Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την έγγραφη αποτύπωση της παρέμβασης του Κώστα Παπαδάκη στην εκδήλωση της Εναλλακτικής Παρέμβασης για τη δικηγορική δεοντολογία τη Δευτέρα 4 Απριλίου.
Κυρίες και κύριοι, συνάδελφοι και συναδέλφισσες, καλησπέρα. Να ευχαριστήσω κι εγώ για την πολύ μεγάλη συμμετοχή στην εκδήλωση αυτή και τους παρευρισκομένους όλους και τους κ.κ. Συμβούλους και την κ. Σύμβουλο, αλλά και το Οmniatv, το οποίο μας βοηθάει μεταδίδοντας την συζήτηση αυτή και κρατώντας την σε βίντεο για να παρακολουθηθεί και απ’ όσους δεν θα έχουν την δυνατότητα σήμερα.
1. Η θέσπιση κανόνων ηθικής και δεοντολογίας στην δικηγορία συνυπάρχει με την ίδια την κατοχύρωση της δικηγορίας, η οποία σε παγκόσμιο επίπεδο άρχισε να συγκροτείται τα μεταπολεμικά χρόνια, αφενός μέσα από σύναψη διεθνών συμβάσεων κατοχύρωσης δικαιωμάτων, με πιο γνωστή από αυτές την ΕΣΔΑ, και το Διεθνές Σύμφωνο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αργότερα, το 1966, καθώς επίσης και με το Συνέδριο του ΟΗΕ από το 1945, το οποίο ήταν εκείνο που θέσπισε και την θεματική της κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μια διαρκή επιτροπή διοργάνωσης συνεδρίων τα οποία ασχολήθηκαν με την αποτύπωση των επιμέρους εκφάνσεων της κατοχύρωσης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κατέληξαν, όσον αφορά την δικηγορία, στο λεγόμενο 8ο Συνέδριο, το οποίο διεξήχθη στην Αβάνα της Κούβας το 1990, και το οποίο εξέδωσε την απόφαση Β3, με τον τίτλο «Βασικές αρχές για τον ρόλο των δικηγόρων».
Θα ήθελα να αναφερθώ αξιολογικά στην εξέλιξη αυτή, ότι κατά την άποψη μου ήταν μία ανάγκη του Δυτικού κόσμου αφενός να κατοχυρώσει κατακτήσεις, δικαιώματα και ελευθερίες τα οποία πηγάσανε από αγώνες όλων των καταπιεζομένων λαών της προηγούμενης περιόδου και, αφετέρου, να οργανώσει και κυρίως να επιδείξει την πολιτική και ηθική του υπεροχή απέναντι στο αντίπαλο δέος του υπαρκτού σοσιαλισμού, πράγμα το οποίο τον ανάγκασε να κάνει την ανάγκη του φιλοτιμία, έστω σε επίπεδο σύνταξης διακηρύξεων. Μιλάω για σύνταξη διακηρύξεων, δεδομένου ότι οι διακηρύξεις πάντα ευημερούν, αλλά είναι γνωστό ότι οι εξουσίες δεν έχουν αρχές, έχουν μόνο συμφέροντα, και, έτσι, οι «αρχές» αυτές δεν εμπόδισαν, για παράδειγμα, ένα από τα πιο πρωτοποριακά, υποτίθεται, προηγμένα πολιτιστικά κράτη του Δυτικού Κόσμου, την Δυτική Γερμανία, να στείλει στην φυλακή δικηγόρους την δεκαετία του 1980, συνηγόρους υπεράσπισης των κρατουμένων της Μπάαντερ-Μάινχοφ εξαιτίας της άσκησης των υπερασπιστικών τους καθηκόντων, παραβιάζοντας την θεσπισμένη ανεξαρτησία και ελευθερία έκφρασης με το αιτιολογικό ότι συνεργούν με τους κρατούμενους τρομοκράτες. Η Διακήρυξη λοιπόν των βασικών αρχών της Απόφασης της Αβάνας για τον ρόλο των δικηγόρων περιέχει διακήρυξη κατακτήσεων, όπως είναι το τεκμήριο της αθωότητας, το δικαίωμα σε δίκαιη και δημόσια δίκη, το δικαίωμα στη Νομική Βοήθεια για τους φτωχούς και την πρόσβαση σε νομικές υπηρεσίες για τους φτωχούς, την εμπιστευτική επικοινωνία με τον συνήγορο, που ακόμα και στις μέρες μας παραβιάζεται, την πρόσβαση σε δικηγόρους για όλους. Ακόμα, προβλέπει την υποχρέωση διορισμού δικηγόρων με ικανότητα και εμπειρία ανάλογη με την φύση του εγκλήματος για αποτελεσματική νομική συμπαράσταση και, ακόμα, αξία έχει η διατύπωση και των καθηκόντων του δικηγόρου και των ευθυνών, και ιδίως τα σημεία 17,18 και 20, με τα οποία αντίστοιχα αναφέρεται
στο σημείο 17 ότι
«Όπου απειλείται η ασφάλεια των δικηγόρων ως αποτέλεσμα της άσκησης των καθηκόντων του, οι δικηγόροι θα πρέπει να προστατεύονται επαρκώς από τις αρχές»,
στο 18 ότι
«Οι δικηγόροι δεν θα πρέπει να ταυτίζονται με τους πελάτες τους ή με τις υποθέσεις των πελατών τους ως αποτέλεσμα της άσκησης των καθηκόντων τους»,
και στο 20
«Οι δικηγόροι δεν θα πρέπει να φέρουν αστική και ποινική ευθύνη για συναφείς δηλώσεις οι οποίες γίνονται με καλή πίστη σε γραπτές ή προφορικές αγορεύσεις ή κατά τις επαγγελματικές εμφανίσεις τους ενώπιον δικαστηρίου, δικαστικής επιτροπής ή άλλης νομικής και διοικητικής αρχής».
