Ελαφρυντικό Κορκονέα: Το κράτος προστατεύει το κράτος για ακόμα μια φορά (της Σοφίας Χανή)
Η αναγνώριση του ελαφρυντικού του πρότερου σύννομου βίου για τον Κορκονέα, οι δικαστικές μεθοδεύσεις που οδήγησαν σε αυτήν και η δέουσα αντίδραση σε αυτές.
Την Τρίτη 28 Ιουνίου 2022 ανακοινώθηκε η απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας που αναγνώρισε στον Επαμεινώνδα Κορκονέα, πρώην αστυνομικό και φυσικό αυτουργό της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου (η ενοχή του, με άμεσο δόλο και σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με ευθεία βολή κατά του θύματος, έχει καταστεί αμετάκλητη), το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου, με αποτέλεσμα την αποφυλάκιση του καθώς έχει εκτίσει την ποινή του, παραμένοντας 11 χρόνια συνολικά στη φυλακή, μιας και στην αρχική ποινή της κάθειρξης 13 ετών προσμετρήθηκε ευνοϊκά η εργασία του ως έγκλειστου μέσα στις φυλακές.
Δεν είναι η πρώτη φορά βέβαια που ο Κορκονέας βρίσκεται εκτός φυλακών μετά τη στυγερή δολοφονία του 15χρονου Αλεξάνδρου τον Δεκέμβριο του 2008, καθώς πριν 3 χρόνια, το καλοκαίρι του 2019, και πάλι το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο της Λαμίας που εκδίκαζε την υπόθεση σε δεύτερο βαθμό, αναγνώρισε το επίμαχο ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου “σπάζοντας” έτσι τα ισόβια που του είχαν επιβληθεί με βάση την πρωτόδικη απόφαση και χαρίζοντας στον κατηγορούμενο την ελευθερία του, αφού πρωτύτερα είχε αθωώσει τον συνεργό και συνάδελφο του Κορκονέα εκείνο το βράδυ της 6ης Δεκέμβρη, Βασίλη Σαραλιώτη, ο οποίος πρωτόδικα είχε κριθεί ένοχος και είχε αποφυλακιστεί ήδη με περιοριστικούς όρους από το 2011.
Η επίμαχη αυτή απόφαση του Εφετείου Λαμίας (που είχε καταλήξει σε αυτήν αξιοποιώντας ευνοϊκή ρύθμιση του νέου Ποινικού Κώδικα) από το 2019, εν τέλει στη συνέχεια ανατράπηκε από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, η οποία μετά από αναίρεση που ασκήθηκε υπέρ του νόμου από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου (έπειτα από αίτημα της πλευράς της υποστήριξης της κατηγορίας, δηλαδή της οικογένειας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου) στη βάση της ανεπαρκούς αιτιολογίας ως προς το ελαφρυντικό, εξέδωσε τον περασμένο Μάρτιο την απόφαση 2/2022 η οποία εν συντομία έκρινε ότι δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο από μόνο του για τη χορήγηση του ελαφρυντικού του σύννομου βίου, αλλά πρέπει να αξιολογείται γενικότερα η συμπεριφορά του κατηγορουμένου πριν τη διάπραξη του εγκλήματος, ενώ ακόμα θεώρησε ότι το δικαστήριο της έφεσης δεν συνεκτίμησε πέραν του ποινικού μητρώου πραγματικά περιστατικά σχετικά με την προσωπικότητα και τον πρότερο βίο του Κορκονέα που έδειχναν ασέβεια προς το νόμο και τον θεσμικό του ρόλο και που δεν δικαιολογούσαν την χορήγηση του ελαφρυντικού.
