Οι πρόσφατες τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα (Π.Κ.) με το Ν. 4637/2019 αλλά και τα γεγονότα που έλαβαν χώρα τόσο τη 17η Νοεμβρίου 2019 στην περιοχή του κέντρου της Αθήνας μετά την παλλαϊκή διαδήλωση του Πολυτεχνείου, αλλά και μετά την πολύ μαζική διαδήλωση κατά της αστυνομικής αυθαιρεσίας και κρατικής καταστολής στην επέτειο της δολοφονίας του Αλ. Γρηγορόπουλου, αποτελούν ένα μόνο δείγμα της στροφής της ΝΔ σε μια επικίνδυνη και αυταρχική διακυβέρνηση, που θέτει στο επίκεντρό της την καταστολή και την περιστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Η ακραία αυστηροποίηση της ποινικής μεταχείρισης για «αδικήματα» που σχετίζονται με την αγωνιστική – πολιτική δράση, η επαναφορά της πρακτικής των συλλήψεων στο σωρό, η επαναφορά σχεδίου περιορισμού των πορειών, έρχονται σε συνέχεια ενός κρεσέντο αυταρχισμού που ξεκίνησε ήδη από το καλοκαίρι με την κατάργηση του πανεπιστημιακού Ασύλου και συνεχίστηκε με την βίαιη εκκένωση των καταλήψεων και των δομών φιλοξενίας προσφύγων στο κέντρο της Αθήνας.
Ως Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή εκφράζουμε τη διαρκώς αυξανόμενη ανησυχία μας για τη διαφαινόμενη περαιτέρω διολίσθηση της μετατροπής της ποινικής νομοθεσίας σε εργαλείο διασφάλισης ενός δεδομένου πολιτικού συσχετισμού, μέσα από την αυταρχική και ποινική θωράκιση. Αυτή η στροφή στην ποινικοποίηση των κοινωνικών αγώνων και σε πρακτικές που απειλούν τις κεκτημένες δημοκρατικές ελευθερίες, φτάνοντας στο σημείο ακόμη και μεταχείρισης εξόφθαλμα παράνομων πρακτικών παρακολούθησης πολιτών με συσκευές γεωεντοπισμού, πρέπει να βρει απέναντί της ένα ευρύ μέτωπο αγώνα στην κοινωνία, αλλά και την φωνή του νομικού κόσμου.
Ασφαλώς, ο νομικός κόσμος έχει εξοικειωθεί με το φαινόμενο της «αυταρχικοποίησης» και «σκλήρυνσης» της ποινικής νομοθεσίας κατ’ επιταγή όχι επιστημονικών σταθμίσεων αλλά σε υλοποίηση συντηρητικών πολιτικών προγραμμάτων. Μια τέτοια «αυταρχικοποίηση» εντάσσεται στο παραδοσιακό περιεχόμενο της ρυθμιστικής πρωτοκαθεδρίας του νομοθέτη και με επιφύλαξη συνταγματικών διατάξεων επιλύεται ή διατηρείται στο πλαίσιο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Υπό αυτή την έννοια, οι αλλαγές που επέφερε ο Ν. 4637/2019 δεν συνιστούν κάτι «νέο». Το ίδιο, όμως, δεν μπορεί να ειπωθεί με την ίδια ευκολία για το φαινόμενο της διπλής εργαλειοποίησης τόσο της διαδικασίας της ποινικής νομοθέτησης από την πλευρά της νομοθετικής εξουσίας όσο και της εφαρμογής των ποινικών νόμων από την πλευρά της εκτελεστικής.
Χαρακτηριστική της νομοθέτησης με μοναδικό σκοπό όχι την αντιμετώπισης κάποιας υπαρκτής κοινωνικής συνθήκης που αποζητά ποινική ρύθμιση αλλά την επιβολή ενός συντηρητικού, αυταρχικού πολιτικού συσχετισμού ήταν η προσπάθεια επαναφοράς του αδικήματος της κακόβουλης εξύβρισης των θείων. Αν και η σχετική διάταξη αποσύρθηκε μετά από τη γενικευμένη κατακραυγή του νομικού κόσμου, ήταν, ωστόσο, δηλωτική της στοχοθεσίας, η οποία διαπερνούσε το σύνολο της υπό κρίση νομοθετικής πρωτοβουλίας.