Έτσι, λοιπόν, έχουμε σε επίπεδο διακήρυξης την διαμόρφωση των πρώτων πρωτόλειων ηθικών κανόνων άσκησης της δικηγορίας.
2. Ερχόμαστε στην χώρα μας, όπου στην Ελλάδα έχουμε μια θεαματική ανατροπή του status της δικηγορίας από την δεκαετία του 1950 και μετά, όταν η δικηγορία μαζικοποιείται και ο δικηγορικός κόσμος αρχίζει να ριζοσπαστικοποιείται, από τις διορισμένες κατοχικές διοικήσεις των Δικηγορικών Συλλόγων αρχίζουμε να περνάμε πια σε φιλελεύθερες διοικήσεις, οι δικηγόροι πραγματοποιούν την πρώτη τους αποχή το 1957, μάλλον την εξαγγέλλουν, μια διήμερη αποχή, την οποία όμως την απαγορεύει το Συμβούλιο της Επικρατείας, με το σκεπτικό ότι είναι δημόσιοι υπάλληλοι και, συνεπώς, επέχουν αναλογική εφαρμογή οι ίδιες απαγορεύσεις που ισχύουν για τους δημοσίους υπαλλήλους, αλλά αυτό δεν εμποδίζει το δικηγορικό σώμα να ριζοσπαστικοποιηθεί και να πρωτοστατήσει τα επόμενα χρόνια στις κινητοποιήσεις για το Κυπριακό, για το 1-1-4, για τα Ιουλιανά, τα δημοκρατικά δικαιώματα και για όλα. Ο Δικηγορικός Σύλλογος αρχίζει να μετασχηματίζεται από ένα αριστοκρατικό συντεχνιακό μόρφωμα σε έναν μαζικό συνδικαλιστικό σύλλογο και να γίνεται αυτό που λέμε «αγωνιστικός, παρά καθεστωτικός». Η πορεία αυτή ανακόπτεται από την δικτατορία, όπου πάρα πολλοί δικηγόροι συμμετέχουν ενεργά, επώνυμοι και μη, στο αντιστασιακό κίνημα, και επανέρχεται πολύ δυναμικότερα στη μεταπολίτευση, όπου και πάλι έχουμε μια άνοιξη μαζικών διαδικασιών, γενικών συνελεύσεων, αποχών, κινητοποιήσεων, μια προϊούσα διαμόρφωση αγωνιστικής συνείδησης και συνδικαλιστικών στόχων που αφορούν το μαζικό σώμα της δικηγορίας σιγά-σιγά. Είναι ελλιπής η ιστορία που είναι γραμμένη για τα χρόνια αυτά. Υπάρχει το βιβλίο του Ευάγγελου Μαχαίρα «Η Ιστορία του ΔΣΑ», αλλά υπάρχει και ο ίδιος ο Κώδικας Νομικού Βήματος, που να ξέρετε ότι τα χρόνια εκείνα, με την Προεδρία του Ευάγγελου Γιαννόπουλου και αργότερα του Ευάγγελου Μαχαίρα, είναι ίσως η μοναδική αλλά αυθεντική πηγή δημοσιοποίησης ανακοινώσεων σχετικών με συνελεύσεις, κινητοποιήσεις, αποχές κλπ.,
Και μέσα σε όλα αυτά έχουμε και την διαμόρφωση του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος, που είναι μια απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με ημερομηνία 04-01-1980. Μια απόφαση που όμως αργεί έξι χρόνια να δημοσιευτεί στον Κώδικα Νομικού Βήματος, χωρίς να εξηγηθεί ποτέ σε κάποιο γραπτό κείμενο το γιατί, αλλά είναι προφανές ότι το γιατί αναφέρεται στην εξελισσόμενη αντιπαράθεση και σύγκρουση γύρω και από το περιεχόμενο του. Η περίοδος μέχρι το 1986 είναι μια περίοδος κορύφωσης της αγωνιστικής διεκδίκησης και πάλης των δικηγόρων, είναι η περίοδος της απεργίας των 100 ημερών, γεγονός πρωτόγνωρο για τα δικηγορικά δεδομένα μετά από πολλές άλλες απεργίες για να μην περάσει το Σώμα Ειδικών Πραγματογνωμόνων Τροχαίων Ατυχημάτων, για διάφορα άλλα ζητήματα θεσμικά, ασφαλιστικά κλπ, που έχει και σαν καρπό την θέσπιση του νόμου για τις προσλήψεις στον Δημόσιο Τομέα από πενταμελή επιτροπή, που οι τρεις από τους πέντε είναι δικηγόροι, και που η αποχή αυτή έχει και μια λυσσαλέα αντίδραση από συναδέλφους απεργοσπάστες, ας μου επιτραπεί η έκφραση, με όλη την ευθύνη, που πάνε τον Δικηγορικό Σύλλογο στα δικαστήρια, άλλοι στο Συμβούλιο της Επικρατείας και άλλοι στα πολιτικά δικαστήρια, γιατί υπάρχει διχογνωμία και ως προς την δικαιοδοσία, και ζητάνε με ασφαλιστικά μέτρα να επιβληθεί στον Δικηγορικό Σύλλογο να τους κόβει γραμμάτια, να μην τους απαγορεύει να παρίστανται, να απαγορευθεί η περιφρούρηση της απεργίας κλπ. Βεβαίως, όλοι αυτοί σαρώθηκαν όχι μόνο από τα δικαστήρια, αλλά και από το κίνημα. Η ουσία είναι ότι το 1986, περί τα μέσα της χρονιάς, έξι χρόνια μετά δηλαδή από την σύνταξη, διατύπωση και ψήφιση του από το Διοικητικό Συμβούλιο, δημοσιεύεται ο Κώδικας Δεοντολογίας, όχι στο ΦΕΚ ή κάπου αλλού, διότι έχει εγερθεί ζήτημα και γι’ αυτό, αλλά στον Κώδικα Νομικού Βήματος.