Η αναίρεση της απόφασης οδήγησε τον Κορκονέα εκ νέου στη φυλακή και την υπόθεση ως προς το σκέλος της ποινής και πάλι σε δίκη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας με νέα σύνθεση, αποτελούμενη από 3 τακτικούς δικαστές και 4 ενόρκους, μια δίκη που είχε ξεκινήσει στραβά από την αρχή, όταν ορίστηκε υπόπτως εσπευσμένα η πρώτη δικάσιμος στις 11 Μαΐου, συνοδεύομενη από μια απροκάλυπτη αντιδικονομική ενέργεια, δηλαδή τη μη κλήτευση της υποστήριξης της κατηγορίας (πρώην πολιτική αγωγή), όχι από κάποια λάθος ή παράλειψη, αλλά έπειτα από σαφή σχετική εντολή του Προϊστάμενου της Εισαγγελίας Εφετών Λαμίας κ. Μπαντουδάκη, σε μια εξώφθαλμη παραβίαση των σχετικών διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (όλως τυχαίως κάτι παρόμοιο είχε συμβεί στο δικαστήριο της έφεσης που έκρινε αθώο τον Σαραλιώτη). Μπορεί μετά από τη σφοδρή αντίδραση των δικηγόρων της υποστήριξης της κατηγορίας, Νίκου και Ζωής Κωνσταντοπούλου, οι οποίοι έμαθαν τελείως τυχαία τον ορισμό της δικασίμου, εν τέλει αυτή να αναβλήθηκε για τον Ιούνιο, ωστόσο η αντιδικονομική και μεροληπτική στάση του δικαστηρίου δεν σταμάτησε εκεί.
Οι δικηγόροι της οικογένειας του Αλέξανδρου μιλούν για προκλητική συμπεριφορά της έδρας, η οποία με κάθε τρόπο προσπαθούσε να απαξιώσει και βασικά να φιμώσει την πλευρά της οικογένειας Γρηγορόπουλου, σε μια άκρως αυταρχική επίδειξη δύναμης και κατά συρροή καταστρατήγηση όχι μόνο των διατάξεων του νόμου αλλά και των ίδιων των αρχών του κράτους δικαίου και της δίκαιης δίκης, μη δίνοντας το λόγο στους συνηγόρους της οικογένειας και εμποδίζοντας την κατάθεση αίτησης εξαίρεσης από αυτούς κατά της έδρας με βάση την απροκάλυπτα αντιδικονομική και μεροληπτική της στάση, και εν συνεχεία στερώντας τους το δικαίωμα της κατάθεσης αιτήματος εξέτασης των μαρτύρων και των αποδεικτικών στοιχείων που φανερώνουν γιατί ο Κορκονέας επουδενί δεν δικαιούταν το ελαφρυντικό του σύννομου βίου.
Μετά από σειρά δικονομικών παραβάσεων και μεθοδεύσεων των δικαστών, οι οποίοι δημιούργησαν ένα σκανδαλωδώς επιθετικό κλίμα απέναντι στην οικογένεια (η οποία ουσιαστικά βρέθηκε να δικάζεται αυτή) και αντιστοίχως ένα ευνοϊκό κλίμα για τον Κορκονέα και τους δικηγόρους υπεράσπισης του, και μετά από ανεπαρκή ενημέρωση των ενόρκων για το περιεχόμενο της αρχικής καταδικαστικής απόφασης, όπως και για την κατηγορία που δεν αναγνώστηκε και τα έγγραφα της ογκώδους δικογραφίας (η οποία χαρακτηριστικά είχε αφεθεί στην έδρα την ώρα της συνεδρίασης δικαστών και ενόρκων, ένα ακόμα ενδεικτικό στοιχείο που συνηγορεί στο ότι η απόφαση των ένορκων βασίστηκε κυρίως στην ενημέρωση τους από τους δικαστές), τελικά οι τακτικοί δικαστές ψήφισαν κατά της αναγνώρισης του ελαφρυντικού (όπως είχε προτείνει και ο εισαγγελέας) όλως τυχαίως αφού είχε ήδη εξασφαλιστεί η θετική ψήφος όλων των ένορκων, κάτι που πολύ βολικά δεν θα τους έφερνε στη θέση να ψηφίσουν ανοιχτά ενάντια στην αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου.