Ειδικότερες εκφάνσεις της ίδιας στοχοθεσίας, οι οποίες εν τέλει παρέμειναν στο τελικό κείμενο του Ν. 4637/2019, είναι η νέα παράγραφος 6 του άρθρ. 187Α, η οποία προσθέτει στο ήδη επιβαρυμένο με πληθώρα αόριστων νομικών εννοιών -και συνεπώς αμφίβολης συνταγματικότητας- ρυθμιστικό πλαίσιο περί τρομοκρατικών οργανώσεων την ακόλουθη διάταξη: «Όποιος δημόσια με οποιονδήποτε τρόπο ή μέσω του διαδικτύου απειλεί με τέλεση τρομοκρατικής πράξης ή προκαλεί ή διεγείρει σε διάπραξή της και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση». Αντίστοιχης κατεύθυνσης είναι η ακόλουθη παράγραφος, σύμφωνα με την οποία: «Με την ποινή της προηγούμενης παραγράφου τιμωρείται και όποιος με σκοπό να τελέσει ή να συμβάλει στην τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος, να συμμετάσχει στις δραστηριότητες τρομοκρατικής ομάδας, με επίγνωση του γεγονότος ότι η εν λόγω συμμετοχή θα συμβάλει στις εγκληματικές δραστηριότητες αυτής της ομάδας ή με σκοπό να προσφέρει ή να παρακολουθήσει εκπαίδευση για τέλεση τρομοκρατικών πράξεων, πραγματοποιεί ταξίδι το οποίο διευκολύνει την πραγμάτωση του σκοπού του». Στο σημείο αυτό πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι, ακόμα και πριν την εισαγωγή της ανωτέρω παραγράφου, το ζήτημα της θεώρησης ενός ταξιδιού στη Βαρκελώνη ως στοιχείου δηλωτικού ένταξης σε τρομοκρατική οργάνωση είχε τεθεί ως ερώτημα από τον εισαγγελέα έδρας στο πλαίσιο γνωστής ποινικής δίκης και προκάλεσε τη δικαιολογημένη αγανάκτηση του νομικού κόσμου. Ενόψει αυτού είναι προφανές ότι η εισαγωγή του ανωτέρω κριτηρίου δεν ήταν προϊόν επιστημονικής επεξεργασίας ή απαίτηση του νομικού κόσμου. Άλλωστε, δεν μπορεί να διαφεύγει στο νομοθέτη ότι η σχετική παράγραφος, στο μέτρο που αφαιρεί περαιτέρω στοιχεία από το ελάχιστο περιεχόμενο της «ένταξης» και αναγάγει το «ταξίδι» για τη διευκόλυνση τρομοκρατικών πράξεων σε αυτοτελώς ποινικά κολάσιμη πράξη πάσχει νομικά και συνταγματικά σε πολλαπλά επίπεδα.