3. Ο Κώδικας Δεοντολογίας θεωρώ ότι διακρίνεται από έναν πάρα πολύ υψηλού επιπέδου διακηρυκτικό χαρακτήρα, ο οποίος καταρχήν ξεκινάει από το προοίμιο του, το οποίο κάνει αναφορά στις παραδόσεις του δικηγορικού σώματος, αναφέροντας επί λέξει ότι: «Κατά την εκπλήρωση της αποστολής του στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του πολίτη, το δικηγορικό σώμα της Αθήνας έχει και μάρτυρες και θύματα. Στη μνήμη τους, το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου της Πρωτεύουσας αφιερώνει τον Κώδικα αυτών, ο οποίος περιέχει τους δεοντολογικούς κανόνες που πρέπει να τηρούν τα μέλη του κατά την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος».
Μην ξεχνάμε, συναδέλφισσες και συνάδελφοι, τον Νικηφόρο Μανδηλαρά, που τον σκότωσε η Χούντα, ήταν ένας από τους εξέχοντες αγωνιστές δικηγόρους της δεκαετίας του 1960, που υπάρχει σ΄ όλες τις φωτογραφίες της εποχής και σ΄ αυτήν που είχε εξώφυλλο πριν τέσσερα χρόνια το ημερολόγιο του Δικηγορικού Συλλόγου σε αλυσίδα πορείας δικηγόρων στα Ιουλιανά. Μην ξεχνάμε τον Γιώργο Πουλίδη, που βρήκε δολοφονικό θάνατο έξω από τα δικαστήρια της Τρίπολης στη διάρκεια δίκης του Στρατοδικείου. Μην ξεχνάμε πολλούς και πολλούς άλλους, όπως οι δικοί μας οι αριστεροί, ο Παντελής Πουλιόπουλος, ένας έξοχος διανοητής δικηγόρος, που εκτελέστηκε από τους Ιταλούς, ο οποίος είχε διαπρέψει και ως νομικός διανοούμενος και δικηγόρος εκτός από πολιτικός, αλλά και ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, και μέρες που είναι, να το πω κι αυτό για όσους δεν το γνωρίζουν, ότι ο Νίκος Μπελογιάννης, που εκτελέστηκε πριν από 70 χρόνια, δεν μπόρεσε να γίνει ποτέ δικηγόρος, παρότι είχε περάσει στη Νομική Σχολή, γιατί η Νομική Σχολή το 1936 τον διέγραψε γιατί ήταν κομμουνιστής.
Αυτούς και πολλούς άλλους είχε υπ όψη του το Διοικητικό Συμβούλιο τότε του Δικηγορικού Συλλόγου όταν θέσπισε αυτόν τον Κώδικα, έγραψε αυτά στο προοίμιο και, συνεπώς, όταν μας υποχρεώνει να υπερασπιζόμαστε με αξιοπρέπεια τις παραδόσεις του δικηγορικού σώματος εννοεί αυτές τις ιερές παραδόσεις, που πρέπει να είναι οδηγός μας για πάντα.
4. Όμως, δεν είναι μόνο το προοίμιο και οι παραδόσεις η αξία αυτού του Κώδικα Δεοντολογίας. Είναι πρώτα απ’ όλα η περιγραφή του λειτουργήματος του δικηγόρου, με φράσεις ακραίας δικαιωματικής αποτύπωσης, που δεν χωρούν οποιονδήποτε αντίλογο : «Ο δικηγόρος είναι ο φυσικός υπερασπιστής των αδικούμενων και καταπιεζόμενων»,
«είναι υπέρμαχος της ελευθερίας και της δημοκρατίας»,
«υπερασπίζεται με θάρρος και αυταπάρνηση το Σύνταγμα και τους δημοκρατικούς θεσμούς, τα ατομικά και κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα»,
«αγωνίζεται εναντίον οποιασδήποτε μορφής τυραννίας, αυταρχικής εξουσίας»
(βάλτε και την δικαστική εξουσία μέσα σε αυτές, για κάθε εξουσία μιλάει).
Ειλικρινά, δεν ξέρω εάν μου ανετίθετο ποτέ να συντάξω έναν Κώδικα Δεοντολογίας, αν θα έγραφα κάτι περισσότερο. Να μιλήσω για το άρθρο 6, το οποίο προσδιορίζει τις περιπτώσεις που ο δικηγόρος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την υπεράσπιση υπόθεσης. Είναι το μοναδικό που υπολείπεται απέναντι σε ισχύουσα διάταξη του Δικηγορικού Κώδικα, στο άρθρο 37, μια από τις λίγες διατάξεις του Δικηγορικού Κώδικα του 2013, που στα περισσότερα σημεία του είναι αντιδραστικός και πισωγύρισμα, και θα αναφερθώ παρακάτω σε αυτά, το οποίο άρθρο 37 επιτρέπει στον δικηγόρο να μην αναλαμβάνει υπόθεση και όταν ακόμα αυτή είναι αντίθετη προς τις αρχές του. Πολύ μεγάλη κατάκτηση, απότοκη αυτού του Κώδικα Δεοντολογίας.