Η απόφαση αυτή είναι μια ακόμα θλιβερή απόδειξη της εγγενώς μεροληπτικής στάσης της ελληνικής δικαιοσύνης και της αστικής δικαιοσύνης εν γένει, που εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει τους νόμους (έστω αυτούς του αστικού κράτους) με α λα καρτ νοοτροπία, δουλεύοντας κυρίως υπέρ των συμφερόντων της άρχουσας τάξης και υπερασπίζοντας το ίδιο το κράτος (βαθύ και μη), και φυσικά και την ελληνική αστυνομία. Δεν είναι σύνηθες φαινόμενο να τιμωρούνται κρατικά όργανα και δη αυτά της επιβολής της τάξης, με την απόδοση ευθυνών σε αστυνομικούς για αυθαιρεσίες, κατάχρηση εξουσίας και ακόμα και δολοφονική βία, να μην είναι καθόλου βέβαιη, κάτι που βέβαια δεν είναι ίδιον μόνο της χώρας μας, καθώς και πέρσι με αφορμή την καταδίκη των αστυνομικών δολοφόνων του George Floyd στις ΗΠΑ (εκεί όπου η συστημική ρατσιστική αστυνομική βία ενάντια κυρίως σε μέλη της αφροαμερικανικής κοινότητας και γενικά μειονοτήτων, μετρά χωρίς υπερβολή εκατοντάδες θύματα), συζητούσαμε για το πώς το πλέον ελάχιστο και αυτονόητο, δηλαδή η απόδοση ευθυνών (γιατί η ουσιαστική απόδοση δικαιοσύνης είναι μια άλλη μεγάλη κουβέντα) στους δράστες για το έγκλημα τους σε κοινή θέα, μας φαινόταν σαν κάτι το καταπληκτικό αντί για αυτονόητο, αφού η ατιμωρησία είναι ο κανόνας.
Η καταδίκη του Κορκονέα λοιπόν δεν ήταν τελική αυτονόητη, και θα λέγαμε πως πιο πολύ αποτέλεσε προϊόν της εξέγερσης του Δεκέμβρη του 2008 πάρα της εύρυθμης λειτουργίας των θεσμών της δικαιοσύνης, και της έκρηξης της ελληνικής κοινωνίας και δη της νεολαίας ως απάντηση σε αυτή την κρατική δολοφονία που συντάραξε τα πρώτα χρόνια του νεοελληνικού 21ου αιώνα λίγο πριν το ξέσπασμα της κρίσης, διαμορφώνοντας συνειδήσεις και ριζοσπαστικοποιώντας αρκετό κόσμο, ειδικά νεαρό που για πρώτη φορά ίσως συνειδητοποίησε τη βαρβαρότητα της αστικής κρατικής βίας. Σε αυτό το σημείο, είναι σημαντικό να διευκρινιστεί ότι μπορεί τις τελευταίες μέρες οι αντιδράσεις για την απόφαση να τονίζουν πόσο εξοργιστικό είναι το ότι βρίσκεται ξανά ελεύθερος ο Κορκονέας, ωστόσο δεν πρέπει στην κριτική μας ως προς την απόφαση να υποπέσουμε στο σφάλμα του αιτήματος αυστηροποίησης των ποινών και δη της αύξησης των χρόνων κάθειρξης, καθώς γνωρίζουμε πολύ καλά ποιός συνήθως “πληρώνει” την αυστηροποίηση των ποινών ενός συστήματος δικαιοσύνης δύο ταχυτήτων και επίσης ενός συστήματος κράτησης βασικά τιμωρητικού. Ο χρόνος μετρά διαφορετικά στη φυλακή, και η παραμονή σε αυτήν για 11 έτη δεν είναι καθόλου αμελητέα, ενώ το πρόβλημα όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως δεν είναι οι μικρές ποινές αλλά ακριβώς η έλλειψη σωφρονιστικού χαρακτήρα του συστήματος.
Το βασικό πρόβλημα λοιπόν της απόφασης δεν είναι εν τέλει κυρίως το ότι απελευθερώνει τον Κορκονέα, όσο το προηγούμενο που δημιουργεί μεταχειριζόμενη αυτόν ευνοϊκά με την αιτιολογία του πρότερου σύννομου βίου, αγνοώντας τα πλείστα στοιχεία που συνηγορούν για το αντίθετο, στοιχεία άκρως αποκαλυπτικά της προσωπικότητας και της όλης ιδιοσυγκρασίας και νοοτροπίας του δράστη (μεταξύ των οποίων η κακή φήμη που είχε μεταξύ των συναδέλφων του, η προϋπηρεσία του ως μπράβου, και η κατάσταση του όπλου του που δηλώνει επανειλημμένη οπλοχρησία, πέραν φυσικά της επικίνδυνης και προκλητικής συμπεριφοράς που είχε επιδείξει προς την παρέα του Αλέξανδρου λίγο πριν τη δολοφονία), στοιχεία βέβαια που δεν χαρακτηρίζουν φυσικά έναν απλό πολίτη, αλλά ένα όργανο επιβολής της τάξης που οπλοφορεί και έχει το δικαίωμα της νόμιμης χρήσης κρατικής βίας.