Αντίστοιχα προβληματική είναι και η πρόβλεψη περί φυλάκισης έως τρία έτη για «όποιον παράνομα εισέρχεται και παραμένει σε δημόσια κτήρια και προκαλεί έτσι διακοπή ή σοβαρή διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής της υπηρεσίας», αλλά και η εισαγωγή νέας διάταξης, βάσει της οποίας προβλέπεται ποινή φυλάκισης έως ένα έτος για την είσοδο και διακοπή πλειστηριασμών σε συμβολαιογραφικά γραφεία και εξάμηνη φυλάκιση για την είσοδο και απλή παραμονή σε συμβολαιογραφικά γραφεία κατά τη διενέργεια πλειστηριασμών. Στη ίδια κατεύθυνση άλλωστε είναι και η πρόβλεψη ποινής φυλάκισης έως τρία έτη για διατάραξη συνεδριάσεων συλλογικού οργάνου. Τα ανωτέρω, συνολικά ορώμενα, μοιάζουν να αποτελούν κατά παραγγελία στοχευμένη ποινικοποίηση επί της ουσίας πολιτικών και αγωνιστικών πρακτικών υπό τον μανδύα δήθεν του δόγματος του νόμου και της τάξης. Είναι προφανές ότι το κατάλληλο πεδίο πολιτικών αντιπαραθέσεων, όπως αυτή της σκοπιμότητας μαζικών εκπλειστηριασμών ακινήτων (συμπεριλαμβανομένων κατοικιών) οφειλετών, δεν είναι η ποινική νομοθεσία. Η ποινική τυποποίηση των πράξεων, οι οποίες πλέον αντιμετωπίζονται δίχως καμία διάκριση με κριτήρια αναλογικότητας, πέρα από ανεπίτρεπτη περιστολή συνταγματικά καθιερωμένων ελευθεριών έκφρασης και πολιτικής συνάθροισης, συνιστά μια δικαιοπολιτικά ανεπίτρεπτη προσπάθεια «επίλυσης» πολιτικών επί της ουσίας αντιπαραθέσεων στο πεδίο του ποινικού δικαίου.
Η αυστηρότητα δε του νομοθέτη μοιάζει να εξαντλείται στην ποινική μεταχείριση των ανωτέρω πρακτικών. Και τούτο, γιατί ο Ν. 4637/2019 αφαιρεί από πεδία δικαίου, έχοντα αυξημένη ποινική απαξία, όπως η απιστία κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή επιχειρήσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα, τον αυτεπάγγελτο χαρακτήρα τους και τα υποβιβάζει στην κατηγορία των -ήσσονος σημασίας- κατ’ έγκληση διωκόμενων αδικημάτων. Όλη η επιείκεια εξαντλήθηκε στους τραπεζίτες, ενώ την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση σκοπεύει να γεμίσει τις φυλακές, παραβιάζοντας τα δικαιώματα των κρατουμένων και αυστηροποιώντας την ποινική μεταχείριση, αφού το όριο της υφ’ όρων απόλυσης με βάση τις νέες διατάξεις του άρθρου 110Α ΠΚ ανεβαίνει από τα 17 στα 22 έτη, εντείνοντας τον αυταρχικό/εκδικητικό χαρακτήρα του συνολικού σωφρονιστικού συστήματος.
Κοινό στοιχείο αυτών είναι μάλλον τόσο η επιλεκτική αυστηροποίηση φαινομένων, τα οποία κρίνονται με βάση εργαλειακές σταθμίσεις από τον υπάρχοντα πολιτικό συσχετισμό ως πολιτικά ανεπιθύμητα, όσο και η διάθεση αντιμετώπισης ευρέων κοινωνικών αντιστάσεων διά της ποινικής νομοθεσίας. Έτσι, στο ίδιο πλαίσιο της αποσυνδεδεμένης από ευρύτερες σταθμίσεις του ποινικού κώδικα νομοθέτησης με αμιγώς συμβολικά κριτήρια εντάσσεται και η νέα παράγραφος 2 του άρθρ. 272 ΠΚ, η οποία αποσυνδέει τον κακουργηματικό χαρακτήρα της κατοχής και χρήσης εκρηκτικών υλών από το στοιχείο του κινδύνου σε άνθρωπο ή σε πράγματα, αρκούμενη στη «διατάραξη της κοινής ειρήνης». Είναι νομίζουμε σαφές ότι μια τέτοια διάταξη, πέρα από τα εμφανή ζητήματα αναλογικότητας (στέρηση ελευθερίας από 5 έως 20 χρόνια για «διατάραξη κοινής ειρήνης» δια εκρηκτικών υλών), θέτει αντίστοιχα εμφανή ζητήματα σκοπιμότητας και προσφορότητας. Η άκριτη αυστηροποίηση της ποινικής αντιμετώπισης της χρήσης «μολότοφ» μπορεί να ικανοποιεί συγκυριακές σταθμίσεις πολιτικής σκοπιμότητας. Ωστόσο μοιάζει πλήρως ασυμβίβαστη με στοιχειώδεις σταθμίσεις σωφρονιστικής και αντεγκληματικής πολιτικής, οι οποίες μέχρι πρόσφατα έμοιαζαν να αποτελούν κεκτημένο της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας.
