμβασης, 19/7/2022)