Αξία έχουν ακόμα το άρθρο 9, το οποίο απαγόρευε, απόλυτα στην αρχική μορφή του Κώδικα Δεοντολογίας, την δικηγορική διαφήμιση, τροποποιήθηκε το 2009, επιτράπηκε η διαφήμιση, θα αναφερθώ επίσης παρακάτω, το άρθρο 10, το οποίο απαγορεύει στον δικηγόρο να αποκτά πελάτες με ενέργειες οι οποίες δεν συμβιβάζονται με την αξιοπρέπεια του λειτουργήματος κλπ, και άλλες διάφορες διατάξεις που αφορούν την άγρα πελατών. Προστέθηκε το 1996 (ήμουν Σύμβουλος τότε) και η απαγόρευση αναπαραγωγής στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης των δικών που διεξάγονται ή εκκρεμούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Η απαγόρευση των λεγόμενων «τηλεδικών», πάνω στις οποίες τηλεοπτικά κανάλια ολόκληρα την περίοδο εκείνη είχανε στήσει την ύπαρξη τους από το πρωί μέχρι το βράδυ για δίκες αστικές και άλλες κλπ. Ο κώδικας δεοντολογίας περιλαμβάνει κεφάλαια υποχρεώσεων του δικηγόρου προς τον Δικηγορικό Σύλλογο, υποχρεώσεων προς τους δικηγόρους, υποχρεώσεων προς τα δικαστήρια, υποχρεώσεων προς τους συνεργάτες, υποχρεώσεων προς τους ασκούμενους, υποχρεώσεων προς τους εντολείς, υποχρεώσεων προς τους αντιδίκους. Δεν θα ξημερώσουμε για να τα διαβάσω όλα αυτά και αξίζει όσοι δεν τον έχετε διαβάσει να καθήσετε να τον διαβάσετε από την αρχή μέχρι το τέλος, γιατί πραγματικά αξίζει τον κόπο. Κατά την γνώμη μου, συνιστά μια ανάγλυφη αποτύπωση του κοινωνικού περιγράμματος της δικηγορίας. Συμπυκνώνει κατακτήσεις και των πληβείων της δικηγορίας, διότι η κατοχύρωση υποχρεώσεων προς τους ασκουμένους και συνεργάτες δείχνει τις διαστρωματώσεις που από τότε υπήρχαν, ενώ καθιερώνει και κανόνες υψηλού πολιτισμού. Δεν ξέρω πολλά επαγγέλματα στα οποία, για παράδειγμα, υποχρεώνεται ένας επαγγελματίας από τον Κώδικα Δεοντολογίας, κάποιον πελάτη του που έρχεται από άλλον δικηγόρο να προσπαθήσει να τον μεταπείσει ότι δεν υπάρχει λόγος να ανακληθεί η εντολή και να γυρίσει πίσω στον δικηγόρο που ήταν. Και θεωρώ ότι το κάνουνε το κάνουν αυτό οι πολλοί, το κάνουν αυτό, η μεγαλύτερη πλειοψηφία των συναδέλφων έχει την συνείδηση και το κάνει. Δεν λέω για την κατοχύρωση ότι έχει πληρωθεί ο προηγούμενος, αυτό είναι το επόμενο στάδιο. Είναι πράγματα δηλαδή τα οποία θεωρώ ότι έχουνε ανυψώσει πολιτιστικά τον δικηγόρο και μέσα από αυτόν τα δικαιώματα τα οποία εκφράζει.
Ο Κώδικας έχει και μια αρνητική διάταξη κατά την γνώμη μου, την οποία έχω κριτικάρει συχνά και ως μέλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου που υπήρξα, έχει επιβιώσει δυστυχώς, ο έλεγχος του ιδιωτικού βίου με το άρθρο 39. Αυτό σημαίνει ότι αν εγώ δηλαδή σήμερα το απόγευμα φύγω από εδώ και πάω και φορέσω μια φούστα και βγω στον δρόμο, θα ελεγχθώ από το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Αυτά είναι απαράδεκτα πράγματα και δεν θα έπρεπε να υπάρχουνε.
Ακόμα, θα ήθελα να πω ότι ο προηγούμενος Δικηγορικός Κώδικας, διότι συνδυάζεται με αυτό, περιείχε και έναν επίσης πρωτοποριακό θεσμό, κατά την γνώμη μου, τον θεσμό του ισχύοντος άρθρου 68 του Κώδικα του 1954 της αυτοέγκλησης. Υποχρεούτο δηλαδή το Πειθαρχικό Συμβούλιο να ελέγξει την τυχόν πειθαρχική συμπεριφορά κάποιου δικηγόρου που το ζητούσε ο ίδιος για τον εαυτό του, προκειμένου να αποσείσει ενδεχομένως οποιαδήποτε υπόνοια κλπ. Ούτε αυτό υπάρχει τώρα.
5. Η αμφίβολη νομιμότητα του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος ως κανονιστικής πράξης, εξαιτίας της έλλειψης κάποιας πρωτογενούς νομικής ισχύος, επειδή δεν ήταν προϊόν νομοθετικής εξουσιοδότησης και επειδή άργησε να δημοσιευτεί στον Κώδικα Νομικού Βήματος και ποτέ στο ΦΕΚ δημιουργούσε διάφορες αμφιβολίες που εκφράζονταν για την νομιμότητα του. Παρ’ όλ’ αυτά, έχει παρατηρηθεί ότι το Συμβούλιο Επικρατείας τα χρόνια τα οποία ισχύει, από την δημοσίευση του τουλάχιστον και μετά, ο Κώδικας Δεοντολογίας, τον συμπεριλαμβάνει στις σκέψεις με τις οποίες συγκροτεί την μείζονα πρόταση του σε ζητήματα τα οποία άπτονται της ρυθμιστικής του παρέμβασης. Και σε κάθε περίπτωση, έγινε νόμος αργότερα, διότι με το άρθρο 41 παρ. α του σημερινού Κώδικα Δικηγόρων καθιερώνεται η υποχρέωση των δικηγόρων να συμμορφώνονται στις διατάξεις του Κώδικα Δεοντολογίας που συντάχθηκε στις 04/01/1980, όπως έχει τροποποιηθεί, που μέχρι τότε δέσμευε μόνο ως απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, προς τις αποφάσεις των οργάνων του οποίου όλοι οι δικηγόροι υποχρεούνται να συμμορφώνονται.