Η ανωτέρω διαπίστωση δεν είναι καινοφανής. Άλλωστε, όπως δήλωνε ο ίδιος ο υπουργός προστασίας του πολίτη, κ. Χρυσοχοΐδης, σε παλαιότερη συνέντευξή του, «Τα κοινωνικά ζητήματα θα τα καταπολεμήσουμε με την Αστυνομία; Έδωσε πουθενά η Αστυνομία στα κοινωνικά προβλήματα λύσεις; Αλήθεια πιστεύουν ότι αν συλλάβουμε ένα παιδί που ενδεχομένως να ρίξει και μια μολότοφ κάποια στιγμή και το βάλουμε φυλακή δεν θα βγει ο χειρότερος εγκληματίας; Γιατί από τις φυλακές μας βγαίνουν εγκληματίες».
Ωστόσο, η εργαλειοποίηση της ποινικής νομοθεσίας και η αξιοποίησή της για την εκπλήρωση επιδιώξεων πολιτικού συμβολισμού δεν διαπερνά μόνο το επίπεδο της νομοθέτησης. Αντανακλάται με ενάργεια στις πρακτικές που απασχόλησαν την επικαιρότητα και το νομικό κόσμο το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου και ειδικά μετά τη δημοσίευση της φωτογραφίας με το εξευτελιστικό ξεγύμνωμα του διαδηλωτή από τα ΜΑΤ το βράδυ της 6ης Δεκέμβρη. Ειδικότερα, όπως καταγράφτηκε σε σειρά βίντεο, στα Μ.Μ.Ε. αλλά και διαπιστώθηκε προσωπικά από πολλούς συναδέλφους, μετά την ολοκλήρωση των δύο διαδηλώσεων που ήταν μεγάλης μαζικότητας και με έντονο το στοιχείο της αντίστασης στον κρατικό αυταρχισμό, οι νύχτες σημαδεύτηκαν από γεγονότα αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας, αθρόων και αδιάκριτων συλλήψεων και προσαγωγών, παραβίασης σειράς θεμελιωδών δικονομικών δικαιωμάτων των συλληφθέντων, συμπεριλαμβανομένου του θεμελιωδέστερου όλων, ήτοι του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο. Δε δίστασαν μάλιστα να χτυπήσουν εντελώς απρόκλητα με δυνάμεις των ΜΑΤ, ξύλο και χημικά τους συγκεντρωμένους γονείς, φίλους αλλά και συνηγόρους των συλληφθέντων της 17ης Νοέμβρη εντός του χώρου των δικαστηρίων της Ευελπίδων. Και είναι προφανές ότι πλέον δεν αισχύνονται να εφαρμόζουν δημόσια, μπροστά στα φλας των φωτορεπόρτερ, το νέο δόγμα του Υ.Προ.Πο., δηλαδή τον άγριο εξευτελισμό, την κατατρομοκράτηση και την προσβολή κάθε αξιοπρέπειας όποιου ή όποιας τυχαίνει να πέφτει θύμα της αυθαιρεσίας της αστυνομίας.
