ΕΚΛΟΓΕΣ ΔΣΑ 2021: ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΝΕΟ ΔΡΟΜΟ
Οι εκλογές στους δικηγορικούς συλλόγους στις 28-29 Νοεμβρίου διεξάγονται στο τέλος μιας δεκαετίας οικονομικής και κοινωνικής κρίσης καθώς και μετά από σχεδόν δύο χρόνια πανδημίας, κάτω από το βάρος της οποίας κατέρρευσαν όλες επικοινωνιακές κορώνες για την «έξοδο από τα μνημόνια». Μια δεκαετία που τόσο η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, όσο και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις (ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ, ΝΔ-ΠΑΣΟΚ κ.λπ.) εφάρμοσαν με θρησκευτική προσήλωση τις ίδιες πολιτικές φτώχειας και εξαθλίωσης για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Ειδικά η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ με το πρόσχημα της αντιμετώπισης της πανδημίας επεδίωξε να βάλει στον γύψο εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα ενώ καταστροφική ήταν η πολιτική διαχείρισης της πανδημίας. Το σύστημα υγείας έμεινε αθωράκιστο, δεν έγιναν οι απαραίτητες προσλήψεις εργαζομένων ενώ η πλειοψηφία των ΜΕΘ που άνοιγαν ήταν κατά κύριο λόγω από δωρεές επιχειρηματιών. Η μόνιμη απάντηση σε όλα τα προβλήματα από την πλευρά του κράτους ήταν το lockdown, οι απαγορεύσεις συναθροίσεων και σχεδόν κάθε πτυχής της καθημερινότητας μας πέρα από το να δουλεύουμε, οι προσλήψεις αστυνομικών αντί υγειονομικών.
Από την πτώση στην πρόσκρουση: η δικηγορία μπροστά σε σταυροδρόμι.
Αυτή τη δεκαετία κατέρρευσε κάθε προστατευτικό δίχτυ για την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος με την υπερφορολόγηση, την εκθεμελίωση του ασφαλιστικού μας συστήματος, τη διάλυση των δομών υγείας, την μείωση της δικηγορικής ύλης στο όνομα της «απελευθέρωσης», την απαξίωση του ελεύθερου επαγγέλματος και την εξώθηση στην εργασία για λογαριασμό εργοδοτών δικηγόρων/εταιριών χωρίς κανένα προστατευτικό όρο.
Ταυτόχρονα, η τετραετία διακυβέρνησης Δημήτρη Βερβεσού στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας συμπύκνωσε και έφερε εναργέστερα από ποτέ στο φως τις μεγάλες αντιθέσεις μέσα στον κλάδο μας.
Αντιθέσεις στον τρόπο που εργαζόμαστε, στην προοπτική της καθεμιάς και του καθενός μας για τις σταδιοδρομίες μας, στις στάσεις μας απέναντι σε όσα νομοθετούνται για εμάς χωρίς εμάς, στις στάσεις μας απέναντι στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας μας, στις στάσεις μας μπροστά στην επικαιρότητα, στην τοποθέτησή μας απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς, απέναντι στους θεσμούς της Δικαιοσύνης.
Σχεδόν δύο χρόνια πανδημίας βρίσκουν τους μαχόμενους και τις μαχόμενες δικηγόρους σε δεινή θέση. Μια δεκαετία απανωτών χτυπημάτων για τους αυτοαπασχολούμενους και ανεξάρτητους συναδέλφους, δηλαδή για τη μεγάλη πλειοψηφία του δικηγορικού σώματος, κατέληξε στην χρονιά της πρόσκρουσης.
Χειρότερα δε για το πλήθος των συναδέλφων που θεωρούνται ως αυτοαπασχολούμενοι και ανεξάρτητοι ενώ στην συντριπτική πλειοψηφία τους εργάζονται στην υπηρεσία άλλων, με «μπλοκάκι», κάτω από πλήρη εργοδοτική εποπτεία και χωρίς κανένα κατοχυρωμένο εργασιακό δικαίωμα.
Για τους δε ασκούμενους και ασκούμενες δικηγόρους, που εδώ και χρόνια βρίσκονται υπό ένα καθεστώς πενιχρά αμειβόμενης και επισφαλούς εργασίας, όχι μόνο δεν ελήφθη κανένα μέτρο προστασίας αποζημίωσης από την αναστολή εργασίας, αλλά ακόμα περισσότερο η επ’ αόριστον αναβολή του διαγωνισμού από το Υπουργείο σήμανε τον εγκλωβισμό τους για πλέον από δύο χρόνια σε αυτό το καθεστώς θεσμοθετημένης εκμετάλλευσης.
Είμαστε κυριολεκτικά ο μοναδικός μαζικός κλάδος εργαζόμενων ελεύθερων επαγγελματιών και μισθωτών, που δεν μας παρασχέθηκε καμία ουσιαστική, παρά η ελάχιστη, οικονομική βοήθεια στην περίοδο που αναγκαζόμασταν να μην εργαζόμαστε. Είναι ανέκδοτο η επίκληση των 600€ σκόιλ ελικικού, της δυνατότητας μείωσης για κάποιους μήνες των μισθωμάτων και η μια-δυο επιστρεπτέες προκαταβολές, όταν επί περίπου 9 μήνες μεγάλο μέρος από εμάς μείναμε χωρίς δουλειά/απολυθήκαμε, ενώ για όσους και όσες διατηρούμε γραφεία, αυτά ήταν σε καραντίνα, αν όχι εντελώς κλειστά (ιδίως για συναδέλφους που απασχολούνται κυρίως με ποινικό) και πολλούς μήνες ακόμα τα δικαστήρια υπολειτουργούσαν.
Η απαξίωσή μας αυτή δεν ήταν τυχαία. Αντανακλά τις κυβερνητικές στρατηγικές της τελευταίας δεκαετίας για τη συρρίκνωσή μας ως κλάδο, την «απελευθέρωσή» μας από την ανεξάρτητη δουλειά μας και την προώθηση της ακόμη μεγαλύτερης συγκέντρωσης των υποθέσεων στις «ελίτ» του δικηγορικού κόσμου. Η πρόσφατη ρήση του Άδωνι Γεωργιάδη ότι οι «επιχειρήσεις με 2-3 εργαζόμενους πρέπει να κλείσουν ή να συγχωνευθούν» συμπυκνώνει γλαφυρά τη στρατηγική αυτή και για το δικό μας κλάδο.
Η ηγεσία του ΔΣΑ κατώτερη των περιστάσεων και συνυπεύθυνη της κατάστασης.
Η ευθύνη για την κατάσταση αυτή βαραίνει και την πλειοψηφία της Διοίκησης του ΔΣΑ, και σε πολλές περιπτώσεις, προσωπικά και τον ίδιο τον Πρόεδρό του.
Δεν απέτρεψαν την μεταρρύθμιση προς το χειρότερο του ασφαλιστικού. Αντίθετα προσπάθησαν να παρουσιάσουν τις ελάχιστες αυτονόητες παραχωρήσεις ως μεγάλες νίκες. Το ότι όμως ένας νέος δικηγόρος σήμερα, από την πρώτη μέρα έναρξης πρέπει να πληρώνει 288 ευρώ παραμένει μία πραγματικότητα για την οποία η διοίκηση Βερβεσού είναι συνυπεύθυνη.
Δεν έχουν κάνει απολύτως τίποτα υπέρ των ασκούμενων, των νεοεισερχομένων στον κλάδο και των μισθωτών συναδέλφων και συναδελφισσών. Ούτε μία πρωτοβουλία δεν λήφθηκε για τη διασφάλισή τους σε μισθό, σε ασφαλιστικές εισφορές, σε εργασιακές συνθήκες και ωράριο.