Έτσι, λοιπόν, θεωρώ ότι θεσμικά ο Κώδικας αυτός καθιερώνει το μοντέλο του συνηγόρου – υπερασπιστή. Είναι αυτό το μοντέλο του συνηγόρου-υπερασπιστή που κατά τη γνώμη μου έχει ανάγκη η κοινωνία, διότι αυτό που έχει ανάγκη η κοινωνία, το λαϊκό κίνημα, το εργατικό κίνημα, οι καταπιεσμένοι αυτού του κόσμου είναι ένας παραστάτης ανεξάρτητος οικονομικά από κράτος, εργοδότη οποιονδήποτε, θωρακισμένος κοινωνικά και οικονομικά θωρακισμένος θεσμικά, φορέας ενός υψηλού επιπέδου πολιτισμού και μιας ανεξαρτησίας η οποία μπορεί να τον υπερασπίσει σε κάθε ακραία μορφή καταπίεσης.
6. Ωστόσο, από την δεκαετία του 2000 και μετά, έχουμε την σώρευση αρνητικών παραγόντων, οι οποίοι έχουν δημιουργήσει σοβαρές κάμψεις στο μοντέλο αυτό :
Πρώτα απ’ όλα, η επιτυχία των μακρόχρονων πιέσεων της αγοράς (Ευρωπαϊκή Ένωση, εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ κλπ) για την διάλυση πυλώνων επαγγελματικής κατοχύρωσης της δικηγορίας, όπως ήτανε οι παραστάσεις σε συμβόλαια, οι παραστάσεις σε εταιρικά, η υποχρέωση εργοδοτικών εισφορών σε ασφαλιστικά ταμεία, η κατάργηση της αναλογικότητας των αμοιβών μας και της αναγκαστικού δικαίου ρύθμισης για ελάχιστο ύψος αυτών. Ο δικηγορικός συνδικαλισμός δεν αντιμετώπισε με υπευθυνότητα, παρότι εμείς τα φωνάζαμε από το 1996, επισημαίναμε την ανάγκη αναδιάταξης της δικηγορικής ύλης, ναι, έπρεπε να καταργηθούν κάποιες παραστάσεις που ήτανε πλέον περιττές και ζημιογόνες για το κοινωνικό σύνολο, αλλά υπήρχαν τόσες άλλες αναγκαίες, έπρεπε να παραμείνει η αναλογική αμοιβή, έπρεπε ο δικηγόρος να μπορεί να στέκει στα πόδια του.
Ο δεύτερος πυλώνας ήτανε η κατάργηση της απαγόρευσης της δικηγορικής διαφήμισης. Διατυπώνεται ως μετριασμός στο νυν άρθρο 9 του Κώδικα Δικηγορικής Δεοντολογίας, δεν πρόκειται όμως, διότι εξαιρεί την απαγόρευση από το πλέον προνομιακό πεδίο δυνατότητας διαφήμισης, που είναι το διαδίκτυο με τις ιστοσελίδες και έχει οδηγήσει σε ένα ξεσάλωμα διαφημιστικών πρακτικών, αναφορά μεγάλων πελατών και υποθέσεων από δικηγορικά γραφεία, αναφορά ύψους επιδίκου αντικειμένου και ταυτόχρονα έχει νομιμοποιήσει και άλλες, πιο, εν πάση περιπτώσει, «λαϊκές» μορφές διαφήμισης.
Τρίτος παράγοντας : Η γιγάντωση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης με την ιδιωτική τηλεόραση την δεκαετία του 1990 και τις τηλεδίκες και αργότερα το διαδίκτυο και η εξέλιξη των ποινικών υποθέσεων σε τηλεοπτικό θέαμα. Να ξεκαθαρίζω και κάτι για το τηλεοπτικό θέαμα και να θυμίσω στους λίγους παλιούς που βρίσκονται εδώ ότι δεν είμαι αντίθετος με αυτήν καθεαυτήν την ραδιοτηλεοπτική μετάδοση μιας δίκης. Θα θυμίσω δε ότι οι δίκες του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κουτσόγιωργα, του Τσοβόλα, όλων αυτών ενώπιον του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου για το σκάνδαλο Κοσκωτά, μεταδίδονταν απ’ όλα τα κανάλια απευθείας από το πρωί μέχρι το μεσημέρι. Και θα θυμούνται οι παλιοί ότι όχι μόνο δεν όξυναν τις αντιπαλότητες, αλλά τις καταπράυναν, έβαλαν όλους αυτούς που χουλιγκάνιζαν και πλακώνονταν στα καφενεία και στις πλατείες να σκέφτονται και να ακούνε την αντίθετη άποψη. Αυτού του είδους η ραδιοτηλεοπτική μετάδοση δεν έκανε κακό, την έκοψε η κυβέρνηση του Σημίτη για να μην μπει η τηλεόραση στην δίκη της «17 Νοέμβρη», με το ν. 3090/2002, αφού τους μήνες που μεσολάβησαν από τις συλλήψεις των κατηγορουμένων μέχρι την εκδίκαση, επί 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, παπαγαλάκια δημοσιογραφικά και δικηγορικά και όλοι αλώνιζαν σε ένα κίτρινο τηλεοπτικό τοπίο και όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει η υπεράσπιση τους θεσπίστηκε αυτός ο νόμος, ο οποίος στην ουσία απαγορεύει την ραδιοτηλεοπτική μετάδοση και την εξαρτά από την συναίνεση όλων των παραγόντων της δίκης. Και τον νόμο αυτό τον κράτησαν όλες οι κυβερνήσεις, και ο ΣΥΡΙΖΑ, και η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και οι πάντες, και εξαιτίας του νόμου αυτού δεν μπορούσαμε να έχουμε ραδιοτηλεοπτική μετάδοση στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Ωστόσο, η μετατροπή σε τηλεοπτικό θέαμα γίνεται κατά τρόπο διαφορετικό, που είναι στρεβλωτικός και που δημιουργεί ένα τηλεοπτικό θέαμα το οποίο είναι, όπως είπα, στρεβλό. Πρώτ’ άπ’ όλα, δημιουργεί την εμπέδωση και την ανοχή δικηγόρων – τηλεοπτικών αστέρων, οι οποίοι καθημερινά επιδιώκουν να είναι θαμώνες των ΜΜΕ είτε για δικές τους υποθέσεις, είτε για υποθέσεις που δεν έχουνε ιδέα και είναι άσχετοι, είτε επί παντός του επιστητού, και διαμορφώνεται μια μόνιμη σύνθεση πάνελ, με δικηγόρους τέτοιους, με συνδικαλιστές της Αστυνομίας, οι οποίοι, δίκην κυβερνητικού εκπροσώπου, έχουν άποψη για τα πάντα και για όλες τις υποθέσεις και δεν ελέγχθηκε ποτέ κανένας από αυτούς πώς γνωρίζει μυστικές δικογραφίες, μεσημεριανάδικα και πρωινάδικα είναι γεμάτα πάντοτε από συμμετοχές ανθρώπων τέτοιων, που μερικούς πιο συχνά τους βλέπεις στην τηλεόραση παρά στα δικαστήρια, και διαμορφώνεται ένας μηχανισμός προσανατολισμού, ή, κατ’ ορθότερη διατύπωση, αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης, μηχανισμός διαμόρφωσης και χειραγώγησης της κοινής γνώμης και μαζί, προς όφελος των καναλιών σωρευτικώς, ένα σώμα τηλεοπτικών συνεργατών απλήρωτων, σχολιαστών, ρεπόρτερ, ενημερωτών για στοιχειώδη νομικά ζητήματα, με μόνο αντάλλαγμα την ονομαστική τηλεοπτική τους προβολή.
Και μέσα σε όλα αυτά, όπως είναι φυσικό, δημιουργούνται νέα στρώματα δικηγορίας, μεταξύ άλλων ένα αυξημένο δικηγορικό προλεταριάτο, που κάτω από τις συνθήκες αυτές δεν έχει διέξοδο στην ελεύθερη δικηγορίας και αποζητά την τύχη του είτε σε ΜΚΟ και στη Νομική Βοήθεια, είτε σε δικηγορικές εταιρείας, είτε ως μισθωτοί δικηγόροι οπουδήποτε. Δεύτερον μια συρρίκνωση του σώματος των αυτοαπασχολούμενων, αυτών που λέγαμε «μαχόμενων δικηγόρων» τα παλιά χρόνια, πολλοί από αυτούς επιδίδονται σε απεγνωσμένες προσπάθειες και αναξιοπρεπείς προσπάθειες προβολής για την άγρα πελατών. Και βέβαια οι τηλεοπτικοί αστέρες που κάποτε κινδύνευσαν να αλώσουν και τον Δικηγορικό Σύλλογο, και αναφέρομαι όταν λίγο μετά τα χρόνια των τηλεδικών υπήρχε πολύ έντονη πίεση για κατάργηση του εκλογικού συστήματος των εκλογών του Δικηγορικού Συλλόγου και θέσπιση του λεγόμενου γενικού ενιαίου ψηφοδελτίου, το οποίο να είστε βέβαιοι ότι θα είχε ως αποτέλεσμα την εκλογή όλων αυτών των τηλεοπτικά προβαλλόμενων αστέρων και την κατάργηση, στην ουσία, του συνδικαλισμού.
Ακόμα, είχαμε, πολύ σημαντικό και αυτό, το 2020 την κατάργηση της αυτεπάγγελτης δίωξης για τα πειθαρχικά παραπτώματα, ταυτόχρονα όμως με την διατήρηση του απαράδεκτου παραβόλου των 80,00€ για όποιον θέλει να καταγγείλει κάποιο πειθαρχικό παράπτωμα δικηγόρου, το οποίο δεν παύει να είναι ένας φραγμός, ιδίως όταν μάλιστα ακόμα και η μήνυση στα δικαστήρια πια έχει το 40,00€ της πολιτικής αγωγής, δεν έχει το 70,00€ της μήνυσης και σε ορισμένες περιπτώσεις απαλλάσσεται και από το παράβολο. Ο Σύλλογος δηλαδή, αντί να επιδιώκει και να εφελκύει τον πειθαρχικό έλεγχο των συμπεριφορών των μελών του, βάζει και εμπόδια, και με το ογδοντάρι και με την κατάργηση του αυτεπάγγελτου.
Και, τέλος, διαμορφώνεται μέσα απ’ όλα αυτά και ένα ρεύμα ποινικού λαϊκισμού, λαϊκά δικαστήρια στα κανάλια, νομός του Λιντς, αποπροσανατολισμός περί δήθεν του ότι φταίνε οι μη αυστηρές ποινές για την έξαρση της εγκληματικότητας, υπερπροβολή εγκλημάτων που πάντοτε συνέβαιναν και ίσως και με την ίδια συχνότητα, αλλά απ’ όταν γίνονται τηλεοπτικό φαινόμενο σε τέτοιο σημείο που να γίνονται πρώτη είδηση απέναντι στον πόλεμο της Ουκρανίας είναι φυσικό να διαμορφώνουνε συνειδήσεις ανάλογες, αύξηση ορίων ποινών με μια σειρά αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων του Ποινικού Κώδικα από το 2019 και μετά, αύξηση ορίων απόλυσης, επίκεινται κι άλλες αλλαγές, γιατί ο λαϊκισμός θα περάσει και στο ποινικό δικονομικό επίπεδο με τον περιορισμό των αναβολών που συζητάνε και με όλα αυτά, πρόσφατα είχαμε και την τροποποίηση του άρθρου 187 Π.Κ., για την οποία πολλοί λένε ότι είναι φωτογραφική διάταξη για την αντιμετώπιση του Ρουβίκωνα, δεν έχουνε και άδικο, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Παρότι δεν τηρεί, ως θα όφειλε, στατιστικά στοιχεία το Υπουργείο Προ.Πο., παλιότερα το Υπουργείο Δικαιοσύνης, για την αιτία κράτησης του δικαστικού πληθυσμού των φυλακών, υπολογίζεται ότι περίπου το 50% των τρόφιμων των φυλακών είναι καταδικασμένοι και για το άρθρο 187 Π.Κ., που είναι ένα άρθρο που τιμωρεί προπαρασκευαστικές πράξεις και όχι τέλεση, αλλά μόνο προπαρασκευή και προετοιμασία αδικημάτων, και δηλώσεις, μην τα ξεχνάμε και αυτά, «Εμείς, η μεγάλη Ένωση Ποινικολόγων κλπ, δεν θα αναλάβουμε ποτέ εμπρηστές δασών». Αυτοί που τους είχαμε απέναντι μας ως δικηγόρους ναζιστών, αυτοί που τους βλέπουμε καθημερινά ως δικηγόρους διαφόρων άλλων, και καλά κάνουν, καθένας πρέπει να έχει τον δικηγόρο του, και λαϊκισμοί του τύπου «Δεν αναλαμβάνω τους κατηγορούμενους της υπόθεσης Τοπαλούδη γιατί έτσι κλπ» είναι απαράδεκτοι, και θα πρέπει να πω ότι το άρθρο 37 του Κώδικα δικηγόρων στο οποίο αναφέρθηκα και το οποίο επιτρέπει στον δικηγόρο να μην αναλαμβάνει υπόθεση αντίθετα με τις αρχές του, κατά την δική μου ερμηνευτική προσέγγιση δεν αφορά τους δικηγόρους της Νομικής Βοήθειας, δεν μπορεί να αφορά διοριζόμενους δικηγόρους, παρά μόνο ελεύθερους δικηγόρους. Όποιος απεμπολεί την δυνατότητα να γίνει ελεύθερος δικηγόρος, δεν μπορεί να έχει αυτό το δικαίωμα. Και αυτό με τις αρχές βέβαια απαντά και σε διάφορους που λένε «Ανέλαβα γιατί δεν μπορούσα να μην αναλάβω». Όχι, μπορούσες. Αν ήταν αντίθετο με τις αρχές του κάτι, δεν θα αναλάμβανες. Από κει και πέρα, η ταύτιση δικηγόρου και εντολέα, η οποία είναι αποδοκιμασμένη ήδη με κείμενα νομοθετικά, διεθνή και ελληνικά, εδώ και πολλές δεκαετίες, την οποία, όπως ξέρετε, και ευχαριστώ για την συμπαράσταση και τους συμβούλους που είναι εδώ πέρα, την αντιμετώπισα και ο ίδιος, όταν πριν ένα μήνα αποτόλμησα να γράψω μια άποψη αντίθετη για τις δημοσκοπήσεις, που θα δείτε ότι μέρα με τη μέρα θα δικαιωθεί, όσο κι αν φαίνεται υπερβολική η θέση για απαγόρευση των δημοσκοπήσεων και άκουσα μετά από είκοσι χρόνια ότι ήμουν υπερασπιστής του τάδε της 17 Νοέμβρη. Βλέπετε, έτσι είναι. Είσαι καλό παιδί, Παπαδάκη; Τότε είσαι ο δόκτωρ Τζέκυλ, δικηγόρος της Πολιτικής Αγωγής στην δίκη της Χρυσής Αυγής. Είσαι κακός; Τότε γίνεσαι ο Χάϋντ. Τώρα είσαι ο δικηγόρος της 17 Νοέμβρη. Εκεί πέρα σε κάνουμε ό,τι θέλουμε.
Σημείο ποινικού λαικισμού και όχι μόνο είναι και η υπεράσπιση μέσα από μια γενικευμένη στοχοποίηση ευρύτερης ομάδας ένταξης του αντιδίκου, είτε είναι ομάδα σεξουαλικού προσανατολισμού, είτε είναι μια κοινωνική ή πολιτική οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Έχουμε σήμερα τον τίτλο της εκδήλωσης μας «ενάντια στον ρατσισμό, τον σεξισμό και την ομοφοβία». Μην θεωρηθεί από κανέναν, θα ‘ναι, λάθος, ότι υπάρχει νομικό κενό στον Κώδικα Δεοντολογίας, ότι δηλαδή υπάρχει κενό και γι’ αυτό το λόγο εν πάση περιπτώσει έχουμε εκδηλώσεις ρατσιστικού λόγου, σεξιστικού λόγου κλπ. Κανένα κενό δεν υπάρχει, εκτός αν κάποιος θεωρεί ότι συμβαδίζει η υποχρέωση δικηγορικής αξιοπρέπειας με την έκφραση ρατσιστικών, σεξιστικών και ομοφοβικών λόγων. Εκείνο που χρειάζεται, και θα πω παρακάτω σιγά-σιγά, στους στόχους, είναι να καθιερωθεί ως επιβαρυντική περίσταση και για το πειθαρχικό αδίκημα του αναξιοπρεπούς δικηγόρου το ότι εκφέρει ρατσιστικό, σεξιστικό, ομοφοβικό λόγο ή ότι, εν πάση περιπτώσει, στα πλαίσια της δήθεν υπεράσπισης του, που ουσιαστικά δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πρωινή προετοιμασία για την απογευματινή τηλεοπτική διαχείριση της είδησης, να στοχοποιεί ευρύτερες ομάδες αντιδίκων.
7. Ολα αυτά σημαίνουν λοιπόν ότι έχουμε την ανάγκη να προστατεύσουμε τον θεσμικό και κοινωνικό ρόλο του συνηγόρου -υπερασπιστή, του ανεξάρτητου, όπως έλεγα, από το κράτος, τα δικαστήρια, την εργοδοσία, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, του δικηγόρου που είναι θωρακισμένος οικονομικά, κοινωνικά και θεσμικά, για να μπορέσει να επιτελέσει την κοινωνική αποστολή την οποία προορίζεται να επιτελέσει και που δεν πραγματώνεται σε οποιαδήποτε άλλη κοινωνία, σ’ αυτήν είναι το ζητούμενο να υπάρξει το αντίβαρο που θα υπερασπιστεί τους καταπιεσμένους απέναντι στο κράτος, τους καπιταλιστές και σ’ όλους τους καταπιεστές.
Ζητώντας συγγνώμη για την μακρηγορία, θα κλείσω με ορισμένες σκέψεις που κατά την γνώμη μου πρέπει να αποτελούν αιχμές διεκδικήσεων, πάντα ήθελα να είμαι εποικοδομητικός και δημιουργικός, και όχι μόνο καταγγελτικός. Θεωρώ ότι οι δικηγόροι έχουμε ανάγκη να αυτοδιαχειριστούμε, να αυτορρυθμίσουμε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούμε, να επιβάλλουμε και ελέγχουμε τους κανόνες ηθικής και δεοντολογίας στο λειτούργημα μας, δεν θα το πω καν επάγγελμα. Θεωρώ λοιπόν ότι οι κατευθύνσεις οι οποίες υπηρετούν τον στόχο αυτό είναι οι εξής :
– Η επαναφορά του αυτεπάγγελτου της πειθαρχικής δίωξης.
– Η κατάργηση των παραβόλων και κάθε εμποδίου το οποίο αποστερεί την έννομη προστασία, είναι έννομη προστασία και ο πειθαρχικός έλεγχος της συμπεριφοράς των δικηγόρων από όσους την ζητούν.
– Η θέσπιση επιβαρυντικής περίστασης σεξιστικού, ρατσιστικού ή ομοφοβικού λόγου ως πειθαρχικού παραπτώματος (επαναλαμβάνω, επιβαρυντική περίσταση, δεν θεωρώ ότι έχουμε νομικό κενό για όσους διαπράττουν τέτοιες συμπεριφορές)
– Η άμεση εκλογή (με κάλπη) των Πειθαρχικών Συμβούλων, όπως στον Ιατρικό Σύλλογο και σε άλλους Συλλόγους, και όχι έμμεση από το Διοικητικό Συμβούλιο ή με κλήρωση.
– Η κατάργηση συμμετοχής δικαστών ή οποιουδήποτε άλλου, πλην δικηγόρου, ακόμα και στο Ανώτατο Πειθαρχικό Συμβούλιο. Εάν ο νομοθέτης αντιλαμβάνεται με μια αμοιβαιότητα και συνθετική λογική την σύνθεση των Συμβουλίων αυτών, ε, ας βάλει δικηγόρους και στα πειθαρχικά συμβούλια των δικαστών, αλλά δεν το έκανε ποτέ.
– Η πλήρης απαγόρευση της δικηγορικής διαφήμισης, ακόμα και η απαγόρευση συμμετοχής δικηγόρων σε ραδιοτηλεοπτικές εκπομπές για υποθέσεις που δεν χειρίζονται. Δεν μπορεί να βγαίνει ο κάθε μαϊντανός να έχει άποψη για τα πάντα και η άποψη αυτή να διαμορφώνει κοινή γνώμη.
– Η κατάργηση του άρθρου 39 του Κώδικα Δεοντολογίας Δικηγορικού Λειτουργήματος περί ιδιωτικού βίου.
– Και βεβαίως η καθιέρωση της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των πειθαρχικών δικών του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών.
Μ’ αυτές τις σκέψεις, θεωρώ ότι πρέπει να προχωρήσουμε αυτές τις διεκδικήσεις, να πάμε τα πράγματα μπροστά, από εμάς εξαρτάται. Το ότι είναι η αίθουσα κατάμεστη, το ότι θα μας δουν εκατοντάδες και θα στηρίξουν αυτά χιλιάδες δείχνουνε, και όχι μόνο αυτά, ότι μία πολύ μεγάλη μάζα δικηγόρων δεν νιώθει το ίδιο ούτε με τους τηλεστάρ δικηγόρους, ούτε με τους απελπισμένους, ούτε με εκείνους οι οποίοι πουλάνε την δεοντολογία την δικηγορική για το οτιδήποτε. Μπορούμε και πρέπει να προχωρήσουμε.
Ευχαριστώ.
Αίθουσα ΔΣΑ, Αθήνα, 4/4/2022
Κώστας Παπαδάκης