Εν προκειμένω, δηλαδή, η δήθεν επίκληση του δόγματος του «νόμου και της τάξης» είναι μονομερής και μοιάζει να περιορίζεται στο δεύτερο σκέλος αυτού, στην «τάξη» και όχι «στο νόμο». Ως Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή καταδικάζουμε απερίφραστα τις πράξεις και πρακτικές που έλαβαν χώρα το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου και της 6ης Δεκεμβρίου, τον εκτροχιασμό της μεταχείρισης των αστυνομικών εξουσιών και την κατάσταση των ατομικών δικαιωμάτων υπό την τρέχουσα ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Το νέο αυταρχικό οπλοστάσιο της κυβέρνησης της ΝΔ στοχεύει ευθέως ενάντια στους κοινωνικούς αγώνες, στη νεολαία που αντιστέκεται στην αντιδραστική μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης, σε όσους και όσες αγωνίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια ενάντια στους ληστρικούς πλειστηριασμούς λαϊκής περιουσίας και κατοικίας. Επιδιώκουν να διασπείρουν το φόβο και με όπλο την καταστολή να περάσουν αναίμακτα το διακηρυγμένο αντικοινωνικό και ακαριαία νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της ΝΔ με άξονες το τσάκισμα των κοινωνικών δικαιωμάτων στο μισθό, την εργασία, την κατοικία και την υγεία και τις ιδιωτικοποιήσεις και την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας.
Είναι επιτακτικό να αντιπαρατεθούμε σθεναρά στη νέα κανονικότητα του φόβου και της καταστολής που η νέα κυβέρνηση προσπαθεί να επιβάλει. Να μην αποδεχθούμε τη νέα πραγματικότητα και να μην επιτρέψουμε να σιωπήσουν οι φωνές που αντιστέκονται, για να μπορούμε να συνεχίσουμε ακόμα να αγωνιζόμαστε. Είναι αναγκαία η συγκρότηση ενός πλατιού μετώπου κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, αγωνιστών και αγωνιστριών για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Μιας ευρείας πρωτοβουλίας που θα αντιστέκεται στην αυταρχική σκλήρυνση, τη βίαιη καταστολή των κινημάτων και την αστυνομική αυθαιρεσία.
Αλλά και ο νομικός κόσμος πρέπει να ορθώσει φωνή αντίστασης απέναντι στην αυταρχική εκτροπή που λαμβάνει χώρα. Ο κατά τα άλλα λαλίστατος σε ζητήματα προσωπικής προβολής του Προέδρου του, ΔΣΑ, σιωπά προκλητικά, όπως και η πλειοψηφία των Δικηγορικών συλλόγων της χώρας. Έτσι, όχι μόνο εξευτελίζει το ρόλο του δικηγορικού σώματος ως υπερασπιστή των δημοκρατικών κεκτημένων, αλλά συμβάλλει δια της αποδοχής στην αντιδραστική σκλήρυνση και τη συντηρητική στροφή.
Η Εναλλακτική Παρέμβαση – Δικηγορική Ανατροπή επιδιώκει τη συγκρότηση ενός ανοιχτού μετώπου συναδέλφων, δικηγόρων και νομικών, με σκοπό την προάσπιση των δικαιωμάτων και ελευθεριών, που πλέον καθίσταται απαραίτητη για την κοινωνία και για τις μάχες που έχει να δώσει το κοινωνικό κίνημα το επόμενο διάστημα.
• Αντίσταση στην κρατική καταστολή και τον αυταρχισμό – την επέκταση της ποινικής μεταχείρισης σε κάθε όψη της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
• Αγωνιζόμαστε για την κατάργηση των αντιδραστικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα – Καμία ποινικοποίηση των αγώνων.
• Καμία σκέψη για περιορισμό των διαδηλώσεων.
• Άμεση απόσυρση των κατηγοριών των συλληφθέντων.
• Πειθαρχικός έλεγχος και παραδειγματική τιμωρία των δυνάμεων καταστολής που υιοθετούν πρακτικές αυθαίρετων συλλήψεων, ξυλοδαρμού πολιτών, άμεσης, φυσικής, εξοντωντικής καταστολής, βασανισμού κρατουμένων, στέρησης δικαιωμάτων.
• Υποχρέωση αστυνομικών οργάνων να επιδεικνύουν και να γνωστοποιούν τα διακριτικά τους στοιχεία.
• ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΤ ΚΑΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ.
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ-ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΑΝΑΤΡΟΠΗ