Το DNA ως πολυεργαλείο αυθαιρεσίας
Η συζήτηση για την λήψη, ανάλυση και την αποδεικτική ισχύ του DNA στην ποινική δίκη βρίσκεται διαρκώς στην επικαιρότητα από το 2001 όταν και εισήχθη το άρθρο 200Α στον ΚΠΔ με τίτλο «Ανάλυση DNA» (Ν. 2928/2001).
Παρά τις επανειλημμένες αλλαγές και τροποποιήσεις, ουδέποτε ο νομοθέτης θέλησε να θέσει σαφείς κανόνες και όρια στην διαδικασία λήψης, ανάλυσης και αποδεικτικής χρήσης του DNA, αφήνοντας εσκεμμένα μεγάλα περιθώρια ευελιξίας στις αρμόδιες εισαγγελικές, ανακριτικές και αστυνομικές αρχές, τα οποία όμως λειτουργούσαν και συνεχίζουν να λειτουργούν σε βάρος του υπόπτου ή του κατηγορουμένου.
Η απόφαση 1/2017 της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου διαμόρφωσε ένα πλαίσιο που προστατεύει -έστω σε κάποιο βαθμό- τα υπερασπιστικά δικαιώματα και το τεκμήριο αθωότητας, ωστόσο υπάρχουν πλείστες περιπτώσεις όπου το πλαίσιο αυτό αγνοείται επιδεικτικά. Ενδεικτικά αναφέρεται η άρνηση παροχής προθεσμίας για διορισμό τεχνικού συμβούλου αν και είναι υποχρεωτική, ο υποβιβασμός της λήψης DNA σε μη ιατρική πράξη, η χρήση βίας κατά την λήψη, οι αναιτιολόγητες εισαγγελικές διατάξεις και άλλα.
H προτεινόμενη τροποποίηση του άρ. 201 ΚΠΔ, με το άρθρο 110 του Σχεδίου Νόμου «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την 1/2017 ΟλΑΠ και εφόσον μείνει ως έχει θα αποτελέσει μνημείο αυθαιρεσίας.
Συγκεκριμένα, με την προτεινόμενη τροποποίηση του 201 ΚΠΔ εξαιρούνται τα αυτόφωρα αδικήματα από τις διατάξεις των άρθρων 204-208 ΚΠΔ. Δηλαδή στα εγκλήματα που χαρακτηρίζονται ως αυτόφωρα και στα οποία συμπεριλαμβάνονται όλα τα αδικήματα που τελούνται στα πλαίσια των άρθρων 187 και 187Α ΠΚ, δεν θα υπάρχει υποχρέωση εύλογης προθεσμίας ώστε ο κατηγορούμενος να διορίσει τεχνικό σύμβουλο και ο οποίος θα έχει το δικαίωμα να παρίσταται σε όλη την διαδικασία (και στην λήψη), να λαμβάνει αντίγραφα, να συντάσσει έκθεση κ.λπ.
Με δεδομένο ότι η έγκυρη ανάλυση DNA προϋποθέτει έγκυρη λήψη, καθίσταται προφανές ότι με την προτεινόμενη τροποποίηση δεν θα υπάρχει πλέον κανένα εχέγγυο αξιοπιστίας της διαδικασίας, θα παραβιάζονται ευθέως τα σχετικά δικαιώματα του κατηγορουμένου και το τεκμήριο αθωότητας και πλέον η αστυνομία θα μπορεί -νομότυπα πια- να συνεχίσει να διεξάγει τις σχετικές διαδικασίες όπου και όπως θέλει.
Η αιτιολόγηση ότι η προθεσμία για διορισμό συμβούλου θα αποτρέψει την ταχεία διερεύνηση της υπόθεσης στην αυτόφωρη διαδικασία δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να γίνει αποδεκτή, αφού είναι γνωστό ότι η ανάλυση DNA στα εργαστήρια της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών δεν ολοκληρώνεται εντός των ορίων του αυτοφώρου, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις εκθέσεις DNA εμφανίζονται, ως δια μαγείας, πολλά χρόνια μετά την προανακριτική διαδικασία, αφού δεν υπάρχει καμία οριοθέτηση του χρόνου διεξαγωγής της ανάλυσης.
Δυστυχώς, 20 χρόνια μετά την εισαγωγή της ανάλυσης DNA στην ποινική δικαιοσύνη, ο νομοθέτης τάσσεται ευθέως κατά του εκσυγχρονισμού και της διασφάλισης της αξιοπιστίας της διαδικασίας λήψης και ανάλυσης, με σεβασμό στα δικαιώματα του κατηγορουμένου και στο τεκμήριο αθωότητας. Βεβαίως πρέπει να τονιστεί ότι η επιλογή αυτή ταυτίζεται απολύτως με το γενικό πνεύμα των περισσότερων των τροποποιήσεων του ΠΚ και του ΚΠΔ, οι οποίες μόνο ως οπισθοδρομικές, επικοινωνιακού χαρακτήρα και ακραία τιμωρητικές μπορούν να χαρακτηριστούν.
Γιώργος Κακαρνιάς
Δικηγόρος Αθηνών