Είναι η κατακλείδα θα λέγαμε σχεδόν 14 χρόνων δράσης ενός ολόκληρου μηχανισμού συγκάλυψης αρχικά και έπειτα ευνοϊκής μεταχείρισης των δραστών που αφαίρεσαν βίαια και αδικαιολόγητα τη ζωή ενός παιδιού, ενός μηχανισμού που ξεκινάει από την κεντρική εκτελεστική εξουσία, περνάει από την 4η εξουσία των ΜΜΕ και της σχετικής προπαγάνδας των αλλοιωμένων στοιχείων και όχι μόνο, και καταλήγει φυσικά σε μια διόλου ανεξάρτητη και καθ’όλα διεφθαρμένη δικαιοσύνη, που κάνει κουρελόχαρτο, χωρίς καμία ντροπή και σε κοινή θέα, το νόμο για να προστατεύσει τις εκφάνσεις του αστικού κράτους τμήμα του οποίου αποτελεί και η ίδια.
Πρόκειται φυσικά η ίδια δικαιοσύνη που ενώ μεταχειρίζεται ευνοϊκά δολοφόνους αστυνομικούς, ή ακόμα και φασίστες και παρακρατικούς, κάνοντας παράλληλα τα στραβά μάτια στα εγκλήματα και τις παρανομίες (μικρότερες και μεγαλύτερες) εκπροσώπων του κεφαλαίου και εκλεκτών μελών της άρχουσας τάξης, την ίδια ώρα τσακίζει τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους και στήνει σκευωρίες στους εχθρούς του αστικού κράτους, κάποτε στήνοντας στρατοδικεία και κατασκευάζοντας ψευδείς κατηγορίες κατά κομμουνιστών που έστελνε έπειτα στο εκτελεστικό απόσπασμα και στην εξορία, και πλέον με τις σκευωρίες και την εξάντληση της αυστηρότητας και της τιμωρητικότητας του χαλκαιού χεριού του νόμου κατά αναρχικών και αντιεξουσιαστών, οι οποίοι ως κατηγορουμένοι και έπειτα ως κρατούμενοι ξαφνικά εξαιρούνται θα έλεγε κανείς από την ίση μεταχείριση από το νόμο και τους αρνείται ακόμα και η τυπική εφαρμογή των νόμων, όπως βλέπουμε και στην πρόσφατη περίπτωση του αναρχικού Γιάννη Μιχαηλίδη, που έχει καταφύγει στο ύστατο μέσο πάλης της απεργίας πείνας προκειμένου να λάβει απόλυση που δικαιούται, ενώ κατά ειρωνεία της τύχης και της αστικής δικαιοσύνης, είναι το Εφετείο Λαμίας που θα αποφανθεί για την αποφυλάκιση του.
Αυτή η αστική δικαιοσύνη, που υποβαθμίζει το θεσμό του λαϊκού δικαστή χειραγωγώντας και επηρεάζοντας δυσανάλογα τους ενόρκους, που μεταχειρίζεται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου (από τα σημαντικά κεκτημένα του σύγχρονου πολιτισμού) με δίπλα κριτήρια και που εφαρμόζει τις διατάξεις του νόμου κατά το δοκούν, είναι λογικό να μην εμπνέει εμπιστοσύνη. Αλλά αντί να απορρίψουμε οποιαδήποτε προσπάθεια με το εύκολο επιχείρημα “δεν έχουμε τίποτα να περιμένουμε από την αστική δικαιοσύνη” και κατηγορώντας σωρηδόν ως αφελή τα άτομα που ακόμα απογοητεύονται και εξοργίζονται από τέτοιες αποφάσεις, καλύτερα να συνεχίσουμε την πάλη για να μην θεωρείται κανονικότητα η άνιση μεταχείριση και η καταστρατήγηση κάθε έννοιας κράτους δικαίου, και για να πετύχουμε μικρές και μεγάλες νίκες με αγώνες εντός κι εκτός δικαστικών αιθουσών ενάντια στο “νόμο” της ανισότητας μιας δικαιοσύνης που υπηρετεί ένα εξ’ορισμού άδικο σύστημα, μέχρι να το αλλάξουμε.