Έχουν πάρει μόνο ημίμετρα απέναντι στο λαβύρινθο της δουλειάς μας στα δικαστήρια. Η επιστράτευση συναδέλφων μας για να καταθέτουν (ως part time εργασία) δικόγραφα για εμάς, δεν είναι παρά ασπιρίνη για τον καρκίνο της αδιανόητης γραφειοκρατίας. Η ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του Συλλόγου κυλάει με ρυθμούς χελώνας, και κάθε φορά που γίνεται κάτι που έπρεπε από χρόνια να είναι πραγματικότητα, αυτό παρουσιάζεται ως άθλος. Αυτονόητα ζητήματα διευκολύνσεων παρουσιάζονται σαν ηρωικές κατακτήσεις, τη στιγμή που δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι, ανεξάρτητα από την περίοδο της πανδημίας, όλες μα όλες οι εργασίες μας πλην της ηλεκτρονικής κατάθεσης δικογράφων, έχουν γίνει πιο περίπλοκες, πιο χρονοβόρες, πιο γραφειοκρατικές.
Κυρίως όμως δεν πέτυχαν απολύτως τίποτα για τη στήριξη των δικηγόρων έναν χρόνο τώρα, αλλά παρουσιάζουν τα ψίχουλα που η κυβέρνηση μας έχει δώσει ως μάννα εξ ουρανού. Ακόμα και όταν η Ολομέλεια αποφάσισε να αντιδράσει στον εμπαιγμό μας, στην ουσία έμεινε μόνο τις διακηρύξεις.
Παρότι οι δικηγόροι της Αθήνας είναι ένα σώμα με τεράστια κοινωνική δύναμη, που μπορούν να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις και να έχουν καθοριστικό λόγο και δράση στα οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα, βρισκόμαστε απαξιωμένοι, περιθωριοποιημένοι, στιγματισμένοι.
Αποτυχία της διοίκησης Δ. Βερβεσού
Σε αυτή τη συνθήκη, η θεσμική ηγεσία του δικηγορικού σώματος και η ηγεσία του ΔΣΑ στο πρόσωπο του προέδρου του Δ. Βερβεσού απέτυχε.
Αποδείχτηκε τραγικά ανεπαρκής για τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του δικηγορικού σώματος, θεώρησε ως δεδομένη και αναπόδραστη την κυβερνητική διαχείριση της κρίσης, προσφέροντας κρίσιμη συναίνεση στην εκτελεστική εξουσία. Εξέφρασε τα συμφέροντα αποκλειστικά των ανώτερων στρωμάτων του ταξικά διαστρωματωμένου δικηγορικού σώματος, των μεγαλοδικηγόρων και των μεγάλων δικηγορικών εταιρειών.
Η ηγεσία Δημ.Βερβεσού ούτε σε μια στιγμή δεν όρθωσε ανάστημα απέναντι στην απαξίωση που δεχθήκαμε και δεχόμαστε, ιδίως στην περίοδο της πανδημίας. Αποδέχθηκε σχεδόν αδιαμαρτύρητα κάθε τι, κάθε απόρριψη των δίκαιων αιτημάτων του κλάδου μας, κάθε εμπαιγμό, κάθε ψίχουλο που μας πρόσφεραν αντί αξιοπρεπούς αποζημίωσης.
Ούτε μια στιγμή δεν πήρε επιλογή να συγκρουστεί με την κυβέρνηση, ακόμη και σε ζητήματα νομοθεσίας ευρύτερου ενδιαφέροντος (συνεπιμέλεια, γυναικοκτονίες, νομοθεσία περί του βιασμού, αυστηροποίηση ΠΚ, πιλοτική πολιτική δίκη κ.ο.κ.).
Στα ζητήματα, δε, δημοκρατικών δικαιωμάτων και υπεράσπισής τους, ιδίως τα τελευταία δύο χρόνια η στάση της ηγεσίας του ΔΣΑ ήταν εγκληματική δια της απουσίας της. Από τον κατάπτυστο νόμο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων, στις συνεχείς δικαστικές και αστυνομικές σκευωρίες κατά αγωνιστών, στα δικαιώματα των κρατούμενων, στην αστυνομική αυθαιρεσία, στις διώξεις και τους ξυλοδαρμούς συναδέλφων, η πλειοψηφία του δ.σ. περί άλλων τύρβαζε και μόνο μετά από την κοινωνική κατακραυγή και τις μεγάλες κινητοποιήσεις που συγκροτήθηκαν εδέησε να πάρει ορισμένες αόριστες θέσεις.
Η ουσία είναι ότι την τελευταία διετία η διοίκηση Δ.Βερβεσού ήταν όχι απλά ο καλύτερος συνοδοιπόρος της κυβέρνησης Μητσοτάκη και των επιλογών της για το δικηγορικό κλάδο, αλλά, ακόμη περισσότερο, ότι και σήμερα λειτουργεί ως ο πιο πρόθυμος και ικανός πλασιέ νεοφιλελεύθερης ελεημοσύνης στον κλάδο.
Ξέρουμε πολύ καλά ότι δε θα μας σώσει η «ψηφιακή αναβάθμιση» του ΕΣΠΑ, ωστόσο ο πρόεδρός μας θα σπεύσει αναμφίβολα να την παρουσιάσει ως μία τεράστια επιτυχία του.
Συμμέτοχοι φυσικά της ευθύνης και της στάσης είναι η μεγάλη πλειοψηφία των Συμβούλων στο δ.σ. του Δ.Σ.Α., οι οποίοι, αν δεν συνέδραμαν ενεργά στην υποχωρητική και υπονομευτική στάση της ηγεσίας Δ.Βερβεσού, οπωσδήποτε δεν πήραν καμία πρωτοβουλία που να έρχεται σε έστω ισχνή αντίθεση με τα όσα ρυθμίζονταν για το επάγγελμά μας ενάντια στα συμφέροντά μας. Παρότι επί τέσσερα χρόνια, υπήρξαν πολλές αφορμές για να βγει ο κλάδος μας στο προσκήνιο υπερασπιζόμενος τα αυτονόητα για τον κλάδο μας, ιδίως στην περίοδο της πανδημίας, η στάση της μεγάλης πλειοψηφίας του δ.σ. αναλώθηκε σε λόγια και δηλώσεις προθέσεων. Ούτε μια στιγμή δεν λήφθηκαν πρωτοβουλίες από την πλειοψηφία των συμβούλων για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των δικηγόρων, αλλά αναλώθηκαν στις εσωτερικές έριδες για τη διαχείριση των κονδυλίων του ΔΣΑ, των Κέντρων επαγγελματικής κατάστασης και στην κριτική στις άστοχες δημόσιες κινήσεις του Προέδρου, όπως π.χ. την παρέμβαση στη δίκη των δολοφόνων της Ελ. Τοπαλούδη ή το κορονοπάρτι στο γραφείο του. Η πλειοψηφία των Συμβούλων πολύ περισσότερο ασχολείται με τα προσωπικά νομικά σάιτ του καθενός, τις αντιμισθιές, τις τηλεδίκες και τη διαμόρφωση των ατομικών τους προφίλ, παρά με τις συλλογικές υποθέσεις του σώματος.
Η στάση της πλειοψηφίας των Συμβούλων και της ηγεσίας δεν είναι τυχαία. Οι ίδιοι αντιπροσωπεύουν μια τάξη δικηγόρων και δικηγορικών εταιρειών που έχουν βγει σε σημαντικό βαθμό κερδισμένοι από τις ανατροπές και τα πλήγματα του κλάδου την τελευταία δεκαετία. Που πληρώνουν λιγότερα με το νέο ασφαλιστικό, ή πληρώνουν ευχερέστερα τις μηνιαίες εισφορές. Που κερδοφορούν στις πλάτες των de facto μισθωτών νέων δικηγόρων χωρίς καμία εργοδοτική υποχρέωση απέναντί τους και σε βάρος των εξευτελιστικά αμειβομένων ασκούμενων. Που αξιοποιούσαν, όπως αποκαλύφθηκε, ακόμη και το θεσμό της νομικής βοήθειας. Που έχουν συμφέρον να ακριβαίνει η πρόσβαση στη δικαιοσύνη, έχουν συμφέρον από τις «ευκαιρίες» διοργάνωσης διάφορων παραδικηγορικών σεμιναρίων (διαμεσολάβησης, gdpr κ.ο.κ.).
Δίπλα σε αυτή την συνδικαλιστική αποτυχία, στέκει η απαξίωση του ρόλου των δικηγόρων και των Δικηγορικών Συλλόγων ως υπερασπιστών των συμφερόντων της κοινωνίας, των δημοκρατικών δικαιωμάτων, των εργατικών κατακτήσεων, των λαϊκών ελευθεριών: σπάνια ανέκυψε σε τόσες πολλές περιστάσεις επιτακτική ανάγκη να πάρουν θέση οι Δικηγορικοί Σύλλογοι απέναντι σε αυθαιρεσίες και υπερβάσεις της εκτελεστικής, νομοθετικής και δικαστικής εξουσίας και, με τις παρεμβάσεις τους, να αναβαθμίσουν το κύρος και τη διαπραγματευτική θέση του δικηγορικού σώματος. Και σπάνια υπήρξε τόση αφωνία, χωρίς να ξέρουμε τι αλήθεια ήταν χειρότερο: τα ψελλίσματα όταν τουλάχιστον οι Σύλλογοι τοποθετούνταν για την «τιμή των όπλων», η απουσία τοποθέτησης ή η τοποθέτηση σε κόντρα με τις ανάγκες και τα συμφέροντα της πλειοψηφίας των δικηγόρων και της κοινωνίας.
Υπάρχει άλλος δρόμος: ο δρόμος των συναδέλφων που μάχονται.
Οι εκλογές των Δικηγορικών Συλλόγων το Νοέμβριο είναι η καλύτερη ευκαιρία να αλλάξουμε την πορεία του Συλλόγου μας. Είναι μία συνδικαλιστική και πολιτική μάχη ώστε να φέρουμε στο προσκήνιο έναν άλλο δρόμο, μια άλλη οπτική για τους εργαζόμενους και εργαζόμενες, μαχόμενους και μαχόμενες δικηγόρους, μια άλλη κατεύθυνση για τους/τις συνηγόρους των δικαιωμάτων και της ελευθερίας.
Για την Εναλλακτική Παρέμβαση-Δικηγορική Ανατροπή, οι εκλογές του Νοεμβρίου είναι μια στιγμή ανακεφαλαίωσης και απολογισμού των αγώνων που δόθηκαν για τον δικηγορικό κλάδο τα προηγούμενα χρόνια και ταυτόχρονα η αρχή ενός νέου κύκλου εφόρμησης σε μέτωπα που ανοίγονται μπροστά μας. Αποτελούν για εμάς το εφαλτήριο να αγωνιστούμε για μια καλύτερη καθημερινότητα των αυτοαπασχολούμενων και μισθωτών δικηγόρων, κόντρα στη γραφειοκρατία και τις αγκυλώσεις της, που όχι μόνο κάνει δύσκολη την υλοποίηση των καθημερινών καθηκόντων μας, αλλά επιδεινώνει δραματικά και την ποιότητα ζωής μας.
Να συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε για την κατοχύρωση αξιοπρεπών όρων άσκησης του επαγγέλματος τόσο για αυτοαπασχολούμενους/ες, όσο και για μισθωτούς/ες και ασκούμενους/ες συναδέλφους/ισσες, για τους οποίους και τις οποίες επιδιώκουμε τόσο την εξασφάλιση με σταθερές απολαβές και όρους εργασίας, όσο και την παράλληλη κατοχύρωση της εργασιακής και επαγγελματικής ανεξαρτησίας, ώστε να δύνανται, κόντρα σε λογικές υπαλληλοποίησης, να είναι εκφραστές της δικηγορίας για την οποία παλεύει η Εναλλακτική.
Ταυτόχρονα, είναι ευκαιρία να θέσουμε ανανεωμένους στόχους και κόμβους για ένα ασφαλιστικό και φορολογικό σύστημα που θα μας επιτρέπει να επιβιώσουμε και να βάλουμε φρένο στην παρασιτική μεγέθυνση μεγαλοδικηγόρων και δικηγορικών εταιρειών.
Η εκλογική αναμέτρηση του Νοεμβρίου είναι βέβαια και μία ευκαιρία να ξανακάνουμε το Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας έναν φορέα υπεράσπισης των δικαιωμάτων του χειμαζόμενου λαού, υπερασπιστή του κράτους δικαίου, των δημοκρατικών ελευθεριών.
Να ξαναδώσουμε στο Δικηγορικό Σύλλογο την κοινωνική δύναμη που του αντιστοιχεί. Να αποτρέψουμε την πορεία που έχουν δώσει οι διοικήσεις των τελευταίων χρόνων, και πρώτα απ’ όλα η διοίκηση Δ. Βερβεσού, προς την ανυποληψία, προς την διεκπεραίωση κάθε κυβερνητικής επιλογής για τον κλάδο, προς την παρουσίαση των αυτονόητων ως τεράστιων δήθεν επιτευγμάτων.
Kαι βέβαια αυτή η αλλαγή δεν μπορεί να γίνει από όσους θέλουν να εκλεγούν στη θέση του Πρόεδρου για να υπερασπιστούν ακόμα περισσότερο τις κυβερνητικές επιλογές ως γνήσιοι εκφραστές τους. Γιατί κυβερνητική επιλογή αποτελεί η ιδιωτικοποίηση της δικαιοσύνης, η ακύρωση δημοκρατικών κατακτήσεων, η απαξίωση της μεγάλης πλειοψηφίας των δικηγόρων, η συγκέντρωση της δικηγορικής ύλης σε μεγάλα γραφεία και εταιρείες, καθώς και η υπαλληλοποίηση του κλάδου σε βάρος του ρόλου μας ως υπερασπιστών της κοινωνίας.
Η Εναλλακτική Παρέμβαση-Δικηγορική Ανατροπή, συνεχίζοντας την πλούσια κληρονομιά των 30 χρόνων στην πρώτη γραμμή των συνδικαλιστικών αγώνων στο δικηγορικό κλάδο και των κοινωνικών αγώνων ενώπιον της κοινωνίας, επιχείρησε και την απερχόμενη τετραετία, δια των Συμβούλων της και με τη δράση της μέσα και έξω από το δ.σ., να αναδείξει ότι υπάρχει άλλος δρόμος για τη δικηγορία.
Παράλληλα, βρεθήκαμε σε κάθε στιγμή στην πρώτη γραμμή και δεν σταματήσαμε ούτε λεπτό να υπερασπιζόμαστε τη δημοκρατία, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, τόσο των συναδέλφων μας όσο και, στο μέτρο που μας αναλογεί, για τον χειμασσόμενο λαό.
Η δικηγορία για την οποία παλεύει η Εναλλακτική αποτυπώνεται στις εικόνες των συναδέλφων που στέκονται όρθιοι μπροστά στα χτυπήματα της «αύρας», που αγκαλιάζονται με τους συγγενείς των θυμάτων νεοναζί δολοφόνων, που περιμένουν με τις ώρες έξω από τη ΓΑΔΑ να απελευθερωθούν οι δεκάδες άδικα συλληφθέντες, που τρέχουν από υπηρεσία σε υπηρεσία υπερασπιζόμενοι εργατικά και λαϊκά δίκια και συμφέροντα, που συντρέχουν τα προσφυγόπουλα όπου σταθούν, που υπερασπίζονται τα θύματα των βασανιστών, των σεξιστών, των ρατσιστών, που υπερασπίζονται τους αγωνιστές μέσα και έξω από τα ακροατήρια, που δε σιωπούν και μιλάνε για την δημοκρατία και την ελευθερία, που ξημεροβραδιάζονται σε ουρές και γραμματείες εργαζόμενοι για τη ζωή τους με τα ελάχιστα δυνατά.
Γιατί πιστεύουμε πως η καθημερινότητα της μεγάλης πλειοψηφίας των συναδέλφων οι οποίοι εργάζονται ως ανεξάρτητοι αυταπασχολούμενοι και ως μισθωτοί δικηγόροι χωρίς κανένα εργασιακό δικαίωμα, πρέπει να βελτιωθεί εδώ και τώρα.
Υπερασπιζόμαστε αυτό το δρόμο για τη δικηγορία.
Δεν χρωστάμε σε κανέναν υπουργό, σε κανέναν χορηγό.
Συμμετέχουμε στις εκλογές του ΔΣΑ με αυτές τις θέσεις και αυτές τις προοπτικές.
Καλούμε στην στήριξη της κίνησής μας για να δυναμώσει αυτό το ρεύμα μέσα στον κλάδο, για να προσπαθήσουμε με περισσότερες δυνάμεις να αγωνιστούμε.